«H Νεοελληνική Ποίηση και το Εικοσιένα. Διάλογος με την Ιστορία»
Μια ανάλυση του βιβλίου της καθηγήτριας Έρης Σταυροπούλου
Ένας τόμος τριακοσίων εξήντα σελίδων, κατάθεση ψυχής και προσφορά στα Γράμματά μας και διαμόρφωση πολιτικού ήθους. Και εγώ μόλις τέλειωσα την συναρπαστική ανάγνωση, από το καλοκαίρι βυθισμένη στην εκπληκτική ροή της Ιστορίας της Ελλάδας, μιας Ελλάδας, που γεννήθηκε και διαμορφώθηκε, ουσιαστικά και μαγικά, από την ποίηση και τους ποιητές της,. όπως την έδωσε η πανάξια πέννα της συγγραφέως.
Θέλω να αρχίσω με μια δική της περικοπή, γιατί το κείμενό της το ίδιο είναι ποίηση εμπνευσμένη από την ολοζώντανη φωνή των ποιητών με την οποία αναμετρήθηκε για να γράψει το εμβληματικό αυτό βιβλίο. “(…) ποιος υπήρξε και είναι ακόμη ο ρόλος των ποιητών ως δημιουργών απέναντι στο μείζον αυτό ιστορικό ζήτημα;” αναρωτέται. Και η ίδια απαντά: “Ο ποιητικός λόγος για την Εμανάσταση, (…) υπήρξε και παραμένει λόγος βαθιά πολιτικός. Αντιμετώπισε γεγονότα και πρόσωπα του Αγώνα, με τρόπο ώστε να σχηματίζουν παραδείγματα έμπρακτης αγωνιστικής δράσης και ηρωισμού για τους νεότερους αγώνες των Ελλήνων”. Για να τελειώσει το μέγιστο έργο της με τον στίχο του αείμνηστου Κακναβάτου:
ν΄ανοίγω με βρόντο το παράθυρο, η φωνή σου μισόγυμνη
να πετιέται στο δρόμο τρέχοντας
για το βάραθρο του Ζάλογγου
Και σημειώνει η συγγραφέας: “δεν θα μπορούσε να αποδοθεί με αυτόν τον τρόπο αν δεν είχε εντυπωθεί στον νου και τον ψυχισμό του Κακναβάτου ο θανάσιμος χορός των Σουλιωτισσών στο Ζάλογγο. Ούτε θα μπορούσε να εκτιμηθεί από τους αναγνώστες, αν δεν είχαν προσλάβει τον απόηχο του Εικοσιένα και της μυθολογίας του”.
Έτσι, με έναν βηματισμό βαθιάς γνώσης και σοφίας, η διαπρεπής καθηγήτρια του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Έρη Σταυροπούλου έφτασε βαθιά στην καρδιά της Ιστορίας βαθιά στο άδυτο της συλλογικής μνήμης του Γένους. Αυτής της Μνήμης της εγγεγραμμένης στα αρχέτυπα της ψυχής του κάθε Έλληνα, για να θυμηθούμε τον λόγο του Ηράκλειτου: «Όσα είδομεν και ελάβομεν ταύτα απολείπομεν / όσα δε ούτε είδομεν ούτ’ ελάβομεν ταύτα φέρομεν».
Σε πέντε βασικές ενότητες είναι χωρισμένη αυτή η εμπνευσμένη εργασία. Και το πρώτο κεφάλαιο που είναι και το πιο συγκινητικό, το πιο σημαντικό, θα έλεγα, για τον ίδιο τον Αγώνα, φέρει τον τίτλο: «“Σε γνωρίζω από την κόψη” Το ποιητικό όραμα τη Ελευθερίας». Ποιος δεν έχει ριγήσει ακούγοντας τα λόγια του ξεσηκωμού, αυτή την ασίγαστη λαχτάρα της ελευθερίας, ποιος δεν έχει βουρκώσει:
«Ακόμα τούτ’ την άνοιξη
ραγιάδες, ραγιάδες
τούτο το καλοκαίρι
καημένη Ρούμελη»
Ήταν τότε που μετρούσαν με τις εποχές τον μεγάλο ξεσηκωμό που σιγόβραζε στις ψυχές τους, «αυτή η άσβεστη μακραίωνη επιθυμία για την επίτευξη της πολυπόθητης ελευθερίας» και αυτή η επιθυμία εκφραζόταν εξίσου από άνδρες, «Όσο ‘ναι ο Λιάκος ζωντανός / πασά δεν προσκυνάει / πασά ΄χει ο Λιάκος το σπαθί / βεζίρι το ντουφέκι». Και γυναίκες: «Σκλάβες Τούρκων μη ζήσουμε, παιδιά μαζί μ’ ελάτε / και τα φουσέκια άναψε, κι όλοι φωτιά γενήκαν», στη δημοτική ποίηση.
