Σινεμάδες
Η περίπτωση του Ιντεάλ και του Αστορ
Εχει γίνει μια παρανόηση τις τελευταίες ημέρες. Η συζήτηση για τη διάσωση δύο ιστορικών σινεμάδων της Αθήνας (Ιντεάλ και Αστορ) δεν εγγράφεται σε κάτι σαν την «προστασία παραδοσιακών ενδυμάτων από εξωραϊστικούς ομίλους». Είναι βιώσιμες επιχειρήσεις με το δικό τους κοινό, ζωοδότες του ταλαιπωρημένου κέντρου, πόλοι πολιτιστικών προτάσεων με ειδικές συχνά προβολές και αφιερώματα.
Αρα, το γεγονός πως έχει εξελιχθεί και γιγαντωθεί η κουλτούρα της πλατφόρμας, των θεάσεων μέσω κινητού ή τάμπλετ, της εξατομικευμένης οικιακής ψυχαγωγίας (κυρίως με επιταχυντή την πρόσφατη πανδημία), δεν σημαίνει πως το σινεμά έλαβε τέλος. Πολύ περισσότερο, το κοινό που επιμένει στη μεγάλη οθόνη, που με τη σειρά της καθορίζει το καλλιτεχνικό περιεχόμενο, δεν έχει ομοιότητες με συλλέκτες παλιών γραφομηχανών ή δεν είναι κάτι ρομαντικοί τύποι με μνήμες από αίθουσες και ταινίες της Τσινετσιτά ή της Finos Film. Είναι ένα νέο απαιτητικό και δυναμικό κοινό και αγοραστικό, πολύ καθοριστικό για το κέντρο και την όλη ζωή της Αθήνας και μια ζωντανή αντίσταση στη μετατροπή της σε υπνούπολη, σε πόλη υπηρεσιών και luxury ιδιώτευσης, στην εκτροπή της σε τουριστικό και μόνον κόμβο.
Βεβαίως όπως προείπαμε είναι και επιχειρήσεις και άρα εκτεθειμένες στο ρίσκο της αγοράς. Επίσης τα κτίρια που εντάσσονται ανήκουν σε φορείς που θέλουν με τη σειρά τους να επενδύσουν αλλιώς. Ομως το θέμα είναι εδώ να κηρυχθούν έστω στη χρήση τους διατηρητέοι όπως έχει γίνει παλιότερα και με νόμο για τα θερινά σινεμά ή όπως άλλες πόλεις και δήμοι συμβάλλουν σε διατήρηση μνημείων- τοπόσημων (π.χ. άνοιξε μια αντίστοιχη κουβέντα στη Ρώμη πριν από τέσσερα χρόνια για το Caffé Greco στη Via Condotti με ευτυχή κατάληξη). Εδώ η κουβέντα στον πυρήνα της έχει να κάνει με το αν καταλαβαίνουμε πως πόλη χωρίς τοπόσημα, κίνηση, κυψέλες διαλόγου, ανοιχτές και δυναμικές δομές δεν υφίσταται.
Και μπορεί να μην υφίσταται εδώ και χρόνια για ένα μέρος των συμπολιτών μας που έχουν αποφασίσει να αποσυρθούν ή που διαμένουν σε τέως εξοχές και σε πανωσηκώματα προαστίων, αλλά δεν έχει πάψει για όσους από εμάς και στο κέντρο ζούμε και το κάνουμε από επιλογή και παρά τις δυσκολίες. Εξάλλου τα τοπόσημα, είναι μεταβλητή και αναπτυξιακή για μια πόλη, αλλιώς θα γίνει αξιοθέατο η μαρκίζα του τάδε ξενοδοχείου ή συγκροτήματος διαμερισμάτων και ο μόνος ήχος θα είναι από τα ροδάκια βαλίτσας τουριστών που θα ψάχνουν τα airbnb δωμάτιά τους.
Δήμος, ΥΠΠΟ, φορείς πρέπει να το πάρουν αλλιώς και να μην υποτιμήσουν την τρέχουσα κουβέντα για τα σινεμά αυτά. Ανοίγει με αφορμή αυτά μια συζήτηση για το τι πόλη θέλουμε, ακόμη και τι είδους ζωή θέλουμε.
Εδώ δεν τίθεται ζήτημα ρομαντισμού – ρεαλισμού, αλλά ποιότητας και απονέκρωσης. Και το ιστορικό κέντρο είναι ο μεταπρατισμός του, η ανταλλαγή ρευμάτων και ιδεών, ο τρόπος που τέμνονται ή συναντιούνται οι γενιές και η κοινωνία των πολιτών, ο συγχρωτισμός των ιδεολογιών, οι νέες τάσεις της αγοράς και του εμπορίου, η κίνηση του βιβλίου και του ενδύματος, οι ράφτες, τα ουζερί και τα καφέ, οι πάγκοι των εφημερίδων, τα οργανοποιεία, τα γραφεία των μικροεπαγγελματιών, τα σωματεία, τα θέατρα, οι μουσικές σκηνές, το εναπομείναν περίπτερο – πριν γίνει μίνι μάρκετ. Η συνύπαρξη με τα μνημεία διαμορφώνει τη μεγάλη πόλη. Και όχι, προς Θεού, ένα συνεχές ξενοδοχείων.
- Έλεγχος συνταγών (και δαπανών) ΕΟΠΥΥ και από τους ασφαλισμένους
- Η καλύτερή μου φίλη εδώ και 40 χρόνια έχει μια στρεβλή εντύπωση για μένα – Θα το λύσουμε;
- Όλαφ Σολτς: Πώς «δικαιολόγησε» τη στήριξη του Έλον Μασκ στην ακροδεξιά AfD στη Γερμανία
- Ένας Άγιος Βασίλης στον… βυθό για τα Χριστούγεννα
- Εξάρχεια: 29χρονη τραυματίστηκε στο κεφάλι μετά από επίθεση με σιδερένιο λοστό – Συνελήφθη 33χρονος
- Ολυμπιακός: Δηλώθηκε στην Basket League ο Μενσά – Πότε έρχεται στην Ελλάδα