Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024
weather-icon 21o
Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’: «Αγαπήσω σε, Κύριε, η ισχύς μου…»

Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’: «Αγαπήσω σε, Κύριε, η ισχύς μου…»

Ο Ισαπόστολος, ο μέγας Μάρτυς, ο καλός Ποιμήν

[…]

Ατάραχος, πανέτοιμος διά την μεγάλην θυσίαν, ο αρχηγός της Εκκλησίας παρηκολούθει τα τελούμενα. Ουδ’ αμφιβολία πλέον υπελείπετο ότι εγγύς ήτο το τέρμα. Με το ρύγχος και τους όνυχας αιμοβαφείς το θηρίον προσήγγιζε την λείαν του. Προ του αναποφεύκτου κινδύνου ο Πατριάρχης προσηύχετο. Παρεμύθει τους πενθούντας, ενεψύχου τους λιποψυχούντας, παρώτρυνεν εις την θυσίαν διά του παραδείγματος τών από αιώνων υπέρ της πίστεως του Χριστού μαρτυρησάντων.

Την εσπέραν του Μεγάλου Σαββάτου πεντακισχίλιοι περίπου άγριοι Ασιανοί στρατιώται διεσκορπίσθησαν καθ’ όλην την ενορίαν του Πατριαρχείου και εντός και εκτός του Φαναρίου. Αλλά παραδόξως, μολονότι δι’ όλης της νυκτός περιήρχοντο τας οδούς του Φαναρίου, μέχρι της ενορίας του Αγίου Δημητρίου, της Ξυλόπορτας και του Μπαλατά, ουδένα ηνώχλησαν. Ο Πατριάρχης εν τούτοις περί το μεσονύκτιον κατήλθεν εις τον ναόν. Απαθής, ως εάν ουδέν συνέβαινεν, ετέλεσεν την λειτουργίαν της Αναστάσεως. Εμνημόνευσεν όλους τους κεκοιμημένους φίλους και εχθρούς, εκοινώνησε των αχράντων μυστηρίων, ηυλόγησε τους παρόντας, ηυχήθη υπέρ της απολυτρώσεως των εν θλίψει και κινδύνοις πιστών δούλων του Υψίστου και εδάκρυσε μόνον καθ’ ην στιγμήν ησπάζετο τους συλλειτουργούς αυτού Αρχιερείς, εν ω χρόνω ο χορός έψαλλε το «Αγαπήσω σε, Κύριε, η ισχύς μου…» Και μετά το πέρας της λειτουργίας ανήλθεν εις τα Πατριαρχεία, ένθα ως συνήθως απενήστευσε μετά των Αρχιερέων.

Αλλ’ η Πύλη είχεν ήδη εκδώσει την εις θάνατον καταδίκην του. Κατά τα παραχωρηθέντα υπό του κατακτητού Μωάμεθ Β’ προνόμια, ο Αρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως και Οικουμενικός Πατριάρχης εχαρακτηρίζετο εν ταυτώ και ως πολιτικός Εθνάρχης. Υπήγετο επομένως, καίτοι ραγιάς, εις το υπουργείον των Εξωτερικών, ως και οι αντιπρόσωποι των ξένων Δυνάμεων. Την πρωίαν επομένως του Πάσχα, 10 Απριλίου 1821, εκλήθη παρά του Χαριδζιγιέ-Ναζιρί (σ.σ. υπουργού Εξωτερικών) ο Μέγας Διερμηνεύς, εις ον ούτος ενεχείρισεν διάταγμα περιλαμβάνον την έκπτωσιν και την καταδίκην του Πατριάρχου Γρηγορίου «ως απίστου και επιβούλου» και την εντολήν προς εκλογήν νέου Πατριάρχου.

