Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι…
Πόσοι προτιμούν τον κινηματογράφο σε σχέση με τις πλατφόρμες; Πόσες φορές πήγαν τον τελευταίο χρόνο στο Ιντεάλ οι περισσότεροι από αυτούς που δηλώνουν υπέρ της κινητοποίησης;
- Ο Έλον Μασκ πλημμύρισε το Χ με παραπληροφόρηση για τον προϋπολογισμό και κέρδισε
- Πώς αμοίβονται οι αργίες Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς
- Η Ουγγαρία δίνει άσυλο σε πρώην υφυπουργό της Πολωνίας - Σε βάρος του ισχύει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης
- Τρίωρη στάση εργασίας θα πραγματοποιήσουν σήμερα οι εργαζόμενοι της Hellenic Train
Ηταν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 όταν κυκλοφόρησαν τα «Θερινά τα σινεμά» του Λουκιανού Κηλαηδόνη με τη Βίκυ Μοσχολιού. Τεράστια επιτυχία. Ενδεικτικό μίας εποχής που είχε αρχίσει να κεφαλαιοποιείται καλλιτεχνικά η νοσταλγία. Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια πανηγυρικά μεταβατική χρονική περίοδο. Ακόμη και αν δεν το είχαμε συνειδητοποιήσει τότε, ήμασταν στο μεταίχμιο μεταξύ ενός βαλκανικού παρελθόντος και ενός ευρωπαϊκού μέλλοντος. Κι αυτά που αποχαιρετούμε χρειάζεται να τα τιμούμε ώστε να μπαίνουμε στις νέες εποχές με «αποσκευές» και να διασώζεται η συνέχεια.
Λίγο πριν κυκλοφορήσουν τα «Θερινά τα σινεμά», το Ελεύθερο Θέατρο είχε ανεβάσει το περίφημο «Τραμ το τελευταίο», μια επιθεώρηση που «έβλεπε» την Αθήνα στη δεκαετία του 1950. Θυμάμαι μάλιστα πως οι δημοσιογράφοι της εποχής τη χαρακτήριζαν ως μια παράσταση ρετρό μια και η συγκεκριμένη λέξη μόλις είχε μπει στη ζωή μας και, μάλιστα, με προστιθέμενη νοσταλγική αξία. Είχε μεσολαβήσει από το παρελθόν ο απαραίτητος χρόνος ασφάλειας που μας επέτρεπε να το νοσταλγούμε χωρίς να μας πληγώνει. Ειδικά εμείς οι νέοι που δεν το είχαμε καν ζήσει.
Τέλος πάντων, παρασύρθηκα κι εγώ από τους κωδικούς της νοσταλγίας διότι το Ιντεάλ είναι το θέμα μου. Ο κινηματογράφος της Πανεπιστημίου που, ύστερα από την πώληση του κτιρίου στο οποίο στεγάζεται και της μετατροπής του σε ξενοδοχείο, απειλείται με κλείσιμο. Και την Κυριακή θα γίνουν κινητοποιήσεις, με δωρεάν προβολές ώστε να μην κλείσει το Ιντεάλ και άλλα σινεμά. Μακάρι να συμβεί αυτό. Υπάρχουν όμως κάποια «αλλά».
Πρώτα απ’ όλα, στις συγκεκριμένες κινητοποιήσεις βλέπω ότι επαναλαμβάνεται το γνωστό μοτίβο. Περί της κυβέρνησης που μισεί τον πολιτισμό και θέλει να εκδικηθεί τους καλλιτέχνες. Αφού τους βολεύει να πιστεύουν αυτό και δεν τραβάνε κανένα ζόρι να ομολογούν εμμέσως πλην σαφώς το «καπέλωμα» (ακόμη και κάποιοι που πληρώνονται από την «κυβερνητική» ΕΡΤ για προγράμματα που τα βλέπουν ελάχιστοι), ας το πιστεύουν. Πάμε όμως παρακάτω. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι η κινητοποίηση έχει αποτέλεσμα και το Ιντεάλ δεν κλείνει. Μετά; Τι θα γίνει μετά; Πώς θα συντηρηθεί; Πόσοι πάνε σήμερα σε αίθουσες εκτός Multiplex; Πόσοι προτιμούν τον κινηματογράφο σε σχέση με τις πλατφόρμες; Πόσες φορές πήγαν τον τελευταίο χρόνο στο Ιντεάλ οι περισσότεροι από αυτούς που δηλώνουν υπέρ της κινητοποίησης; Και πόσοι άλλοι ήταν μέσα στην αίθουσα; Φτάνουν αυτοί για να συντηρήσουν μια επιχείρηση;
Θυμάμαι το «κλάμα» μας όταν έκλεισαν οι λουκουμάδες «Αιγαίον». Και αναρωτιόμουν συγχρόνως πότε είχα πάει εγώ – που τρελαίνομαι για λουκουμάδες – τελευταία φορά. Είχαμε μεγάλο γκαϊλέ, πριν από λίγα χρόνια, για να μην κλείσει το εστιατόριο «Κεντρικόν». Και δεν έκλεισε. Πήγαμε μία φορά, ως σπονδή στη νοσταλγία μας, και μετά ούτε που ξαναπεράσαμε την πόρτα του. Και έκλεισε. Σόρι αλλά δεν ξέρω κανέναν επιχειρηματία που να θέλει να χρηματοδοτεί, έτσι στο ντούκου, τη νοσταλγία. Να αναλάβει όλα αυτά τα τοπόσημα το κράτος; Να το κάνει. Και μετά τι; Θα μένουν θλιβερές και άδειες προσόψεις όπως ένα κομμάτι της οδού Σταδίου;
Οι λίγες εξαιρέσεις
Ναι, υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις καταστημάτων που άντεξαν στον χρόνο. Χωρίς κρατική υποστήριξη και χωρίς κινήματα νοσταλγών. Για να συμβεί αυτό είναι απαραίτητες δύο συνισταμένες. Η μία είναι η υποστήριξη από το κοινό. Οχι θεωρητική. Με συχνή φυσική παρουσία. Που προϋποθέτει όμως ότι η επιχείρηση δεν θα κάνει καμία έκπτωση στην ποιότητα και θα βρει τρόπο να εξελιχθεί χωρίς να προδώσει την παράδοσή της.
Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, με το εστιατόριο Φιλίππου. Αλλά και με τα θερινά σινεμά. Τα οποία κήρυξε μεν διατηρητέα η Μελίνα Μερκούρη αλλά, με τα τραπεζάκια, τα σουβλάκια και τις μπιρίτσες, εξελίχθηκαν σε ένα άλλο είδος διασκέδασης. Και κόλλησε στον τίτλο τους ένας καφές, ένα αναψυκτικό, μια μπίρα. Επίσης και το παλιό Dolce, αν, πριν από τριάντα χρόνια, δεν είχε γίνει Φίλιον, θα είχε κλείσει.
Τι κάθομαι όμως και γράφω τόσα λόγια. Το έχει πει ο Σαββόπουλος, όταν ήταν μόλις είκοσι ετών, με ελάχιστες λέξεις. «Η ζωή αλλάζει χωρίς να λογαριάζει τη δική σου μελαγχολία».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις