Τέμπη: Βλέπουν τηλεόραση αλλά δεν την εμπιστεύονται – «Ψήφος» εμπιστοσύνης στις ιστοσελίδες για την τραγωδία
Έρευνα της Κάπα Reasearch για την κάλυψη των ΜΜΕ της τραγωδίας στα Τέμπη και την ανταπόκριση του κοινού.
Οι Έλληνες επιλέγουν ως πρώτο μέσο για την ενημέρωσή τους την τηλεόραση αλλά, στην περίπτωση της τραγωδίας στα Τέμπη, εμπιστεύονται περισσότερο τις ιστοσελίδες και μάλιστα η τηλεόραση είναι τέταρτη στην εμπιστοσύνη των πολιτών, μετά το ραδιόφωνο και τις εφημερίδες.
Τα ευρήματα της Καπα Research για τα μίντια στην Ελλάδα φωτίζουν τη σχέση του κόσμου με τα Μέσα Ενημέρωσης, με την τηλεόραση να είναι ο μεγάλος «κερδισμένος χαμένος» και τις ιστοσελίδες να κερδίζουν έδαφος μετά το τραγικό δυστύχημα που προκάλεσε πανελλήνιο πένθος και οργή.
Η έρευνα του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με την Κάπα Research πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2023, με νωπές ακόμα τις εικόνες από την τραγωδία στα Τέμπη όπου 57 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.
Στο ερώτημα ποιο μέσο επιλέγουν για την ενημέρωσή τους για το δυστύχημα στα Τέμπη, το 80% απάντησε την τηλεόραση, το 65% τις ιστοσελίδες στο διαδίκτυο, το 28% το ραδιόφωνο, το 22% τα social media, το 15% τις εφημερίδες και το 1% κανένα.
Η –ίσως και όχι- έκπληξη έρχεται στην ερώτηση για αξιολόγηση της συνολικής κάλυψης του δυστυχήματος στα Τέμπη. Το 31% αξιολογεί θετικά ή μάλλον θετικά τις ιστοσελίδες ενώ η τηλεόραση έρχεται δεύτερη με 29%. Ακολουθεί το ραδιόφωνο με 22%, οι εφημερίδες με 16% και τα social media με 14%.
Συναισθήματα που προκάλεσε η κάλυψη του δυστυχήματος στα Τέμπη
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απαντήσεις στο ερώτημα για τα συναισθήματα που προκάλεσε ο τρόπος κάλυψης του δυστυχήματος από τα Μέσα. Όσον αφορά στις ενημερωτικές εκπομπές στην τηλεόραση, το 54% ένιωσε οργή, θυμό και αγανάκτηση, το 37% λύπη, στεναχώρια ή απογοήτευση, το 3% κάποιο θετικό συναίσθημα και το 1% αδιαφορία.
Για τις ιστοσελίδες, το 29% αισθάνθηκε οργή από τον τρόπο κάλυψής τους, το 39% λύπη, το 27% απάντησε δεν ξέρω/δεν απαντώ, το 3% κάποιο θετικό συναίσθημα και το 2% αδιαφορία.
Ακολουθεί ο σχολιασμός της έρευνας από το Νίκο Παναγιώτου, αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Το ελληνικό «μιντιακό οικοσύστημα»
Στην Ελλάδα φύεται ένα πραγματικό «μιντιακό οικοσύστημα»: παραδοσιακά και νέα μέσα, δηλαδή τηλεόραση, ραδιόφωνο, εφημερίδα από τη μία, και ιστοσελίδες στο διαδίκτυο και μέσα κοινωνικής δικτύωσης από την άλλη συνυπάρχουν.
Το διαδίκτυο δεν αφομοίωσε την τηλεόραση, όπως νωρίτερα η τηλεόραση δεν εξαφάνισε το ραδιόφωνο και αυτό πρωτύτερα δεν αφομοίωσε την έντυπη εφημερίδα.
Τα ΜΜΕ καθρεφτίζουν την πολυμορφία της ελληνικής κοινωνίας τουλάχιστον από πλευράς ηλικίας, φύλου και μορφωτικού επιπέδου: τηλεόραση και εφημερίδα επιλέγουν οι μεγαλύτεροι για την ενημέρωσή τους, ιστοσελίδες, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και ραδιόφωνο οι νεότεροι.
Μέσα στην ίδια τη διαίρεση παραδοσιακών/νέων μέσων εντοπίζεται μια ακόμη διαίρεση, αυτή του φύλου: η τηλεόραση είναι περισσότερο γυναικείο μέσο, σε αντίθεση με το ραδιόφωνο και την εφημερίδα που επιλέγονται περισσότερο από τους άνδρες. Οι ιστοσελίδες στο διαδίκτυο είναι περισσότερο ένα ανδρικό μέσο, σε αντίθεση με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που επιλέγονται περισσότερο από τις γυναίκες.
Η αντίθεση μεταξύ του κυρίαρχου μέσου του 20ού αιώνα, δηλαδή της τηλεόρασης, και του κυρίαρχου μέσου του 21ου αιώνα, δηλαδή του διαδικτύου, είναι και αντίθεση μορφωτικού επιπέδου, πρωτοβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αντίστοιχα.
Από την περίοδο της διάδοσης της έντυπης ενημέρωσης και της παράλληλης ανόδου της αστικής τάξης κατά τον 18ο αιώνα μέχρι τη σύγχρονη παράλληλη άνοδο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των ψευδών ειδήσεων, τα ΜΜΕ συνδέθηκαν, από την πρώτη κιόλας ημέρα της εμφάνισής τους, με την πολιτική.
Στο ελληνικό παράδειγμα, κατ’ αρχάς η τηλεόραση και οι εφημερίδες στη συνέχεια απευθύνονται στους ψηφοφόρους του παραδοσιακού δικομματικού συστήματος. Αντίθετα, όσοι κινούνται εκτός του πολιτικού συστήματος, είτε απέχοντας από την εκλογική διαδικασία είτε συμμετέχοντας διαμαρτυρόμενοι με το Λευκό/Άκυρο, επιλέγουν για την ενημέρωσή τους το διαδίκτυο (ιστοσελίδες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης).
Σε αυτό το περιβάλλον μιντιακής πόλωσης, το ραδιόφωνο εμφανίζεται ως μια ουδέτερη ζώνη -μια μιντιακή πράσινη γραμμή-, αφού προτιμάται, στον ίδιο σχεδόν βαθμό, από συμμετέχοντες και μη.
Σύμφωνα με όλες τις έρευνες της Κάπα Research την τελευταία εικοσαετία (2003-2023), τα ΜΜΕ είναι ο θεσμός της ελληνικής πολιτείας που οι Έλληνες εμπιστεύονται λιγότερο. Τα αίτια μπορούν να αναζητηθούν στα στερεότυπα που -δίκαια ή άδικα- συνοδεύουν τα δημόσια και τα ιδιωτικά ΜΜΕ, στον τρόπο που διαδόθηκαν στην ελληνική κοινωνία, αλλά και στον δημόσιο λόγο, κυρίως τον πολιτικό, που αρθρώνεται γύρω τους.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι Έλληνες εμπιστεύονται περισσότερο τις ιστοσελίδες στο διαδίκτυο, έπειτα το ραδιόφωνο, έπειτα τις εφημερίδες, έπειτα την τηλεόραση και τελευταία τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτή, ωστόσο, είναι μια σχεδόν αντεστραμμένη εικόνα από εκείνη της ΕΕ των 27, όπου τα παραδοσιακά μέσα -ειδικότερα το ραδιόφωνο- εμφανίζονται πιο αξιόπιστα από τα νέα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο μέσος όρος του βαθμού εμπιστοσύνης στο διαδίκτυο, στην ΕΕ των 27, είναι -54% (πηγή EBU).
Ποιος δεν εμπιστεύεται τα ΜΜΕ; Οι άνδρες, οι νέοι, οι μεσήλικες, όσοι έχουν λάβει τριτοβάθμια εκπαίδευση εμφανίζουν τη μικρότερη εμπιστοσύνη απέναντι στα ΜΜΕ. Πολιτικά, όσοι κινούνται εκτός του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος είναι οι πιο επιφυλακτικοί απέναντι σε κάθε τύπο μέσου. Τέλος, δύσπιστοι απέναντι στα παραδοσιακά μέσα -τηλεόραση, ραδιόφωνο και εφημερίδες- εμφανίζονται κατά κύριο λόγο οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ και έπειτα οι ψηφοφόροι των λοιπών κομμάτων (πλην ΝΔ), επιβεβαιώνοντας τον κανόνα που θέλει μειούμενα επίπεδα εμπιστοσύνης στα ΜΜΕ σε πλαίσιο αυξανόμενης πολιτικής πόλωσης και κομματικού χάσματος.
