Στα τέλη Μαρτίου, ο ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, ανακοίνωσε ότι η Ρωσία προτίθεται να επαναφέρει τακτικά πυρηνικά όπλα μικρού βεληνεκούς στη Λευκορωσία, υπογραμμίζοντας για άλλη μια φορά την τρομακτική προοπτική της χρήσης τους στον πόλεμο της Ουκρανίας (στη φωτογραφία του Reuters/Maxim Shemetov, επάνω, διηπειρωτικός βαλλιστικός πύραυλος σε παρέλαση στη Μόσχα).

Ανησυχητικές εξελίξεις

Στο μεταξύ, η Βόρεια Κορέα συνεχίζει ένα επιταχυνόμενο πρόγραμμα πυραυλικών δοκιμών, συμπεριλαμβανομένων διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων που μπορούν να πλήξουν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Κίνα φαίνεται να έχει δεσμευτεί σε μια σημαντική επέκταση του προγράμματος πυρηνικών όπλων της.

Και το μέλλον του ελέγχου των πυρηνικών μοιάζει δυσοίωνο, μετά την ανακοίνωση της Ρωσίας νωρίτερα φέτος ότι αναστέλλει την εφαρμογή ορισμένων υποχρεώσεων στο πλαίσιο της Νέας Συνθήκης για τη Μείωση των Στρατηγικών Οπλων (New Strategic Arms Reduction Treaty -New START) με τις Ηνωμένες Πολιτείες, γράφει σε ανάλυσή του το Foreign Affairs.

Ενόψει αυτών των ανησυχητικών εξελίξεων, η εξεύρεση νέων προσεγγίσεων για την πρόληψη της χρήσης πυρηνικών όπλων δεν ήταν ποτέ πιο επείγουσα.

Οι διαθέσιμες οδοί για τη μείωση της πυρηνικής απειλής, στρατηγικές που έχουν οικοδομηθεί από την κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962, συνεχίζουν να κλείνουν.

Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι οποιαδήποτε νέα συνθήκη για τα πυρηνικά όπλα μπορεί ν’ αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας και να επικυρωθεί από τη Γερουσία των ΗΠΑ, όταν η εμπιστοσύνη μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας βρίσκεται στο μηδέν και ο διάλογος έχει παγώσει.

Ο απεριόριστος πυρηνικός ανταγωνισμός μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας θα επικαλύπτεται πλέον όχι μόνο με το διευρυνόμενο πυρηνικό οπλοστάσιο της Κίνας και τις αυξανόμενες απειλές από τη Βόρεια Κορέα και το Ιράν, αλλά και με τις προσπάθειες της Ινδίας και του Πακιστάν να προωθήσουν τις πυρηνικές τους ικανότητες, ακόμη και μ’ ορισμένους συμμάχους των ΗΠΑ που εξετάζουν το ενδεχόμενο ν’ αποκτήσουν τα δικά τους πυρηνικά όπλα. Τα προειδοποιητικά καμπανάκια είναι εκκωφαντικά.

Η αποτροπή μη εξουσιοδοτημένης χρήσης

Κι όμως, μια αποτελεσματική μορφή μείωσης των παγκόσμιων απειλών είναι εφικτή και εφαρμόσιμη: η αποτροπή της μη εξουσιοδοτημένης ή ακούσιας χρήσης πυρηνικών όπλων.


Εκτόξευση του ρωσικού στρατηγικού πυραύλου Sarmat (φωτογραφία Reuters)

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη ξεκινήσει αυτήν την προσπάθεια στο εσωτερικό τους – ένα κρίσιμο βήμα από μόνο του – με την ελπίδα ότι και άλλα κράτη με πυρηνικά όπλα θα ακολουθήσουν το παράδειγμά τους.

Υπάρχει ένας αυξανόμενος κίνδυνος να χρησιμοποιηθούν πυρηνικά με βάση εσφαλμένη κρίση, ψευδείς προειδοποιήσεις για επίθεση, ή άλλους λανθασμένους υπολογισμούς.