«Η ποίηση είναι η υπέρτατη μορφή της συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας», μάς θυμίζει η Έρη Σταυροπούλου. Και πόση αλήθεια έχει ο λόγος. Ποιος δεν θυμάται από τα σχολικά του χρόνια και ποιος δεν έχει συγκινηθεί από το ποίημα του Πολέμη που κάθε χρόνο το απάγγελαν στις σχολικές εορτές. Τόσο κοινό το ποίημα όμως τόσο άμεσα πάει στις χορδές εκείνες της ψυχής που επικοινωνούν κατευθείαν με την ψυχή της Επανάστασης και με τον ασίγαστο εκείνον πόθο της ελευθερίας, όσες φορές και αν το ακούσει κανείς αυτό το ελάχιστο ποίημα:
Απ’ έξω μαυροφόρ’ απελπισιά
πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι
και μέσα στη θολόχτιστη εκκλησιά
στην εκκλησιά που παίρνει κάθε βράδυ
την όψη του σχολειού
το φοβισμένο φως του καντηλιού
τρεμάμενο τα ονείρατα αναδεύει
και γύρω τα σκλαβόπουλα μαζεύει.
Η δεύτερη ενότητα του βιβλίου, σε χρονολογική κλίμακα, είναι:
«“Η ΕΝΔΟΞΗ ΚΑΙ ΜΥΘΙΚΗ ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ” Ο Επαναστατικός Ρομαντισμός. (1830 – 1880 )» Λίγο μετά την εξέγερση. Στα πρώτα του βήματα το ελεύθερο ελληνικό κράτος. Όμως πώς να μιλήσω εγώ για τους Έλληνες εκείνους των απελευθερωμένων εδαφών, που από σκλάβοι των Οθωμανών βρέθηκαν ξαφνικά να είναι πολίτες ελεύθεροι ευρωπαϊκού κράτους! Και παίρνω ξανά τον λόγο της συγγραφέως: «Ένα κράτος μικρό, αδύναμο, εξαρτημένο από τις μεγάλες δυνάμεις, που είχε να αντιμετωπίσει μια μεγάλη σειρά από εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα, όπως η προσπάθεια σύγκλισης προς τα λοιπά ευρωπαϊκά κράτη, σε πολιτικό, κοινωνικό και πνευματικό επίπεδο, ο αγώνας για τη συγκρότησή του με τη σύντομη διακυβέρνηση του Ιωάννη Καποδίστρια, η βασιλεία του Όθωνα και η βαυαροκρατία…», γράφει. Και παίρνει ξανά την διάχυτη ποίηση που αναβλύζει πια και καθοδηγεί.
Ύστερα από την εξέγερση για την απόκτηση του Συντάγματος στις 3 Σεπτεμβρίου του 1843, οι Έλληνες συνειδητοποιούν πως πρέπει να ελευθερώσουν και τα άλλα ελληνικά εδάφη τα σκλαβωμένα ακόμα στον τουρκικό ζυγό. Και «αρχίζει να ριζώνει το ιδεολόγημα της Μεγάλης Ιδέας, της χιμαιρικής προσπάθειας αναβίωσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που καθόρισε την πολιτική ζωή της χώρας», γράφει η συγγραφέας. Και ενώ για την πρώτη ενότητα, επιλέγει τρεις σημαντικούς ποιητές που έπαιξαν καθοδηγητικό και εγερτικό ρόλο, τον Ρήγα Βελεστινλή πρώτον, που υπήρξε η «κορυφαία μορφή πριν από την Επανάσταση, με τον ακαταμάχητο ποιητικό Θούριο αυτόν τον εμπνευσμένο που ξεσήκωνε τις καταπιεσμένες και τρομαγμένες ψυχές “Κάλλιο μιας ώρας ελεύθερη ζωή / παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή”». Μαζί με τον Σολωμό και τον Κάλβο. Αλλά και μαζί με το δημοτικό μας τραγούδι, αυτή την μέγιστη ποίηση του λαού, την ανώνυμη ποίηση της ελληνικής ψυχής.
