Καρκίνος: Μοντέλο «κόβει» το 40% των υποψηφίων για προληπτικό έλεγχο
Ομάδα 16 ερευνητών με επικεφαλής Έλληνες καθηγητές, αναζητά τους επιλέξιμους υποψηφίους για ετήσιο προληπτικό έλεγχο με αξονική τομογραφία χαμηλής ακτινοβολίας
Αδιαμφησβήτητα είναι τα οφέλη του προσυμπτωματικού ελέγχου για τον καρκίνο, όμως σε ότι αφορά τον καρκίνο του πνεύμονα, ο έλεγχος δεν μπορεί να αφορά το σύνολο του πληθυσμού, καθώς πρόκειται για μια ακριβή εξέταση – αξονική τομογραφία. Μάλιστα, επειδή υπάρχει και το στοιχείο της ακτινοβολίας, οι ειδικοί αναζητούν το προφίλ των ατόμων που θα πρέπει να υποβάλλονται στον ετήσιο έλεγχο, προκειμένου να έχουμε τα βέλτιστα αποτελέσματα με το μικρότερο κόστος, τόσο από πλευράς δαπάνης, όσο και από πλευράς ασφάλειας όσων καλούνται να εξετασθούν προληπτικά.
Σίγουρα ο έλεγχος αφορά τους καπνιστές, ηλικίας τουλάχιστον 50-55 ετών, όμως επιμέρους λεπτομέρειες του ιστορικού του κάθε ενδιαφερόμενου είναι αυτές που θα κάνουν τελικά τη διαφορά και θα ορίζουν τον βαθμό κινδύνου, ώστε οι θεράποντες γιατροί να συστήσουν αξονική τομογραφία χαμηλής ακτινοβολίας.
Στην αναζήτηση των κριτηρίων αυτών η Ειδική Ομάδα Προληπτικών Υπηρεσιών των ΗΠΑ (USPSTF) ανανέωσε το 2021 τις συστάσεις της για τον προσυμπτωματικό έλεγχο του καρκίνου του πνεύμονα για έχοντας προηγουμένως προχωρήσει στην αξιολόγηση στρατηγικών για την επιλογή ατόμων με βάση τον προσωπικό κίνδυνο καρκίνου του πνεύμονα (στρατηγικές βάσει μοντέλου κινδύνου). Η συγκεκριμένη ειδική ομάδα, υπογράμμισε παράλληλα την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα σχετικά με τα οφέλη και τις βλάβες του προσυμπτωματικού ελέγχου βάσει μοντέλου κινδύνου.
Οι συστάσεις αφορούν ετήσια αξονική τομογραφία χαμηλής δόσης βάσει στρατηγικής που στηρίζεται σε συγκεκριμένα μοντέλα κινδύνου και ξεκινούν τον προσυμπτωματικό έλεγχο στην ηλικία των 50 ή 55 ετών και τον σταματούν στην ηλικία των 80 ετών. Το κατώφλι κινδύνου 6ετίας, υπολογίζεται από το μοντέλο PLCOm2012 και επιλέξιμοι για ετήσιο προληπτικό έλεγχο είναι οι καπνιστές πρώην και νυν, που ο κίνδυνός τους διαπιστώνεται πως βρίσκεται μεταξύ 0,5% και 2,2%, ανάλογα με την ηλικία, το φύλο, τις συνήθειες καπνίσματος, τον χρόνο διακοπής του τσιγάρου κλπ.
Η μελέτη
Πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Annals of Internal Medicine, με τη συμμετοχή Ελλήνων επιστημόνων επιχειρεί να διαχωρίσει ποιο είναι το κατώφλι κινδύνου, πέρα από το οποίο είναι απολύτως απαραίτητος ο προσυμπτωματικός έλεγχος καρκίνου του πνεύμονα με βάση το παραπάνω μοντέλο κινδύνου και πώς αναλύεται ο συνδυασμός κόστους-αποτελεσματικότητας.
Πρώτος συγγραφέας της μελέτης ήταν ο Ιάκωβος Τουμάζης, PhD, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Έρευνας Υπηρεσιών Υγείας, Κέντρο Καρκίνου MD Anderson του Πανεπιστημίου του Τέξας στο Χιούστον και ανώτερες συγγραφείς η καθηγήτρια Βιοϊατρικών Επιστημών το Πανεπιστημίου Στάνφορντ Σύλβια Κ. Πλευρίτη και η Αναπληρώτρια καθηγήτρια του τμήματος Ποσοτικών επιστημών του Πανεπιστημίου Στάνφορντ Σάμερ Χάν.
