Ο τρόπος που το ζήτημα του φράχτη στον Εβρο βρέθηκε στο κέντρο της προεκλογικής πολιτικής αντιπαράθεσης αποτελεί σύμπτωμα των μετατοπίσεων τόσο της πολιτικής για το Μεταναστατευτικό όσο και των όρων με τους οποίους οργανώνεται η πολιτική συζήτηση και αντιπαράθεση στη χώρα μας. Αυτό έχει να κάνει με το πώς τέτοιου τύπου φράχτες δεν αποτελούν μόνο ένα «πρακτικό» μέτρο, αλλά και κάτι το εξαιρετικά ορατό.

Ούτως ή άλλως, ζούμε σε μια εποχή φραχτών. Την ώρα που ρητορικά χαιρετίζεται και θεσμικά διευκολύνεται η ελεύθερη διακίνηση προϊόντων και κεφαλαίων, σε σημείο που να έχει τεράστιο οικονομικό κόστος οποιαδήποτε διατάραξη στις «εφοδιαστικές αλυσίδες» που διαμορφώνονται σε αυτές τις συνεχείς ροές, η δυνατότητα ανθρώπων να μετακινηθούν προς αναζήτηση καλύτερης μοίρας και αποφυγή της βαναυσότητας και του πολέμου, ένα στοιχείο ταυτισμένο με την ιστορία της ανθρωπότητας που είναι και ιστορία μετακινήσεων πληθυσμών, ολοένα και περισσότερο αντιμετωπίζεται ως απειλή έναντι της οποίας πρέπει να εγερθούν αμυντικά έργα. Με τραγική συνέπεια τον ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο στο ταξίδι αυτών των ανθρώπων, που τον υπενθυμίζει τραγικά κάθε ναυάγιο με μετανάστες και πρόσφυγες στη Μεσόγειο, την ώρα που πρακτικές όπως οι «χρυσές βίζες» υπογραμμίζουν ότι όλα τελικά έχουν μια τιμή, ακόμη και η ίδια η ζωή.

Το γεγονός ότι οι φράχτες καταλήγουν αντί να θεωρούνται συμπύκνωση μιας μετατόπισης προς τη βαναυσότητα στη μεταναστευτική πολιτική, να μετατρέπονται σε επικοινωνιακά εργαλεία για την απόσπαση της συναίνεσης από ένα εκλογικό σώμα που έχει προ πολλού απεμπολήσει την πιθανότητα θετικών οραμάτων και αρκείται να αναζητήσει ποιος θα απαντήσει καλύτερα στους φόβους του (ακόμη και εάν εν πολλοίς είναι κατασκευασμένοι), λέει πολλά για τους μετασχηματισμούς και των κοινωνιών και των όρων διεξαγωγής του προεκλογικού αγώνα. Ομως, τίποτε δεν συγκεφαλαιώνει καλύτερα τη μετάβαση σε κοινωνίες μειωμένων προσδοκιών από την υποκατάσταση της ευημερίας από την ψευδαίσθηση μιας προσφοράς ασφάλειας ενίοτε έναντι κινδύνων όχι απαραίτητα πραγματικών.