Όμως εδώ, στη δεύτερη Ενότητα, και ενώ υπάρχει ακόμα ο μέγας Σολωμός και ο ακατανίκητος Κάλβος, γεννιούνται κι άλλοι ποιητές γίνονται πολλοί και έχουν μεγάλη δυναμική στην πολιτική της χώρας. «Ο αγών δεν επεράνθη / μη δεχθείτε ήθη ξένα» φωνάζει ο Ζαλοκώστας. Αλλά και ο Βαλαωρίτης έγραφε σε γράμμα του, «Η νέα ελληνική ποίησις είναι κατ’ εμέ άρτος επιούσιος, ου μην αλλά και πολιτικόν πρόγραμμα διά την Ελλάδα (…) διότι θα δείξεις στον ελληνικόν κόσμον ότι εκεί (στο ποίημα “Αθανάσιος Διάκος” ) υπάρχει και εθνεγερτήριον άσμα, και το σύνθημα της γενικής αναστάσεως, και ο σκοπός της πολιτικής πορείας του Έθνους». Πριν αναφερθώ στον Σούτσο και στον Παλαμά λίγο μετά, και στον Μαβίλη και στον Αχ. Παράσχο, στον Κρυστάλλη και σε όλους τους άλλους, όπως τους καταγράφει ακούραστη η συγγραφέας, να σημειώσω ότι δεν υπήρχε μόνον η θετική πορεία προς την Ελευθερία, που μόλις είχαν αποκτήσει και στην ανασυγκρότηση, αλλά και μια πικρή πλευρά της απελευθερωμένης χώρας. Ήταν τα λάθη που έκαναν οι κυβερνώντες ή οι ενάντιοι των κυβερνώντων, οι διχόνοιες, η αγνόηση των βασανισμένων πτωχών ανθρώπων ή και αγωνιστών που είχαν καταντήσει ζητιάνοι.
Και από τα σχολικά μου χρόνια θυμάμαι την περίπτωση του Ματρόζου, που ήταν μπουρλοτιέρης δεινός στους αγώνες της επανάστασης, όμως όταν γέρασε, ήταν φτωχός σχεδόν ζητιάνος, τότε που ο Κανάρης ήταν Υπουργός. Και επειδή κάποτε είχε σώσει τη ζωή του Κανάρη, πήγε να τον βρει. Δεν τον άφησαν να μπει στο Υπουργείο και καθώς ήταν σαν ζητιάνος του είπαν να πάει να ζητιανέψει στο πτωχοκομείο. Ο Ματρόζος θύμωσε και τους απάντησε με ποίηση: «Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα / οι καπετάνιοι σαν κι εσέ δεν θα φορούσαν στέμμα.» Και κίνησε να φύγει, Όμως ο Κανάρης άκουσε τις ομιλίες και βγήκε να δει τι συμβαίνει. Ο Ματρόζος του θύμισε την ημέρα που πολέμησαν μαζί και του έσωσε τη ζωή και αγκαλιάστηκαν κλαίγοντας. Τους παραπάνω στίχους του Ματρόζου μια ζωή, από τα δεκατρία μου χρόνια, τους κουβαλώ στην ψυχή μου. Τόσο καταλυτική ήταν η ποίηση της εποχής εκείνης που αντί να ξεχνώ τους στίχους, μεγεθύνονταν μέσα μου. Κι αυτό γιατί, όταν ήμουν πρώτη Γυμνασίου, εκεί, στην ερημική και ξεχασμένη τότε Λήμνο, είχαν έρθει ένα πρωί κάποιοι κυβερνητικοί επίσημοι, και ο γυμνασιάρχης μάς πήρε τρεις τέσσερις μαθητές και μαθήτριες και μας πήγε στο καφενείο του Κουντουρά, που τότε είχε μια μεγάλη σάλα και εκεί έγινε τελετή και εγώ απάγγειλα το ποίημα του Στρατήγη, «Ο Ματρόζος».
Με τόση ευφυΐα και σοφία η καθηγήτρια Έρη Σταυροπούλου έχτισε το βιβλίο της, τόση αρμονία και ουσιαστικό λόγο έχει η γραφή της, τόσο πάλεψε με τον τρισμέγιστο όγκο του υλικού που είχε, και σαν να σμίλεψε με την αναπνοή της και με την έμπνευσή της μια άλλη Ελλάδα, που την γέννησε η Ποίηση. Έτσι που αισθάνεσαι χαρά και υπερηφάνεια όταν τελειώνεις το βιβλίο. Λες, αυτή είναι η διαδρομή μου, αυτούς τους αγώνες, αυτά τα λάθη, αυτή την αυτοθυσία κουβαλώ στα βάθη της ψυχής μου, και κάπου αισθάνεσαι ευγνωμοσύνη που η χώρα μας έφτασε ως εδώ. Που γαλανόλευκη ταξίδεψε τα διακόσια δύσκολα χρόνια της, για να ξεχάσει την σκλαβιά και να γίνει ένα ισάξιο με τις άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, σύγχρονο Έθνος.
