Η Γερμανία αντιμετωπίζει επιτέλους τις μακροχρόνιες οικονομικές της αδυναμίες
Μπορεί ο Όλαφ Σολτς να αλλάξει τα πράγματα;
«Βρισκόμαστε σε μια περίοδο μεγάλης αναταραχής», είπε ο Όλαφ Σολτς στις 6 Μαρτίου, μπροστά από το Schloss Meseberg, ένα κάστρο στο Βρανδεμβούργο, όπου το υπουργικό συμβούλιο βρέθηκε για διήμερο συνομιλιών.
Αυτό δεν οφείλεται μόνο στον πόλεμο της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας, εξήγησε ο Γερμανός καγκελάριος, αλλά και λόγω του μετασχηματισμού που απαιτεί η περιβαλλοντική κρίση.
Υποσχέθηκε να μετατρέψει τη Γερμανία με μεγάλη ταχύτητα σε μια λαμπρή, κλιματικά ουδέτερη οικονομία. Μπορεί όμως να καταφέρει όλες αυτές τις αλλαγές;
Αυτή η «νέα γερμανική ταχύτητα» έχει γίνει το μάντρα του κ. Σολτς. «Είχαμε ήδη τεράστιες αδυναμίες πριν την κρίση», λέει ο Κλέμενς Φιστ, επικεφαλής της δεξαμενής σκέψης οικονομικής πολιτικής IFO, με έδρα το Μόναχο.
Η εισβολή στην Ουκρανία αποκάλυψε την εξάρτηση της Γερμανίας από τη φθηνή ρωσική ενέργεια, την ανικανότητά της να υπερασπιστεί τον εαυτό της στρατιωτικά και τις παγίδες των στενών οικονομικών δεσμών με τις απολυταρχίες – αυτές με την Κίνα είναι δυνητικά τόσο επικίνδυνες όσο αυτές με τη Ρωσία.
Πέρυσι το «κεντρικό βασίλειο» ήταν ο κορυφαίος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας για έβδομη συνεχή χρονιά, με συνδυασμένες εξαγωγές και εισαγωγές άνω των 298 δισ. ευρώ (320 δισ. δολάρια), αύξηση περίπου 21% από το 2021.
Η Γερμανία βασίζεται στην Κίνα για την εισαγωγή σπάνιων γαιών που είναι απαραίτητες για μπαταρίες και ημιαγωγούς, καθώς και για άλλα κρίσιμα ορυκτά. Ο κολοσσός των χημικών BASF επενδύει 10 δισ. ευρώ σε ένα νέο εργοστάσιο στη νότια Κίνα. Η Volkswagen, η μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία της Ευρώπης, βασίζεται στην Κίνα για το 40% του συνόλου των πωλήσεών της.
Τα τρωτά σημεία της οικονομίας υπερβαίνουν κατά πολύ αυτά που τέθηκαν στο επίκεντρο από τη ρωσική εισβολή πριν από ένα χρόνο. Η Γερμανία ήταν επίσης πολύ αργή στην απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές, στην ψηφιοποίηση της οικονομίας της και στην αντιμετώπιση των δημογραφικών προβλημάτων της και της έντονης έλλειψης ειδικευμένων εργαζομένων που επηρεάζει ιδιαίτερα τις μεσαίες εταιρείες που απαρτίζουν το Mittelstand (σ.σ. σύμπλεγμα μεσαίου μεγέθους γερμανικών επιχειρήσεων).
Σημαίνουν όλα αυτά ότι έχει σπάσει ολόκληρο το επιχειρηματικό μοντέλο της Γερμανίας; Οι περισσότεροι οικονομολόγοι δεν το πιστεύουν, αν και χρειάζεται βαθιά διαρθρωτική αλλαγή.
«Η οικονομία ήταν πιο ανθεκτική από το αναμενόμενο», λέει ο Κλάους Γκίντερ Ντόιτς της Ομοσπονδίας Γερμανικών Βιομηχανιών. Πέρυσι έγινε λόγος για μεγάλης κλίμακας αποβιομηχάνοποίηση λόγω του αυξανόμενου κόστους ενέργειας που επηρέασε ιδιαίτερα τη χημική βιομηχανία, από τους μεγαλύτερους κλάδους, αλλά και κατασκευαστές χαρτιού, κεραμικών και άλλων ενεργοβόρων αγαθών της Γερμανίας.
Ο δείκτης των γερμανικών blue-chips DAX υποχώρησε 27% τους πρώτους εννέα μήνες του περασμένου έτους, σχεδόν διπλάσια από την πτώση του βρετανικού FTSE 100 ή του αμερικανικού S&P 500. Μερικοί ειδικοί προέβλεπαν βαθιά ύφεση για τη Γερμανία το 2023.