Με τη βοήθεια των ταχέων αλλαγών στην τεχνολογία, οι αντίπαλοι των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των μη κρατικών δρώντων, θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν κυβερνοεπιθέσεις για να διαταράξουν τη διοίκηση και τον έλεγχο των πυρηνικών όπλων και των συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης – τα συστήματα που μπορούν να εκκινήσουν το ρολόι μιας πιθανής πυρηνικής αντίδρασης, αφήνοντας στις κυβερνήσεις μόνο λίγα λεπτά για ν’ αποφασίσουν αν θα προχωρήσουν.

Παγκόσμια πυρηνική ασφάλεια

Εάν ο κόσμος πρόκειται να επιβιώσει σε μια νέα εποχή πυρηνικού ανταγωνισμού, κάθε χώρα που διαθέτει τέτοια όπλα πρέπει να ενισχύσει την άμυνά της έναντι των απειλών στον κυβερνοχώρο και της πιθανότητας χρήσης τους από μη εξουσιοδοτημένους δρώντες, κατά λάθος, ή τυχαία.

Ευτυχώς, μπορούν να το κάνουν αυτό ακόμη και ελλείψει διμερών ή πολυμερών συνθηκών, προωθώντας μια παγκόσμια πυρηνική ασφάλεια – ένα σύστημα αυτοεπιβαλλόμενων διασφαλίσεων που λαμβάνει κάθε μέλος της λέσχης των πυρηνικών.

Η ευθύνη που συνοδεύει την ικανότητα χρήσης τους θα πρέπει ν’ αναγκάσει τα κράτη αυτά να επικεντρωθούν ενεργά στην αποφυγή μιας πυρηνικής καταστροφής.

Προστατεύοντας το αμερικανικό οπλοστάσιο

Η έννοια της πυρηνικής δικλείδας ασφαλείας χρονολογείται από τη δεκαετία του 1950, όταν επικεντρώθηκε στα συστήματα μεταφοράς των πυρηνικών βομβαρδιστικών.

Τις επόμενες δεκαετίες, εφαρμόστηκε ευρύτερα στους βαλλιστικούς πυραύλους. Ωστόσο, έχουν περάσει 30 χρόνια από τότε που οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν την τελευταία ολοκληρωμένη αναθεώρηση της πυρηνικής ασφάλειας.

Η επιτροπή που διορίστηκε το 1990 από τον υπουργό Αμυνας, Dick Cheney, και υπό την προεδρία της πρώην πρεσβευτού των ΗΠΑ στα Ηνωμένα Εθνη, Jeane Kirkpatrick, συνέστησε περισσότερα από 50 συγκεκριμένα μέτρα για την αποτροπή τυχαίας, λανθασμένης, ή μη εξουσιοδοτημένης χρήσης πυρηνικού όπλου.

Εκτοτε, μια σειρά παραγόντων έχουν συνδυαστεί για ν’ αυξήσουν τον κίνδυνο πυρηνικής γκάφας: ταχύτερα και ισχυρότερα συστήματα εκτόξευσης, η άνοδος των απειλών στον κυβερνοχώρο, η αυξανόμενη εξάρτηση των συστημάτων εκτόξευσης από την ψηφιακή τεχνολογία, η μικρότερη επικοινωνία μεταξύ πυρηνικών αντιπάλων, ο μειωμένος χρόνος λήψης αποφάσεων για τους ηγέτες των πυρηνικά εξοπλισμένων χωρών, και οι νέες αμυντικές προκλήσεις που προκύπτουν από την πρόοδο των πυρηνικών συστημάτων.

Αντιμετώπιση των απειλών

Η Ουάσιγκτον έχει αναγνωρίσει την ανάγκη ν’ αντιμετωπιστούν αυτές οι αυξανόμενες απειλές. Κατόπιν σύστασης των επιτροπών ενόπλων υπηρεσιών της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας, οι νομοθέτες συμπεριέλαβαν διάταξη στον νόμο για την Εξουσιοδότηση της Εθνικής Αμυνας (National Defense Authorization Act) του 2022, ο οποίος απαιτεί από τον υπουργό Αμυνας να «προβλέψει τη διεξαγωγή ανεξάρτητης επανεξέτασης της ασφάλειας, της προστασίας, και της αξιοπιστίας» των πυρηνικών συστημάτων.