Και κάτι ακόμα. Έτσι που η συγγραφέας του πολύτιμου αυτού τόμου άπλωσε την ποίηση πάνω από την Ιστορία, και έσκυψε με ιερή αφοσίωση και με ψυχή άγρυπνη να βρει πού ακούμπησε όλος αυτός ο Αγώνας, πού στηρίχτηκε σε στιγμές δύσκολες, σε στιγμές που το αίμα έρρεε κρουνός και τους ανθρώπους τους θέριζε η πείνα ή το βόλι, και η απάντηση αναδύεται από μόνη της: Στην Ποίηση! Στην ευφυΐα και την ψυχή των Ποιητών της. Γιατί αυτό της έδωσε την δύναμη της Υπέρβασης. Η ποίηση η ίδια είναι η συνάντησή σου με αυτό που σε υπερβαίνει! Γι’ αυτό η ποίηση έγινε ηθελημένα και προγραμματισμένα πολιτική. Γιατί βαθιά στην ψυχή των αγωνιστών διαμόρφωνε το ήθος. Την σωστή αντίληψη. Η Ποίηση των διακοσίων χρόνων της Εθνεγερσίας ήταν μαζί και κριτική και καθοδηγήτρια. Γι’ αυτό το 1838 είχε ορισθεί η 25η Μαρτίου ως Εθνική Εορτή ή Ημέρα της Παλιγγενεσίας! Και έτσι είχε ενωθεί το νόημα του Αγώνα με τον Χριστιανισμό. Γιατί αυτές οι αξίες που είχαν θρέψει την ψυχή του Έλληνα δεν είχαν χαθεί στα τετρακόσια χρόνια της σκλαβιάς. Και αυτά όλα τα δίνει η συγγραφέας τόσο μοναδικά και ποιητικά, έτσι που νιώθεις πως δεν διαβάζεις ένα βιβλίο με μικρά γράμματα που σου κουράζουν τα μάτια, αλλά πως γίνεσαι ο ταξιδιώτης στο μεγάλο πεπρωμένο της βασανισμένης Χώρας σου!
Μακάρι το Υπουργείο Πολιτισμού, η Προεδρία ακόμα, το Υπουργείο Παιδείας ίσως, να αγοράσουν το βιβλίο αυτό και να το χαρίσουν σε όλα τα ελληνικά σπίτια, σε όλες τις δημοτικές Βιβλιοθήκες, να το διαβάσουν τα παιδιά, οι μαθητές, οι φοιτητές, οι κουρασμένοι βιοπαλαιστές, να βρουν τις ρίζες τους, την περηφάνια τους, να βρουν τις αυτοθυσίες εκείνων που έδωσαν το αίμα τους για να είμαστε ελεύθεροι. Και, το πιο σημαντικό: Να αγαπήσουν από την αρχή τον βασανισμένο αυτόν τόπο που τον είπαν Πατρίδα. Και θα τελειώσω με ποίηση του Σικελιανού, αναφορά στον μεγάλο Μακρυγιάννη:
Χαρά σ’ εκείνον που πρωτοσήκωσε
απ’ τις σκόνες σκεπασμένο
το δίστομο σπαθί του Λόγου σου
στον ήλιο Μακρυγιάννη
κι οι δυο πλευρές του λάμψαν
Κι απάνω και στις δυο πλευρές γραφή
Από τη μια
τα λόγια αυτά Σου χαραγμένα στρατηγέ μας:
“Τη λευτεριά μας τούτη δεν την ήβραμε στο δρόμο
και δεν θα μπούμεν εύκολα στου αυγού το τσόφλι”
Κι από τη δεύτερη πλευρά
γραφή άλλη χαραγμένη:
“Απάνω στην αλήθεια μου
ακόμα και τον θάνατο τον δέχομαι”.
Είναι δίκαιο να πω δυο λόγια και για τα άλλα τρία Κεφάλαια του πολύτιμου αυτού βιβλίου.