[…]


Την 10ην πρωινήν ο Πατριάρχης ανεπαύετο επί ξηρού, ως συνήθιζε, προσκεφαλαίου, είχε δε προσκομισθή αυτώ επί μικράς Τραπέζης ζωμός όρνιθος μετ’ ορύζης. Την στιγμήν εκείνην εις των διακόνων ανήγγειλε την άφιξιν του Μεγάλου Διερμηνέως Αριστάρχου (σ.σ. αυτός ήταν ο ποστέλνικος υψηλόβαθμος αξιωματούχος, αρμόδιος για τις εξωτερικές υποθέσεις Σταυράκης Αριστάρχης). Ο Γρηγόριος, υποθέσας ότι έρχεται ούτος προς επίσκεψίν του, ηγέρθη να τον υποδεχθή. Αλλ’ έτερος διάκονος εισελθών ειδοποίησεν ότι ο Μέγας Διερμηνεύς ανήλθεν εις την μεγάλην αίθουσαν, το μεγάλον συνοδικόν λεγομένην. Ο Πατριάρχης, μη υποπτεύων ακόμη περί τίνος πρόκειται, έσπευσε ν’ ανέλθη και αυτός και καθήσας ήρχισε να συνδιαλέγεται μετά του Αριστάρχου, αποκρύπτοντος όσον ηδύνατο καλλύτερον τον λόγον της επισκέψεώς του.

Μετ’ ολίγον όμως ήρχισαν καταφθάνοντες, κατόπιν προσκλήσεως του Μεγάλου Διερμηνέως, οι πλησιέστερον προς το Φανάριον κατοικούντες Αρχιερείς. Η αυλή του Πατριαρχείου επληρώθη συγχρόνως Τούρκων στρατιωτών εφίππων και πεζών, και εις την θύραν του Συνοδικού παρουσιάσθησαν με τας μορφάς κατηφείς και εξηγριωμένας ο γενιτσάραγας (σσ. αρχηγός των γενιτσάρων), ο μποσταντσήμπασης (σ.σ. αρχηγός της ανακτορικής φρουράς), ο κεσσεδάρης (σσ.  ο επί των θανατικών εκτελέσεων ανώτερος υπάλληλος, ο αρχιδήμιος) του υπουργού των Εξωτερικών και άλλοι πολλοί τών εν τέλει περί τους πεντήκοντα, φέροντες τας επισήμους αυτών στολάς και υπό πολλών άλλων συνοδευόμενοι.

Ο Πατριάρχης ενόησε πλέον περί τίνος επρόκειτο. Και νεύσας εζήτησε να τω φέρωσι το ράσσον αυτού και το επανωκαλύμμαυχον. Απεσύρθη κατόπιν περιβληθείς αυτά εις το βάθος της αιθούσης και εγονυπέτησεν επί τάπητος, ακροώμενος. Ο Μέγας Διερμηνεύς, εγερθείς τότε, ένευσεν εις τον συνοδεύοντα αυτόν Τούρκον Γραμματέα ν’ αναγνώση το διάταγμα της παύσεως του Γρηγορίου και της εξορίας αυτού, έχον ως εξής:

«Επειδή ο Πατριάρχης Γρηγόριος εφάνη ανάξιος του Πατριαρχικού Θρόνου, αχάριστος και άπιστος προς την Πύλην και ραδιούργος, γίνεται έκπτωτος της θέσεώς του και τω προσδιορίζεται διαμονή το Καδδίκιοϊ (Χαλκηδών) μέχρι δευτέρας διαταγής».

Ευθύς δε κατόπιν έτερον διάταγμα λέγον:

«Επειδή η Υψηλή Πύλη δεν επιθυμεί να στερήση τους πιστούς της υπηκόους από της πνευματικής κηδεμονίας του κοινού πατρός των, διατάττει να εκλέξωσι Πατριάρχην, κατά την ανέκαθεν συνήθειάν των».


Ο Μέγας καθαιρεθείς, μετά την ανάγνωσιν του διατάγματος εγερθείς εβάδισε προς την θύραν, σκοπών ν’ αποχωρήση της αιθούσης. Αλλ’ η τίγρις ενήδρευεν. Και βαρεία η χειρ του κεσσεδάρη κατέπεσεν επί του ώμου του.