Δοκιμαστική εκτόξευση της Βόρειας Κορέας (φωτογραφία KCNA via Reuters)

Αυτή η εξουσιοδότηση του Κογκρέσου παρείχε στον Λευκό Οίκο μια σπάνια διακομματική βάση για την προώθηση της πυρηνικής ασφάλειας στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει επίσης δώσει προτεραιότητα στην πυρηνική ασφάλεια, μεταξύ άλλων με τη δέσμευση για επανεξέταση της δικλείδας ασφαλείας στην Αναθεώρηση της Πυρηνικής Στάσης (Nuclear Posture Review) του Οκτωβρίου 2022.

Η κυβέρνηση ανέθεσε στη RAND Corporation και στη MITRE Corporation να ηγηθούν της προσπάθειας αυτής υπό την καθοδήγηση του υπουργείου Αμυνας.

Ο ευρύτερος στόχος της αναθεώρησης των πρωτοκόλλων πυρηνικής ασφάλειας από τις ΗΠΑ θα πρέπει να είναι η μείωση και, όπου είναι δυνατόν, η εξάλειψη του κινδύνου της λανθασμένης πυρηνικής χρήσης.

Ειδικότερα, η αναθεώρηση θα πρέπει να επιδιώξει ν’ αποτρέψει τη χρήση πυρηνικών όπλων λόγω ατυχήματος, λανθασμένου υπολογισμού, λανθασμένης προειδοποίησης, τρομοκρατίας, ή εσκεμμένης πράξης από έναν διαταραγμένο ηγέτη.

Δυνατότητα ανάκλησης…

Η αναθεώρηση θα πρέπει να αξιολογήσει τους τρόπους με τους οποίους η κυβέρνηση θα μπορούσε να βελτιώσει τις τεχνολογίες, τις διαδικασίες, και τις πολιτικές που σχετίζονται με το πυρηνικό οπλοστάσιο, διατηρώντας παράλληλα τα απαιτούμενα επίπεδα διοίκησης και ελέγχου για την αποτροπή.

Για παράδειγμα, θα μπορούσε να προτείνει ένα σύστημα που θα επέτρεπε την καταστροφή των πυρηνικών όπλων ή των συναφών συστημάτων μεταφοράς τους μετά την εκτόξευση και πριν φτάσουν στον στόχο τους, σε περίπτωση που η ενεργοποίηση γίνει κατά λάθος.

Η αναθεώρηση θα πρέπει επίσης να ζητήσει νέα καθοδήγηση που θα ενημερώνει την απόφαση του προέδρου να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα, περιλαμβανομένου του καθορισμού διαβουλεύσεων με τους αξιωματούχους του εκτελεστικού κλάδου και του Κογκρέσου, όταν ο χρόνος λήψης αποφάσεων το επιτρέπει.

Είναι σημαντικό ότι μια μελλοντική πολιτική των ΗΠΑ για την ασφάλεια των πυρηνικών όπλων πρέπει να υπερβαίνει την τρέχουσα αναθεώρηση της πυρηνικής στάσης και να προβλέπει τακτικές αναθεωρήσεις, ίσως κάθε πέντε χρόνια, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ταχέως μεταβαλλόμενες τεχνολογικές και πολιτικές πραγματικότητες.

Η αναθεώρηση των δικλείδων ασφαλείας των ΗΠΑ το 1990-92 έγινε σε μια κρίσιμη στιγμή: ο Ψυχρός Πόλεμος τελείωνε και νέες τεχνολογίες αναδύονταν με ταχείς ρυθμούς.

Ακόμη πιο επείγουσα

Νέα μέτρα ασφαλείας χρειάζονταν επειγόντως, και η αναθεώρηση οδήγησε σε σημαντικές βελτιώσεις στην ασφάλεια των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για την ενίσχυση των εγγυήσεων κατά της λανθασμένης εκτόξευσης πυρηνικών βαλλιστικών πυραύλων.