Η τηλεόραση και «μεγάλος κερδισμένος» και «μεγάλος χαμένος»
Το δυστύχημα στα Τέμπη αύξησε κατακόρυφα τη ζήτηση για ενημέρωση, καθώς το 40% αφιέρωσε άνω των δύο ωρών τις πρώτες ημέρες μετά το δυστύχημα επιλέγοντας ως κύριο μέσο ενημέρωσης την τηλεόραση.
Το εύρημα αυτό επιβεβαιώνει όσα είχαν καταγράψει το Εργαστήριο Διεθνούς και Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας (IPJ Lab) του τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ και η Κάπα Research σε παλαιότερη έρευνα για τον κορωνοϊό (Μάρτιος 2020-2021), όπως και σε άλλες αντίστοιχες έρευνες: κατά τη διάρκεια πολύ κρίσιμων γεγονότων υπάρχει μεγάλη ζήτηση για πληροφόρηση, ενώ οι πολίτες επιλέγουν τα επαγγελματικά μέσα ενημέρωσης και ειδικά την τηλεόραση.
Το στοιχείο της αυτοψίας, της άμεσης σύνδεσης καθώς και της επαγγελματικής δημοσιογραφίας είναι οι λόγοι για τους οποίους οι πολίτες προκρίνουν ειδικά την τηλεόραση και τα αντίστοιχα μέσα και όχι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Αυτό συνέβη και σε αυτό το τραγικό δυστύχημα, καθώς το 80% δήλωσε ότι η τηλεόραση είναι το μέσο που χρησιμοποίησε, το 65% τις ιστοσελίδες και 28% το ραδιόφωνο. Επιλέγεται, δηλαδή, η ενημέρωση από επαγγελματικά μέσα τής επώνυμης και υπεύθυνης ενημέρωσης, παρά της ανωνυμίας και του σχολιασμού των κοινωνικών δικτύων.
Τα τηλεοπτικά κανάλια, ενώ ποσοτικά κυριαρχούν καθώς είναι η πρώτη επιλογή των πολιτών, σημειώνουν πολύ χαμηλά ποσοστά εμπιστοσύνης (66%) και αντίστοιχα υψηλά ποσοστά δυσαρέσκειας (το 59% δηλώνει δυσαρεστημένο με τον τρόπο κάλυψης των αιτιών του δυστυχήματος και το 53% κρίνει αρνητικά την κάλυψη των ενημερωτικών εκπομπών).
Η καταγραφή αυτή συνιστά μια αποδοκιμασία που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη.
Τέτοια γεγονότα λειτουργούν ως σημεία αποτίμησης του μέσου και στην περίπτωση αυτή τα τηλεοπτικά κανάλια φαίνεται να ταυτίζονται από τους πολίτες με το «σύστημα» (πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό κ.λπ.). Χάνουν έτσι ένα σημαντικό στοιχείο της λειτουργίας τους και απονομιμοποιούνται στην κοινή γνώμη ως ελεγκτές, κριτές της εξουσίας. Αυτό πλέον έχει αρνητική επίπτωση στην αξιοπιστία του μέσου της τηλεόρασης συνολικά, καθώς 64% την κρίνει αρνητικά, καταλαμβάνοντας την τελευταία θέση από όλα τα ΜΜΕ.
Θα πρέπει να σταθούμε ιδιαίτερα στο ακόλουθο εύρημα: το 54% δηλώνει τον θυμό ως κυρίαρχο συναίσθημα που του δημιούργησε ο τρόπος κάλυψης του δυστυχήματος στα Τέμπη από τις ενημερωτικές και 42% από τις ψυχαγωγικές εκπομπές στην τηλεόραση, εξέλιξη που ενισχύει την πόλωση ως κυρίαρχο στοιχείο του δημόσιου διαλόγου και τις προσπάθειες, αντίστοιχα, απαξίωσης των ΜΜΕ.
