Το σύνδρομο Μακρόν
H αψήφηση του πολιτικού κόστους προκειμένου να γίνει μια αναγκαία τομή ή να επέλθει βελτίωση σε σημαντικό τομέα συνιστούν αποδείξεις συγχρόνως πολιτικής γενναιότητας και καλής νομοθέτησης.
Πολλές πρόσφατες νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης πάσχουν από αγνόηση των πολιτικών συνεπειών και από διαστρέβλωση της μεταρρυθμιστικής ιδέας. Ο συνδυασμός αυτός, λόγω ιδεολογικής συγγένειας της ελληνικής κυβέρνησης με τη γαλλική και των μεγάλων περιπετειών στις οποίες έβαλε το γαλλικό πολιτικό σύστημα η πρόσφατη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, θα μπορούσε να ονομαστεί «σύνδρομο Μακρόν». Με τον έλληνα «μαθητή» να ξεπερνά σε αστοχία, για μια ακόμη φορά, τον γάλλο δάσκαλο.
Το νήμα που συνδέει τη ρύθμιση για το «κόμμα Κασιδιάρη», το διάταγμα για τους καλλιτέχνες στο Δημόσιο και το περιβαλλοντικό πολυνομοσχέδιο αυτών των ημερών βρίσκεται στην έλλειψη αναλογίας ανάμεσα στις -λογικές και αναμενόμενες – αντιδράσεις που επρόκειτο να γεννήσουν οι εισαγόμενες αλλαγές και το – μικρό κι αμφιλεγόμενο – κέρδος από την ψήφισή τους. Δεν ισχυρίζομαι ότι μόνο «δημοφιλείς» ρυθμίσεις θα πρέπει να προωθούνται και μόνο, ή έστω κυρίως, με αυτό το κριτήριο να κινείται μια κυβέρνηση. Το αντίθετο: η αψήφηση του πολιτικού κόστους προκειμένου να γίνει μια αναγκαία τομή ή να επέλθει βελτίωση σε σημαντικό τομέα συνιστούν αποδείξεις συγχρόνως πολιτικής γενναιότητας και καλής νομοθέτησης.
Ομως, σε όλα τα παραπάνω παραδείγματα, ελλείπει σχεδόν πλήρως ένας στόχος που θα άξιζε τον κόπο να δοθεί μάχη στο όνομά του, ενώ, αντίθετα, οι αλλαγές για τις οποίες δόθηκε η κυβερνητική μάχη αφήνουν ελάχιστο και αμφίβολης αποτελεσματικότητας θεσμικό αποτύπωμα.
Στην περίπτωση του «κόμματος Κασιδιάρη», μια θεμιτή δημοκρατική επιδίωξη – η εμπόδιση εισόδου στη Βουλή ενός κόμματος άμεσα συνδεόμενου με εγκληματική οργάνωση – αφενός σκόνταφτε, από τη σύλληψή της, σε μια προϋπάρχουσα και επικρατούσα γενική αρχή του Συντάγματος – ότι δεν απαγορεύονται κόμματα με βάση τις πεποιθήσεις και την ιστορία των προσώπων που τα απαρτίζουν – και αφετέρου επέλεξε μια δικλίδα – το «εκλογικό» τμήμα του Αρείου Πάγου – που δεν έχει ούτε τη βούληση, ούτε τα εργαλεία, ούτε την ουσιαστική νομιμοποίηση να παίξει τον ρόλο του «κριτή νομιμότητας». Στην περίπτωση των καλλιτεχνών, αυτό που σόκαρε την κοινή γνώμη -κατά τη γνώμη μου: δικαίως – ήταν η «γραφειοκρατική» αντιμετώπιση (αφού δεν έχετε πτυχίο, δεν είστε τίποτα και δεν μπορείτε να περιμένετε κάτι από την Πολιτεία) μιας κατηγορίας επαγγελματιών και ανθρώπων που δικαιούνται αναγνώρισης και μέριμνας (το επιχείρημα ότι το διάταγμα αφορούσε μόνο στην πρόσληψη στο Δημόσιο ισχύει κατά το ήμισυ, εφόσον δεν αποφεύχθηκε η αίσθηση περιφρόνησης).
Στο δε περιβαλλοντικό συνονθύλευμα, την προφανή σημασία εισαγωγής προστατευτικών διατάξεων υπονόμευσαν αφενός η προχειρότητα και οι αλλαγές της τελευταίας στιγμής, αφετέρου η εντελώς άστοχη υπαγωγή του νερού, του πλέον δημόσιου και πλέον «επίφοβου» αγαθού (οι «μάχες του νερού» δεν θα αργήσουν να ταρακουνήσουν την ανθρωπότητα), σε μια νέα «ανεξάρτητη Αρχή» και μάλιστα εκ μεταλλάξεως από ένα εντελώς διαφορετικό και διαφορετικής λογικής πεδίο, την Ενέργεια, και συνεπώς χωρίς εχέγγυα για την υπεράσπιση του νερού ως δημόσιου αγαθού.
Δεν είμαι ειδικός περί τα συνταξιοδοτικά, αλλά τουλάχιστον ο Μακρόν επιχείρησε να βάλει τάξη και να επιφέρει ισορροπία σε ένα μείζον ζήτημα που είχε ανάγκη και από τα δυο. Μπορεί να απέτυχε ως προς τη μέθοδο – αυτό δείχνουν όχι μόνο οι αντιδράσεις αλλά και οι απόψεις των ειδικών -, όμως τουλάχιστον δεν αγωνίστηκε περί όνου σκιάς. Οι πολιτικές μάχες της ελληνικής κυβέρνησης φοβούμαι ότι υπ’ αυτή τη σκιά κινούνται, πριν ακόμα καλύψει τα πάντα η βαριά κι ασήκωτη σκιά των Τεμπών.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις