«Ο μακράν κορυφαίος υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών και πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ θα συλληφθεί την Τρίτη», «Διαμαρτυρηθείτε, πάρτε το έθνος μας πίσω!» ανέφερε με κεφαλαία γράμμα σε δύο αναρτήσεις ο Ντόναλντ Τραμπ το περασμένο Σάββατο, καλώντας τους υποστηριστές του σε μια νέα εξέγερση, ενώ είναι ακόμη νωπές οι μνήμες από την εισβολή στο Καπιτώλιο πριν από δύο χρόνια.

«Η αλήθεια είναι ότι δεν κυνηγούν εμένα», υποστήριξε. «Κυνηγούν εσάς»…

Ο λόγος αυτή τη φορά δεν είναι η απόπειρα ανατροπής της συνταγματικής τάξης, οι θεωρίες συνωμοσίες του Τραμπ για «κλεμμένες εκλογές» το 2020 ή οι απόπειρες παραποίησης του εκλογικού αποτελέσματος.

Ούτε καν τα διαβαθμισμένα έγγραφα που πήρε παράνομα μαζί του στο θέρετρο Μαρ-α-Λάγκο, φεύγοντας από τον Λευκό Οίκο.

Υποθέσεις, για τις οποίες ερευνάται.

Στο επίκεντρο εν προκειμένω είναι η θυελλώδης ιστορία της Στόρμι Ντάνιελς.

Μιας πορνοστάρ, που κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2016 ο τότε δικηγόρος του Τραμπ, Μάικλ Κόεν, είχε προσπαθήσει να εξαγοράσει τη σιωπή της με 130.000 δολάρια.

Κατά δήλωσή του τελευταίου, η πληρωμή έγινε με εντολή του Τραμπ.

Στόχος ήταν να αποφευχθεί ένα προεκλογικό σκάνδαλο με αποκαλύψεις για σεξουαλική επαφή που φέρεται ότι είχε το 2006 ο Τραμπ με την πορνοστάρ -κάτι που ο ίδιος παρ’ όλα αυτά αρνείται.

Η υπόθεση κατέληξε δύο χρόνια αργότερα στα δικαστήρια κατόπιν μηνύσεων της Ντάνιελς, που κατήγγειλε ότι η ίδια και η κόρη της δέχονταν εκφοβισμό.

Το ζητούμενο στη σημερινή υπόθεση είναι η ίδια η πληρωμή, που καταχωρήθηκε ως νομική αμοιβή.

Σύμφωνα με τις δικαστικές αρχές, πρόκειται για συγκάλυψη της μεταφοράς των χρημάτων, με παραποίηση επιχειρηματικών αρχείων και πιθανόν κατά παράβαση του νόμου περί χρηματοδότησης προεκλογικής εκστρατείας.

Και τα δύο συνιστούν ποινικά αδικήματα στη Νέα Υόρκη, όπου εξετάζεται η υπόθεση.

Ο Κόεν είχε καταδικαστεί το 2018 σε τρία χρόνια φυλάκιση και πρόστιμο 50.000 δολαρίων, δηλώνοντας ένοχος για φοροδιαφυγή και παραβιάσεις πολιτικής χρηματοδότησης.

Δηλητηριώδες κλίμα

Σε σύγκριση με τις μέχρι τώρα τερατώδεις παραβατικές ενέργειες του Ντόναλντ Τραμπ και τις δύο αποτυχημένες παραπομπές του για δίκη στη Γερουσία, η υπόθεση Ντάνιελς φαντάζει σχεδόν μηδαμινή.

Είναι ωστόσο αυτή που θα μπορούσε να οδηγήσει στην πρώτη στα χρονικά άσκηση ποινικής δίωξης κατά πρώην προέδρου των ΗΠΑ.

Μέχρι και τη Δευτέρα το βράδυ, δεν υπήρχε κάποιο σαφές χρονοδιάγραμμα για τη λήψη απόφασης σχετικά με την απαγγελία κατηγοριών.

Η διαδικασία έβαινε πάντως προς ολοκλήρωση, με την ολοκλήρωση της εξέτασης ενός τελευταίου μάρτυρα, που προτάθηκε από τους δικηγόρους του Τραμπ.

Ο ίδιος κάνει και πάλι λόγο για «πολιτική δίωξη» και για «κυνήγι μαγισσών», που στοχεύει κατά της νέας υποψηφιότητάς για το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικανών το 2024.

Χαρακτηρίζει τον Αφροαμερικανικό εισαγγελέα του Μανχάταν, Άλβιν Λ. Μπραγκ -που χειρίζεται από τον Ιανουάριο του 2022 την υπόθεση- «ρατσιστή από την ανάποδη» και «πιόνι» των Δημοκρατικών και του δισεκατομμυριούχου επενδυτή Τζορτζ Σόρος.