Τριάντα χρόνια αργότερα, με τον κυβερνοπόλεμο να έχει ήδη αναπτυχθεί για τα καλά και με μια νέα επικίνδυνη πυρηνική εποχή να ξεκινά, η νέα επανεξέταση των δικλείδων ασφαλείας των ΗΠΑ είναι ακόμη πιο επείγουσα.

Εν μέσω της διάβρωσης των συμφωνιών ελέγχου των εξοπλισμών και άλλων παγκόσμιων και περιφερειακών μηχανισμών ασφαλείας, η αμερικανική αναθεώρηση θα είναι κρίσιμη για τη μείωση των πυρηνικών κινδύνων. Αλλες πυρηνικά εξοπλισμένες χώρες πρέπει να κάνουν τα δικά τους παράλληλα βήματα.

Μια ασφαλέστερη πυρηνική λέσχη

Στη σημερινή επικίνδυνη εποχή, κάθε κράτος με πυρηνικά όπλα έχει ζωτικό εθνικό συμφέρον να χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα εργαλεία για ν’ αποτρέψει τη μετατροπή ενός λάθους ή μιας παραβίασης της ασφάλειας σε καταστροφή.

Οι ίδιες επικίνδυνες και δυνητικά θανατηφόρες δυναμικές που ώθησαν την Ουάσιγκτον να επιδιώξει μια αναθεώρηση της ασφάλειας είναι σχεδόν βέβαιο ότι υπάρχουν και σ’ άλλες πυρηνικές πρωτεύουσες.


Ο κινεζικός διηπειρωτικός πύραυλος Dongfeng-41(φωτογραφία Imaginechina photo via AP)

Ανεξάρτητα από το πόσο πρόσφατα τέτοια μέτρα έχουν ενσωματωθεί στον πυρηνικό σχεδιασμό, η υπόθεση των συχνών, επικαιροποιημένων επισκοπήσεων ασφαλείας δεν ήταν ποτέ ισχυρότερη. Η απουσία τέτοιων περιοδικών αναθεωρήσεων στο μεγαλύτερο μέρος της λέσχης των πυρηνικών όπλων αυξάνει τον παρόντα και μελλοντικό κίνδυνο για όλους.

Δεδομένου ότι ένα πυρηνικό ατύχημα, μια πράξη δολιοφθοράς, ή ένας τρομερός λανθασμένος υπολογισμός θα είχε σίγουρα παγκόσμιες επιπτώσεις, κάθε χώρα με πυρηνικά όπλα θα πρέπει να διεξάγει τη δική της εσωτερική επανεξέταση των πρωτοκόλλων ασφαλείας.

Οταν ολοκληρωθούν αυτές οι αναθεωρήσεις, τα αποχαρακτηρισμένα τμήματα θα μπορούσαν να κοινοποιηθούν σε άλλες πυρηνικές δυνάμεις.

Προς το συμφέρον της ασφάλειάς τους

Τα πέντε αναγνωρισμένα κράτη με πυρηνικά στη Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Οπλων (Nuclear Nonproliferation Treaty -NPT) – η Κίνα, η Γαλλία, η Ρωσία, και το Ηνωμένο Βασίλειο, μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες – θα μπορούσαν να μοιραστούν τις αποχαρακτηρισμένες αναθεωρήσεις τους στο πλαίσιο της Διαδικασίας P5, του φόρουμ που συγκεντρώνει τις χώρες αυτές για να συζητήσουν τις υποχρεώσεις τους στην NPT.

Αλλες πυρηνικά εξοπλισμένες δυνάμεις, όπως η Ινδία και το Πακιστάν, ίσως να θεωρήσουν ότι είναι προς το συμφέρον της ασφάλειάς τους ν’ ακολουθήσουν το παράδειγμά τους.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν επίσης να ενθαρρύνουν τη διεθνή συνεργασία στο πλαίσιο της δικής τους αναθεώρησης της πυρηνικής ασφάλειας.

Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να καλέσουν άλλα πυρηνικά κράτη να συνεργαστούν με την κυβέρνηση των ΗΠΑ για τη θέσπιση κυβερνοπυρηνικών «οδικών κανόνων» – βήματα που θα πρέπει να κάνουν οι κυβερνήσεις για να βοηθήσουν στον καθορισμό κανόνων για την προστασία των πυρηνικών τους οπλοστασίων από κυβερνοεπιθέσεις.

Και θα μπορούσε να επιδιώξει τον καθορισμό σαφών κόκκινων γραμμών, συμπεριλαμβανομένων των κυβερνοεπιθέσεων σε ζωτικής σημασίας πυρηνικές υποδομές, όπως τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης, διοίκησης και ελέγχου.

Δημιουργία κοινών κέντρων

Η αμερικανική αναθεώρηση θα πρέπει επίσης να ζητήσει τη δημιουργία ενός κοινού κέντρου των πυρηνικά εξοπλισμένων κρατών – και ίσως και των κρατών μελών του ΝΑΤΟ – για την ανταλλαγή δεδομένων από τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης και για τις κοινοποιήσεις εκτοξεύσεων πυραύλων.

Ενα τέτοιο βήμα θα μπορούσε ν’ αποτελέσει ένα κρίσιμο προστατευτικό ανάχωμα για την αποτροπή μιας λανθασμένης πυρηνικής αντίδρασης.

Οι σημερινές γεωπολιτικές εντάσεις δεν πρέπει να εμποδίσουν αυτόν τον διάλογο. Μετά την εισβολή της στην Ουκρανία, η Ρωσία έχει κάνει απερίσκεπτες δηλώσεις σχετικά με την ετοιμότητά της να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα, και πολλές δυτικές δυνάμεις είναι κατανοητό ότι διστάζουν να διατηρήσουν επικοινωνία με τη Μόσχα.

Ομως η ρωσική κυβέρνηση, όχι λιγότερο από κάθε άλλο πυρηνικά εξοπλισμένο κράτος, έχει ζωτικό συμφέρον για την ασφάλεια και την προστασία του δικού της οπλοστασίου και των οπλοστασίων των άλλων πυρηνικών δυνάμεων.

Η Μόσχα και η Ουάσιγκτον έχουν συζητήσει το θέμα στο παρελθόν: κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, φυσικά, αλλά και μόλις τον Ιούνιο του 2021, όταν η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν έναν διμερή διάλογο στρατηγικής σταθερότητας, αμφότερες οι πλευρές δεσμεύτηκαν να θέσουν τις βάσεις για μελλοντικά μέτρα ελέγχου των εξοπλισμών και μείωσης των κινδύνων.

Παρόλο που η προοπτική ανάληψης δράσης από τη Ρωσία σε συντονισμό με τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλα πυρηνικά εξοπλισμένα κράτη μπορεί να φαίνεται τώρα μακρινή, είναι ακόμη δυνατό να οραματιστεί κανείς τη συμβολή της Μόσχας στη μείωση του παγκόσμιου κινδύνου, με την εμπλοκή της σε μια σοβαρή επανεξέταση της ασφάλειας των δικών της πυρηνικών όπλων. Το ίδιο θα μπορούσε εύλογα ν’ αναμένεται και από το Πεκίνο.

Η σύνοδος του G-7

Παράλληλα με τον διάλογο μεταξύ των πέντε μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, οι εσωτερικές αναθεωρήσεις ασφαλείας θα μπορούσαν επίσης να οδηγήσουν σε προτάσεις για διμερή και πολυμερή μέτρα μείωσης του κινδύνου από τα κράτη με πυρηνικά όπλα.


Δοκιμαστική εκτόξευση αμερικανικού διηπειρωτικού πυραύλου Minuteman 3 από την αεροπορική βάση Vandenberg, στην Καλιφόρνια (φωτογραφία Staff Sgt. JT Armstrong/US Air Force via AP)

Για να επιτευχθεί ουσιαστική πρόοδος, μια ευρύτερη προσπάθεια περί δικλείδων ασφαλείας θα ενισχυθεί από ισχυρή υποστήριξη σε διεθνή φόρουμ.

