Το ένταλμα σύλληψης που εξέδωσε εις βάρος του Βλαντίμιρ Πούτιν, καθώς και της επιτρόπου του για τα «δικαιώματα των παιδιών», το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης για εγκλήματα πολέμου στην Ουκρανία, και πιο συγκεκριμένα για τη μαζική απαγωγή και την παράνομη μεταφορά παιδιών στη Ρωσία, θεωρείται ευρέως ως μία κίνηση με μεγάλη πολιτική και συμβολική σημασία αλλά πολύ περιορισμένη πρακτική εφαρμογή.

Ο επικεφαλής εισαγγελέας του Δικαστηρίου, ωστόσο, ο Καρίμ Καν, προστρέχει στην Ιστορία: «Δεν διαθέτω κρυστάλλινη μπάλα, λέω όμως πάντα πως ο νόμος δεν είναι τόσο ισχυρός όσο θέλουμε, αλλά ούτε και τόσο αδύναμος όσο πολλοί νομίζουν. Είμαι αισιόδοξος και δεν πιστεύω ότι είναι αφελής αυτή η αισιοδοξία».

Μα το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης δεν έχει αστυνομικές εξουσίες και η Ρωσία δεν πρόκειται να παραδώσει τον πρόεδρό της. Το ένταλμα σύλληψης εις βάρος του, βέβαια, ενισχύει περαιτέρω τη διεθνή του απομόνωση, δεν του στερεί ωστόσο κάθε δυνατότητα μετάβασης στο εξωτερικό: μπορεί 123 χώρες να έχουν κυρώσει το Καταστατικό της Ρώμης, την ιδρυτική συνθήκη (1998) του ΔΠΔ, καμιά εξηνταριά άλλες ωστόσο παραμένουν εκτός της δικαιοδοσίας του, και σίγουρα δεν είναι αμελητέες: πέραν των ΗΠΑ, όπου ο Πούτιν είχε ούτως ή άλλως λίγες πιθανότητες να ταξιδέψει, σε αυτή την κατηγορία ανήκουν τόσο η Κίνα όσο και η Ινδία. Ο ρώσος πρόεδρος μόλις επαναβεβαίωσε, στη Μόσχα, την «άνευ ορίων» φιλία του με τον κινέζο ομόλογό του, τον Σι Τζινπίνγκ. Οσο για την Ινδία, αυτή θα οργανώσει την επόμενη σύνοδο του G20. Με δυο λόγια, το να καθίσει ο Πούτιν στο εδώλιο του κατηγορουμένου στη Χάγη δεν είναι, αυτή τη στιγμή, μια ρεαλιστική υπόθεση.

«Οταν ιδρύθηκε το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία», αντιτείνει ο Καρίμ Καν μιλώντας στους βρετανικούς «Times», «ο κόσμος πίστευε πως δεν υπήρχε ελπίδα να οδηγηθούν στη Χάγη ο Μιλόσεβιτς, ο Μλάντιτς ή ο Κάρατζιτς [για τον πόλεμο στη Βοσνία], κι εντούτοις οδηγήθηκαν, και καταδικάστηκαν. Οταν ο Τσαρλς Τέιλορ ήταν στη Λιβερία εν ενεργεία πρόεδρος, ο κόσμος θεωρούσε μάταιη την προσπάθεια να λογοδοτήσει [για τις θηριωδίες στη Σιέρα Λεόνε], και εντούτοις απαγγέλθηκαν κατηγορίες, και παρότι διέφυγε κατόπιν στη Νιγηρία, συνελήφθη, οδηγήθηκε στο Ειδικό Δικαστήριο για τη Σιέρα Λεόνε στο Φριτάουν, δικάστηκε και είναι τώρα στις φυλακές του Ντάρχαμ. Οπότε μπορεί να γίνει».