Η γενικευμένη κρίση εμπιστοσύνης του πολιτικού συστήματος και των ΜΜΕ αποτυπώνεται σε αυτό που δηλώνει το 66% των ερωτώμενων, ότι δεν επηρεάζει τις αποφάσεις του η κάλυψη του δυστυχήματος από τα ΜΜΕ, γεγονός που είναι πιθανό να έχει αρνητικό αντίκτυπο στη συνολική αντίληψη του κοινού για τον ρόλο των μέσων ενημέρωσης ειδικά σε ό,τι αφορά την πληροφόρησή του σε περιόδους κρίσης.
Ανάμεσα στα ευρήματα που πρέπει να ξεχωρίσουμε είναι τα χαμηλά ποσοστά προτίμησης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για την ενημέρωση σχετικά με το δυστύχημα στα Τέμπη: μόλις 22% του κοινού τα επιλέγει, παρά το γεγονός ότι αποτελούν τις πρώτες πηγές σε περιόδους κανονικότητας. Είναι προφανή τα όρια, η επίδρασή τους αλλά και ειδικά ο τρόπος χρήσης τους (σχολιασμός).
Οι ενημερωτικές ιστοσελίδες κυριαρχούν
Πιο θετική είναι η αποτίμηση των ενημερωτικών ιστοσελίδων, οι οποίες επιλέχθηκαν από τους πολίτες κατά 65% -αμέσως μετά τα τηλεοπτικά κανάλια- για την ενημέρωσή τους, ενώ η κάλυψη από αυτές του δυστυχήματος και των αιτιών του αποτιμήθηκε πιο θετικά (31%) και αντίστοιχα θετικά (34%) οι αναλύσεις και τα σχόλια των δημοσιογράφων τους.
Οι ενημερωτικές ιστοσελίδες κυριαρχούν και στην καθημερινή ενημέρωση, καθώς το 61% επιλέγει αυτές, έναντι του 58% που επιλέγει την τηλεόραση, 33% το ραδιόφωνο και τα ΜΚΔ, ενώ 17% τον έντυπο Τύπο.
Τα ευρήματα αυτά σε συνδυασμό με τις τεχνολογικές δυνατότητες των μέσων αναδεικνύουν τις δυνατότητες αλλά και τις επενδύσεις που πρέπει να κάνουν, ενισχύοντας την ποιότητα της ενημέρωσης που παρέχουν.
Τα υψηλά ποσοστά που σημειώνει το ραδιόφωνο [21% βαθμός εμπιστοσύνης, 23% αξιοπιστία σε περιόδους κρίσης, ενώ ήταν και το τρίτο σε σειρά μέσο (28%) που επέλεξαν οι πολίτες για να ενημερωθούν σχετικά με το δυστύχημα στα Τέμπη] υποδηλώνουν τη στροφή του κοινού στην «αποστασιοποιημένη» ενημέρωση, στις δυνατότητες του μέσου αλλά και στη δημοφιλία του λόγω των podcast, των ηχητικών άρθρων κ.λπ.
Συμπερασματικά, οι πολίτες αναζητούν ενημέρωση και όχι δραματουργία, υπεύθυνη και όχι σχολιαστική δημοσιογραφία, προκειμένου να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη του κοινού και να διασφαλιστεί ότι έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που χρειάζεται για να σχηματίσει τεκμηριωμένη αντίληψη των πραγμάτων.
- Αμαλιάδα: «Αν δω το παραμικρό θα την ”σκίσω” επιστημονικά», λέει ο τεχνικός σύμβουλος της Ειρήνης Μουρτζούκου
- Αμαλιάδα: «Το ψέμα θέλει μνήμη και η αλήθεια θάρρος» – Ανατροπή από μάρτυρα – «κλειδί»
- Μαγδεμβούργο: Για «κενό ασφαλείας» στη χριστουγεννιάτικη αγορά κάνει λόγο ειδικός σε θέματα τρομοκρατίας
- ΗΠΑ: Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει νομοσχέδιο για την αποτροπή του κυβερνητικού shutdown
- Αμαλιάδα: Τι λένε οι πληροφορίες για τα αποτελέσματα εξετάσεων του Παναγιωτάκη
- Αμαλιάδα: Η μητέρα του Παναγιωτάκη απαντά στα όσα είπε η Ειρήνη Μουρτζούκου