Η σύνοδος του G-7 που έχει προγραμματιστεί να πραγματοποιηθεί στη Χιροσίμα τον Μάιο προσφέρει μια σημαντική ευκαιρία για την αντιμετώπιση του ζητήματος.

Για παράδειγμα, μια κοινή δήλωση της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, και των Ηνωμένων Πολιτειών, στην οποία κάθε χώρα δεσμεύεται να προβεί στη δική της εσωτερική αναθεώρηση ασφάλειας και υποστηρίζει τον διάλογο, θα μπορούσε ν’ ανοίξει την πόρτα σε βήματα μείωσης του κινδύνου από όλα τα πυρηνικά εξοπλισμένα κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας και της Κίνας.

Με τη σειρά τους, τα μη πυρηνικά μέλη του G-7 – ο Καναδάς, η Γερμανία, η Ιταλία, και η Ιαπωνία – έχουν κοινό συμφέρον να προωθήσουν μια παγκόσμια πυρηνική ασφάλεια και θα μπορούσαν επίσης να υποστηρίξουν μια τέτοια πρωτοβουλία.

Ο κόσμος δεν μπορεί να περιμένει

Οσο υπάρχει πόλεμος στην Ουκρανία, θα υπάρχει πραγματικός κίνδυνος πυρηνικής κλιμάκωσης στην περιοχή.

Η πιο αποτελεσματική και βιώσιμη λύση για τη μείωσή του θα ήταν μια κατάπαυση του πυρός μέσω διαπραγματεύσεων η οποία θα μεταφέρει τη σύγκρουση από το πεδίο της μάχης στο τραπέζι των διασκέψεων.

Αλλά μια τέτοια τομή θα συμβεί μόνο όταν το Κίεβο και η Μόσχα καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι είναι προς το συμφέρον τους.

Οι ρώσοι ηγέτες πρέπει να αποδεχθούν ότι ενώ η Ρωσία μπορεί να καταστρέψει την Ουκρανία, δεν μπορεί να την κατέχει ή να την καταλάβει ειρηνικά.

Οι ηγέτες της Ουκρανίας πρέπει να είναι βέβαιοι ότι μπορούν να υπερασπιστούν την εδαφική ακεραιότητα, την ανεξαρτησία, και την κυριαρχία τους από οποιαδήποτε μελλοντική ρωσική επίθεση.

Πέρα από την Ουκρανία, είναι σαφές σήμερα ότι η αυξανόμενη εξάρτηση από τα πυρηνικά όπλα για αποτροπή από τα εννέα κράτη που διαθέτουν τέτοια [πυρηνικά όπλα] απειλεί το μέλλον της ανθρωπότητας.

Παγκόσμιο πρότυπο ασφάλειας

Χρειάζεται επειγόντως ένα νέο παγκόσμιο πρότυπο ασφάλειας. Το απόλυτο μέτρο πυρηνικής ασφάλειας, φυσικά, θα ήταν η επαληθεύσιμη εξάλειψη των πυρηνικών όπλων, μια για πάντα.

Αυτό το ιστορικό βήμα, ωστόσο, είναι μη ρεαλιστικό βραχυπρόθεσμα, δεδομένων των αυξανόμενων εντάσεων μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και της παρακμής των καθεστώτων ελέγχου των εξοπλισμών.

Πράγματι, φαίνεται τώρα πιο πιθανό ότι ο κόσμος θα μπορούσε να δει τα παγκόσμια αποθέματα πυρηνικών όπλων να αυξάνονται σημαντικά τα επόμενα χρόνια.

Ακόμη και αν ο στόχος του αφοπλισμού παραμένει άπιαστος, υπάρχουν ακόμη πολλά που μπορούν να κάνουν τώρα τα πυρηνικά εξοπλισμένα κράτη για ν’ αποτρέψουν μια πιθανή καταστροφή.

Ο κόσμος δεν έχει την πολυτέλεια να περιμένει πιο ειρηνικούς καιρούς για να μειώσει τους κινδύνους της πυρηνικής χρήσης.