Και πάλι θα μπορούσε να προτάξει κανείς πολλά αντεπιχειρήματα, όμως ποιος θα ήθελε επικεφαλής εισαγγελέα στο ΔΠΔ της Χάγης έναν άνθρωπο ηττοπαθή; Γεννημένος το 1970 στο Εδιμβούργο, γιος ενός πακιστανού δερματολόγου και μιας βρετανίδας νοσοκόμας, ο Καρίμ Καν σπούδασε νομικά στο King’s College του Λονδίνου και ξεκίνησε την καριέρα του στη βρετανική εισαγγελία. Παρακολουθώντας όμως στην τηλεόραση τη φρίκη του πολέμου στα Βαλκάνια, αποφάσισε να μεταπηδήσει το 1997 στο ΔΠΔ για την πρώην Γιουγκοσλαβία, ως νομικός σύμβουλος της εισαγγελέως. Ηταν η αρχή μιας σταδιοδρομίας επικεντρωμένης στο διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο – ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι η οικογένειά του ανήκει στη μουσουλμανική θρησκευτική ομάδα Αχμαντίγια, που θεωρείται αίρεση και διώκεται στο Πακιστάν.

Μέχρι να φτάσει να εκλεγεί, το 2021, επικεφαλής εισαγγελέας του ΔΠΔ της Χάγης, ο τρίτος κατά σειρά στην 20χρονη ιστορία του, μετά τον Αργεντινό Λούις Μορένο Οκάμπο και την Γκαμπιανή Φατού Μπενσούντα, ο Καν είχε αγορεύσει και στο ΔΠΔ για τη Ρουάντα και στο Ειδικό Δικαστήριο για τον Λίβανο, είχε υπερασπιστεί στην Πνομ Πενχ τους καμποτζιανούς θύματα του Πολ Ποτ, αλλά είχε υπερασπιστεί και πολλούς «δήμιους» – από τον γιο του Μουαμάρ Καντάφι, Σαΐφ, μέχρι και τον ίδιο τον πρώην πρόεδρο της Λιβερίας, Τσαρλς Τέιλορ, αυτόν τον τελευταίο όμως για λίγο, εγκατέλειψε δραματικά το πόστο του κατά την πρώτη ημέρα της δίκης του. Ο ίδιος πιστεύει πως αυτή του η εμπειρία, το γεγονός ότι «είχα όλες αυτές τις διαφορετικές οπτικές», αποτελεί ένα αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα.

Πριν αναλάβει επικεφαλής εισαγγελέας του ΔΠΔ, διατέλεσε, από το 2018 έως το 2021, επικεφαλής της ομάδας των ερευνητών του ΟΗΕ για τα εγκλήματα της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ. Οταν ανέλαβε, υποσχέθηκε «αλλαγή και μεταρρύθμιση» για ένα δικαστήριο δεχόμενο πυρά, και επειδή επικεντρωνόταν τόσο σε αφρικανούς πολέμαρχους ώστε κάποια αφρικανικά έθνη το κατηγορούσαν ότι «κυνηγάει τους Αφρικανούς», και επειδή είχε να επιδείξει πολύ φτωχό έργο. Μόλις πέντε καταδίκες είχαν εκδοθεί. Σχεδόν τα δύο τρίτα των υποθέσεων που είχαν παρουσιαστεί στους δικαστές είχαν καταρρεύσει λόγω ελλείψεως αποδεικτικών στοιχείων. Και το Δικαστήριο μετρούσε τουλάχιστον 13 φυγάδες. Πλέον, σε αυτόν τον κατάλογο προστέθηκαν ακόμη δύο. Αλλά αυτή είναι μόνο η αρχή.

«Ολόκληρη η Ουκρανία είναι ένας τόπος εγκλήματος», λέει ο Καν, που έχει επισκεφθεί προσωπικά τη χώρα τέσσερις φορές τον τελευταίο χρόνο, από όταν εισέβαλε σε αυτή η Ρωσία. «Ολοι έχουν δει στην τηλεόραση ή διαβάσει τι συμβαίνει από τις 24 Φεβρουαρίου του 2022 και ταξιδεύοντας ανά την Ουκρανία τα βλέπεις με τόσο διαφορετικούς τρόπους, διαφορετικά εγκλήματα που ενδέχεται να έχουν διαπραχθεί και τα οποία πρέπει να ερευνήσουμε – είτε πρόκειται για βασανιστήρια είτε για σεξουαλική βία, εκτελέσεις στρατιωτών που είχαν παραδοθεί, επιθέσεις σε μαιευτικές κλινικές, στοχοποίηση πολιτικών υποδομών…». Ο κόσμος, λέει ο Καρίμ Καν, δεν πρέπει να χάσει μια μοναδική ευκαιρία να αποκατασταθεί η πίστη στη διεθνή δικαιοσύνη. Γιατί η εναλλακτική επιλογή είναι το χάος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ «ΤΑ ΝΕΑ»