Το τρίτο Κεφάλαιο έχει τίτλο-ερώτηση «“ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Τ’ ΑΝΘΙΣΜΑ;”
Θρίαμβοι και ήττες (1880 – 1940)»
Το τέταρτο κεφάλαιο έχει τίτλο τον στίχο του Παλαμά: «“ΜΕΘΥΣΤΕ ΜΕ Τ’ ΑΘΑΝΑΤΟ ΚΡΑΣΙ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ” (1940 – 1949 )»
Και το πέμπτο Κεφάλαιο: “Η ΠΟΛΥΠΑΘΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΕΛΛΑΔΑ” Από το 1950 ως τις μέρες μας»
Συνεχίζονται οι πόλεμοι, όπως ο καταστροφικός του 1897, οι νικηφόροι Βαλκανικοί, ο Α΄ Παγκόσμιος, η εκστρατεία στη Μικρά Ασία και η τραγική Μικρασιατική καταστροφή, που έδειξε πόσο “σαθρά ήταν τα θεμέλια των μεγαλοϊδεατικών ονείρων, και πόσο ανέτοιμες και ανοργάνωτες ήταν οι προσπάθειες, γράφει η συγγραφέας. Και μέσα στην ταραγμένη αυτή περίοδο της Ελλάδας, «ανέτειλε ένας λαμπρός αστερισμός λογοτεχνών», συνεχίζει, «που διακρίνεται από την αναζήτηση δρόμων και προσανατολισμών που να ανταποκρίνονται στις νέες ανάγκες ων καιρών.»
Ο Παλαμάς συνεχίζει, με τους ποιητές του καιρού του, να κρίνει τις πράξεις των πολιτικών και να καθοδηγεί. «Πατριδολάτρης είμαι όχι εθνικιστής, σιχαίνομαι τη λέξη…» φωνάζει. Ο Γρυπάρης, ο Δροσίνης, ο Νιρβάνας, ο Κρυστάλλης, ο Σικελιανός λίγο μετά. Άνθρωποι και τόποι. Κάποια ονόματα της Επανάστασης γίνονται σύμβολα στην κατοπινή Ποίηση, όπως ο Κανάρης, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Ανδρούτσος. Έμεινε ο στίχος του Κάλβου: «Κανάρη – και τα σπήλαια της γης εβόουν – Κανάρη / και των αιώνων τα όργανα / ίσως θέλει αντηχήσουν / πάντα Κανάρη.»
Και ο Βαλαωρίτης τον ονόμασε “ζωντανή του Γένους σου σημαία”.
Αλλά και τόποι έγιναν και έμειναν σύμβολα, όπως το Σούλι, το Μεσολόγγι, το Χάνι της Γραβιάς.
Και συνεχίζοντας στο τέταρτο και το πέμπτο Κεφάλαιο είναι οι μεγάλοι μας ποιητές, ο Ελύτης και ο Σεφέρης, και όλη η θαυμάσια σύγχρονη ποίηση, με αναλύσεις και τοποθετήσεις εκπληκτικές της συγγραφέως, μα δεν χωράνε να τα πούμε όλα. Τούτο το βιβλίο που είναι σαν ευαγγέλιο και δίνει την Ελλάδα την ώρα που γεννιόταν από την Ποίησή της , που ένιωθε μέσα της να αναδεύεται και να γιγαντώνεται ο σπόρος της παλιγγενεσίας, ίσαμε τη στιγμή που αυτόνομη και δυνατή πάτησε στα πόδια της και σήκωσε τη γαλανόλευκη να κυματίσει σε όλη την υφήλιο, είναι ό,τι πιο ιερό μπορεί να μας δώσει ένα βιβλίο.
Η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου είναι συγγραφέας και ποιήτρια τα βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ
- ΣΥΡΙΖΑ: Η κυβέρνηση συνεχίζει να πορεύεται με αλήθειες για τους λίγους και με ψέματα για τους πολλούς
- Σαμιαμίδια που έζησαν 37 χρόνια σε γυάλα ήταν τελικά νέο είδος
- Τσουκαλάς: Σκοπός του ΠΑΣΟΚ η νίκη στις επόμενες εκλογές
- Ο Λιονέλ Μέσι επιστρέφει στη Βαρκελώνη για πρώτη φορά μετά το 2021
- Ισραήλ: «Ντροπιαστική» και «αντισημιτική» η απόφαση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου – Η ανακοίνωση Χέρτζογκ
- ΕΛΓΑ: Αύριο οι πληρωμές των ενστάσεων ύψους 2,62 εκατ. ευρώ