Οι ειδικοί διερεύνησαν τα βέλτιστα όρια κινδύνου, αξιολογώντας και συγκρίνοντας τη σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας των στρατηγικών προσυμπτωματικού ελέγχου του καρκίνου του πνεύμονα με βάση συγκεκριμένο μοντέλο κινδύνου έναντι της σύστασης της Ειδικής Ομάδας Προληπτικών Υπηρεσιών των ΗΠΑ.
Πληθυσμός στόχος ήταν ομάδα πληθυσμού που γεννήθηκε το 1960 στις ΗΠΑ και για χρονικό ορίζοντα 45 ετών.
Όπως διαπιστώθηκε πιο αποδοτική στρατηγική ήταν αυτή του προσυμπτωματικού ελέγχου όσων βρίσκονταν με όριο κινδύνου εξαετίας από 1,2% και πάνω (μέχρι το 2,2% που συστήνει η ειδική ομάδα).
Σε αυτόν τον πληθυσμό, ο λόγος κόστους – αποτελεσματικότητας ήταν κάτω από 100.000 δολ. ανά έτος ποιοτικής ζωής (QALY).
Συγκεκριμένα, η στρατηγική με όριο κινδύνου 1,2% είχε λόγο κόστους – αποτελεσματικότητας 94.659 δολ. (εύρος διακύμανσης από 72.639 έως 156.774 δολ.), αποδίδοντας περισσότερα QALY με μικρότερο κόστος από τη σύσταση της ειδικής ομάδας USPSTF, ενώ είχε παρόμοιο επίπεδο κάλυψης ελέγχου κατ΄ άτομο 21,7% έναντι 22,6% της ομάδας USPSTF.
Καταλήγοντας, οι ερευνητές συμπέραναν πως ο προσυμπτωματικός έλεγχος βάσει μοντέλου κινδύνου είναι πιο οικονομικός από τη σύσταση της ομάδας USPSTF, επομένως δικαιολογεί περαιτέρω εξέταση.
Στη μελέτη συμμετείχαν επίσης: η Pianpian Cao και ο Jihyoun Jeon, από το Τμήμα Επιδημιολογίας του Πανεπιστήμιο του Michigan, οι Koen de Nijs και Kevin ten Haaf, από το Erasmus MC–University Medical Center του Ρότερνταμ στην Ολλανδία, ο Mehrad Bastani, επίκουρος καθηγητής στο Ινστιτούτο Ιατρικών Ερευνών Feinstein του Manhasset της Νέας Υόρκης , ο Vidit Munshi, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης από το Τμήμα Ακτινολογίας του Γενικού Νοσοκομείου Μασαχουσέτης, ο Mehdi Hemmati, από το τμήμα Ιατρικών Ερευνών του Πανεπιστημίου του Τέξας, ο Martin Tammemägi, καθηγητής επιδημιολογίας του Brock University του Ontario, ο G. Scott Gazelle, καθηγητής ακτινολογίας στην Ιατρική σχολή του Χάρβαρντ, ο Eric J. Feuer, διευθυντής στο τμήμα στατιστικής ανάλυσης του Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου του Μέριλαντ, ο Chung Yin Kong, PhD, αναπληρωτής καθηγητής εσωτερικής παθολογίας στο νοσοκομείο Mount Sinai της Νέας Υόρκης, και ο Rafael Meza, επίκουρος καθηγητής Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν.
- Τραμπ και ελληνοτουρκικά – Τι πιστεύουν οι Έλληνες, ένας πρώην διπλωμάτης των ΗΠΑ και ένας πανεπιστημιακός
- Masdar: Με όχημα την ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ σχεδιάζει off shore αιολικά και φωτοβολταϊκά 6 GW σε Ελλάδα και Ισπανία
- Διαγραφή Σαμαρά: Κάνει ζυμώσεις για κόμμα – Όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά
- Μέσω ΑΣΕΠ οι προσλήψεις στη Δημοτική Αστυνομία
- Ο Φουκώ διαβάζει Χέγκελ
- Βατικανό: Μπορείτε να περιηγηθείτε ψηφιακά στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου χάρη στην τεχνητή νοημοσύνη