Καθώς πλησιάζει η άνοιξη, οι προοπτικές είναι πιο ρόδινες. Βοηθημένη από έναν ήπιο χειμώνα, η Γερμανία δεν έφτασε ποτέ κοντά στο να χρειαστεί δελτίο αερίου, όπως πολλοί άνθρωποι φοβόντουσαν. Σύμφωνα με τις κυβερνητικές προβλέψεις, η Γερμανία είναι πλέον πιθανό να αποφύγει την ύφεση φέτος.
Ο πανικός για την αποβιομηχάνιση έχει επίσης αμβλυνθεί. Η παραγωγή εντάσεως ενέργειας μειώθηκε κατά 13% σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2022 (βλ. διάγραμμα 1), αλλά η συνολική βιομηχανική παραγωγή παρέμεινε σταθερή. Αυτό δείχνει μια ανανέωση των αλυσίδων εφοδιασμού και όχι μια διαδικασία μαζικής κλίμακας αποβιομηχάνισης.
Για παράδειγμα, η BASF αναδιαρθρώνει το σύνθετο προφίλ παραγωγής της για να απορρίψει προϊόντα χαμηλού περιθωρίου κέρδους. Οι κατασκευαστές χάλυβα το έχουν ήδη κάνει. «Η ζήτηση για βασικό χάλυβα στη γερμανική αγορά έχει μειωθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες. Εστιάζουμε σε εξαιρετικά εξειδικευμένα προϊόντα χάλυβα που πολύ λίγοι μπορούν να παράγουν», λέει ο Μάρκους Γκρολμς της μεγάλης χαλυβουργίας ThyssenKrupp.
Ο Ρίντιγκερ Μπάχμαν, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο Notre Dame στην Ιντιάνα, προβλέπει ότι η γεωγραφία της γερμανικής παραγωγής θα αλλάξει οριστικά. Ένα σχετικά μικρό ποσοστό βιομηχανικών επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν ενεργοβόρες και σχετικά απλές διαδικασίες, όπως οι παραγωγοί αμμωνίας, ψευδάργυρου ή αλουμινίου, θα μετεγκατασταθούν στο εξωτερικό. Αλλά άλλοι που χρησιμοποιούν πιο περίπλοκες διαδικασίες παραγωγής είναι πιθανό να πάρουν τη θέση τους.
Ωστόσο, ακόμη και με λιγότερες επιχειρήσεις ενεργειακής έντασης, η Γερμανία θα χρειαστεί άφθονη πράσινη ενέργεια εάν θέλει να γίνει μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία έως το 2045, όπως έχει προγραμματιστεί. Οι προσπάθειές της για απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές καθυστερούν.
Το ετήσιο αποτύπωμα άνθρακα, των εννέα τόνων ανά άτομο το 2020, είναι περίπου 50% υψηλότερο από αυτό της Γαλλίας, της Ιταλίας ή της Ισπανίας (βλ. διάγραμμα 2). Για μια χώρα που της αρέσει να θεωρεί τον εαυτό της ως ηγέτη για το κλίμα και που έχει ξοδέψει δισεκατομμύρια για το Energiewende του, την στρατηγική για την αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, είναι μακρύς ο δρόμος για καθαρές μηδενικές εκπομπές.
Στην ομιλία του στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός τον Ιανουάριο, ο κ. Σολτς μίλησε επίσης για τη «νέα γερμανική ταχύτητα» στην επίτευξη των κλιματικών στόχων. Ένας πρόσφατος νόμος επιβάλλει την ιεράρχηση της επέκτασης της αιολικής και ηλιακής ενέργειας, καθώς και των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας και υδρογόνου, ανακοίνωσε.
Σύμφωνα με αυτό το νέο καθεστώς, οι εγκρίσεις για δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας χορηγούνται, κατά μέσο όρο, δύο χρόνια ταχύτερα από πριν. Φέτος, η κυβέρνηση Σολτς έχει υπερδιπλασιάσει τον όγκο των προσκλήσεων υποβολής προσφορών για χερσαία αιολικά πάρκα.
Ο φιλόδοξος στόχος του καγκελαρίου είναι να ανεγείρει τέσσερις ή πέντε νέες ανεμογεννήτριες κάθε μέρα μέχρι τη δεκαετία του 2030. Μέχρι το 2030, πλήρως το 80% της γερμανικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας θα προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, υποσχέθηκε ο κ. Σολτς. Είναι μεγάλο στοίχημα.
Η ψηφιοποίηση των επιχειρήσεων είναι ένας άλλος τομέας όπου η Γερμανία υπήρξε πολύ αργή και υπερβολικά γραφειοκρατική. Κατατάσσεται περίπου στο μέσο όρο μεταξύ των μελών της ΕΕ όσον αφορά την ενσωμάτωση ψηφιακών τεχνολογιών από τις επιχειρήσεις.
Η δημόσια διοίκηση είναι σε θλιβερά παρόμοια κατάσταση. Αντιμετώπισε την πανδημία κυρίως χρησιμοποιώντας συσκευές φαξ. Πολλά κρατίδια και δήμοι έχασαν την προθεσμία πέρυσι, που είχε τεθεί από ομοσπονδιακό νόμο το 2017, για να βάλουν σχεδόν 600 δημόσιες υπηρεσίες στο διαδίκτυο.
Υπάρχει πρόοδος σε ορισμένους τομείς, ιδίως στον ιδιωτικό τομέα. Σύμφωνα με τη στρατηγική Gigabit της κυβέρνησης, τουλάχιστον το 50% των γερμανικών νοικοκυριών και επιχειρήσεων πρόκειται να συνδεθούν στο δίκτυο οπτικών ινών έως το 2025 και όλα τα νοικοκυριά θα πρέπει να συνδεθούν έως το 2030.
Οι εταιρείες Mittelstand σημειώνουν πρόοδο, ιδιαίτερα εκείνες στον τομέα της μηχανικής και της βιομηχανίας μηχανημάτων. Αλλά η πολιτιστική αλλαγή που απαιτείται για να ενστερνιστεί η ψηφιακή οικονομία απαιτεί χρόνο. Η ετοιμότητα των εταιρειών να αγκαλιάσουν την τεχνολογία εξαρτάται συχνά από την ηλικία του διευθύνοντος συμβούλου, λέει ο Ματίας Κνέχτ, ο 41χρονος συνιδρυτής της Billie, μιας startup στο Βερολίνο που ειδικεύεται στις πληρωμές Β2Β.
Η τελευταία παραμελημένη πρόκληση είναι η αντικατάσταση των συνταξιούχων εργαζομένων. Ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας της Γερμανίας είναι περίπου το 64% του συνολικού πληθυσμού, παρόμοιος με τον πληθυσμό της Αμερικής. Αλλά οι πολυπληθέστερες ηλικιακές ομάδες είναι στα τέλη των πενήντα ή εξηντάρηδες. Οι εταιρείες ήδη δυσκολεύονται να καλύψουν κενές θέσεις (βλ. διάγραμμα 3).
Η δεξαμενή σκέψης Ινστιτούτο Έρευνας για την Απασχόληση προβλέπει ότι χωρίς περισσότερη μετανάστευση ή αλλαγές πολιτικής, η αγορά εργασίας θα χάσει 7 εκατομμύρια εργαζόμενους έως το 2035, από τα 46 εκατομμύρια σήμερα. Ωστόσο, υπάρχει κάποια δυνατότητα να δοθούν περισσότερα κίνητρα σε ηλικιωμένους εργαζομένους και σε όσους εργάζονται με μερική απασχόληση για να εργάζονται επιπλέον ώρες.
Η επανεκπαίδευση του εργατικού δυναμικού αποτελεί κεντρικό στοιχείο των στρατηγικών των επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση αυτής της έλλειψης ειδικευμένων εργαζομένων. «Σχεδιάζουμε ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης τουλάχιστον 12 ολόκληρων εργάσιμων ημερών ανά εργαζόμενο, κυρίως λόγω των νέων τεχνικών κατασκευής», λέει ο Ρενέ Bολφ, της Ford Europe στην Κολωνία.
Μεγαλύτερες απολαβές θα βοηθούσαν στην προσέλκυση εργαζομένων στις καλύτερες και πιο παραγωγικές επιχειρήσεις, αλλά η Γερμανία υπερηφανεύεται για τη συγκράτηση των μισθών.
Η Γερμανία χρειάζεται ένα Zeitenwende οικονομικής πολιτικής (μια εποχή καμπής) όπως αυτό που έχει υποσχεθεί ο κ. Σολτς για τη στρατιωτική και εξωτερική πολιτική της. Αυτό είναι μεγάλο στοίχημα, δεδομένων των καθυστερήσεων που άφησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Ο κ. Σολτς πρέπει να πείσει την κυβέρνηση συνασπισμού του να σταματήσει τις διαμάχες. Και πρέπει να πετύχει και κάτι ακόμα πιο δύσκολο: να ενθουσιάσει τους συμπατριώτες του Γερμανούς για το μέλλον.
Πηγή: ΟΤ
- Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Στάρμερ θα συναντηθεί με τον πρόεδρο της Κίνας Σι στο περιθώριο της G20
- Συμφωνία ΕΕ-Mercosur: H Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν θέλει, οι ευρωπαίοι αγρότες όχι
- Αγορές: H Wall Street έχει «λοκάρει» στην Nvidia – Θα συνεχιστεί το ράλι στα crypto;
- Μπερνάρ Αρνό: Ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ευρώπης μήνυσε το X του Μασκ του πλουσιότερου στον κόσμο
- Βόρεια Κορέα: Ο Κιμ Γιονγκ Ουν ζητάει την βελτίωση των στρατιωτικών δυνατοτήτων για πόλεμο
- Αντώνης Σαμαράς: Πώς σχολιάζουν τουρκικά ΜΜΕ τη διαγραφή του από τον Κυριάκο Μητσοτάκη