Επισήμως η εισαγγελία δεν έχει σχολιάσει. Όμως σε εσωτερικό email, που αποκάλυψε το Politico, ο εισαγγελέας Μπραγκ διαβεβαίωσε τους εισαγγελείς και το υπόλοιπο δικαστικό προσωπικό για την ασφάλειά τους.

«Δεν ανεχόμαστε απόπειρες εκφοβισμού του γραφείου μας ή απειλών κατά του κράτους δικαίου στη Νέα Υόρκη», έγραψε. «Οι συνεργάτες μας στην επιβολή του νόμου θα διασφαλίσουν ότι κάθε συγκεκριμένη ή αξιόπιστη απειλή κατά του γραφείου θα διερευνηθεί πλήρως».

Από την Κυριακή εν τω μεταξύ, γράφουν οι New York Times, «περισσότεροι από δώδεκα ανώτεροι αξιωματούχοι του Αστυνομικού Τμήματος Νέας Υόρκης και δύο από τους κορυφαίους βοηθούς του δημάρχου πραγματοποίησαν τηλεδιάσκεψη με θέμα την ασφάλεια και σχέδια έκτακτης ανάγκης σε περίπτωση διαμαρτυριών».

Ενισχυμένα μέτρα φύλαξης λαμβάνονται επίσης μέσα και γύρω από το δικαστικό μέγαρο στο Κάτω Μανχάταν, γράφει το δημοσίευμα, εν αναμονή της τελικής απόφασης για την απαγγελία κατηγοριών κατά του Ντόναλντ Τραμπ.

Ακραία πόλωση

Στον απόηχο της δημόσιας έκκλησης του Τραμπ για δράση, φανατικοί υποστηρικτές του οργανώνονται πυρετωδώς μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, προγραμματίζοντας συγκεντρώσεις στο Μαχνάταν, αποκλεισμό του Μαρ-α-Λάγκο ως «τείχος προστασίας», μέχρι μια «απεργία MAGA» ή ακόμη και bank-run από τις αμερικανικές τράπεζες, εν μέσω χρηματοπιστωτικής κρίσης.

«Κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, ορισμένοι υποστηρικτές του Τραμπ συζητούσαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τα πλεονεκτήματα της βίαιης έναντι της μη βίαιης διαμαρτυρίας», γράφει το Politico, «άλλοι προειδοποιούσαν για μια “παγίδα» του βαθέος κράτους»».

Ο ίδιος ο Τραμπ δείχνει τω μεταξύ να «επενδύει» πολιτικά στην προοπτική της ποινικής δίωξή του. Όχι μόνο για να συσπειρώσει την εκλογική βάση του, αλλά και υποβάλλοντας κορυφαίους Ρεπουμπλικανούς σε… τεστ πίστης.

Ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος της Βουλής -και τρίτος στην πολιτική ιεραρχία της Ουάσιγκτον- Κέβιν Μακάρθι κατηγόρησε τον εισαγγελέα Μπραγκ ότι «προσπαθεί να μετατρέψει ένα πλημμέλημα σε κακούργημα».

Ανακοίνωσε ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων θα απαντήσει στην «πολιτικά υποκινούμενη διαδικασία».

Τάχθηκαν ωστόσο κατά των διαδηλώσεων -και δη των βίαιων- σε περίπτωση σύλληψης του Τραμπ.

Προς στήριξη του τελευταίου έσπευσαν φυσικά διάφοροι βουλευτές της ακροδεξιάς πτέρυγας των Ρεπουμπλικανών.

«Αιφνιδιασμένος» από τις εξελίξεις δήλωσε μέχρι και ο πρώην αντιπρόεδρος Μάικ Πενς, που αναμένεται να μπει σύντομα στην κούρσα της διεκδίκησης του κομματικού χρίσματος.

Η έρευνα «αποπνέει την ίδια μπόχα με το είδος της πολιτικής δίωξης που υπομείναμε τις ημέρες της ρωσικής φάρσας» για ανάμιξη στις προεδρικές εκλογές του 2016, είπε στον ακροδεξιό ιστότοπο Breitbart News.

Δεν πήρε καν θέση ως προς το εάν ο Τραμπ θα πρέπει να αποσυρθεί από την πολιτική, εάν του απαγγελθούν κατηγορίες. «Είμαστε μια ελεύθερη χώρα», αρκέστηκε να σχολιάσει. «Ο καθένας μπορεί να πάρει τις αποφάσεις του».

Η υποψήφια για το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικανών, Νίκι Χέιλι και ο πιθανός υποψήφιος-φαβορί, ο κυβερνήτης της Φλόριντα Ρον Ντε Σάντις παρέμειναν μέχρι τη Δευτέρα σιωπηλοί.