Υπό σπείρας αγρίων φανατικών περικυκλούμενος ο Πατριάρχης ωδηγήθη μέχρι του λιμένος του Φαναρίου. Εκεί ο κεσσεδάρης επεβίβασεν αυτόν επί ακατίου (σ.σ. μικρής ακάτου, ελαφρού πλοιαρίου), επιτρέψας να τον συνοδεύσωσιν ο ανεψιός αυτού Δημήτριος Αγγελόπουλος και ο ιεροδιάκονος Αγάπιος, όν οι Τούρκοι κατόπιν απεκεφάλισαν εν Διπλοκιονίω. Επιβαίνοντες άλλων ακατίων, συνώδευον τον Πατριάρχην ο μέγας πρωτοσύγγελος, ο μέγας αρχιδιάκονος και άλλοι, νομίζοντες ότι ο Γρηγόριος στέλλεται προς εξορίαν εις Χαλκηδόνα ως έλεγε το διάταγμα. Ότε όμως είδον το ακάτιον ούτινος επέβαινεν ο Πατριάρχης στρέφον προς το Γιαλί-κιοσκιού ενόησαν το τι έμελλε να συμβή και ανέκρουσαν πρύμναν στραφέντες προς την παραλίαν του Γαλατά.

Το ακάτιον μετ’ ολίγον κατέπλεεν εις Γιαλί-κιόσκι. Εκεί απεβίβασαν τον Πατριάρχην και οδηγήσαντες αυτόν εις τα οικήματα του μποσταντσήμπαση τον έρριψαν εις τρομεράν φυλακήν, την καλουμένην «φυλακήν του φούρνου», αναμένοντες ν’ αναγγελθή η εκλογή του νέου Πατριάρχου.

[…]


Ευθύς ως ο νέος Πατριάρχης (σ.σ. ο φιλιππουπολίτης Ευγένιος Β’, μέχρι τότε μητροπολίτης Πισιδίας) ανεχώρησεν εκ της Πύλης, οι φύλακες ειδοποιηθέντες εξήγαγον τον Γρηγόριον της φυλακής. Εις την παραλίαν του Γιαλί-κιόσκι ανέμενον πλείστα τρίκωμα ακάτια, εις έκαστον δε εξ αυτών εισήλθον τέσσαρες έως πέντε στρατιώται της φρουράς. Οι συνοδεύοντες τον κατάδικον οικείοι του διετάχθησαν ν’ απομακρυνθώσιν. Ατάραχος ο Ιεράρχης ηυλόγησεν αυτούς, κλαίοντας και οδυρομένους, και επέβη του προσδιωρισμένου δι’ αυτόν ακατίου. Ήρκει να ίδη ποίοι τον συνώδευον εκ του πλησίον δια ν’ αντιληφθή περί τίνος επρόκειτο. Του ιδίου με αυτόν ακατίου επέβαινε και ο Κοτσίμπασης. Ο αρχιβασανιστής…

Προέπλεεν ο φρούραρχος. Είπετο το ακάτιον του καταδίκου, κυκλούμενον από τα άλλα των στρατιωτών. Και με την τάξιν αυτήν έφθασαν εις την αποβάθραν του Φαναρίου, όπου πυκνόν πλήθος Τούρκων ενόπλων ανέμενε.

Ο πολιτικός και εκκλησιαστικός Αρχηγός της Φυλής και του Γένους ήγετο ως πρόβατον επί σφαγήν.


Απεβιβάσθησαν. Ο Ιεράρχης, με τας χείρας δεδεμένας όπισθεν, εβάδισε βήματα τινά και εγονυπέτησε κλίνας την κεφαλήν. Ενόμιζεν ότι επρόκειτο ν’ αποκεφαλισθή.

Αλλ’ ο Κοτσίμπασης τον ελάκτισε.

Καλκ γιουρού! (Σήκω και περιπάτει!) είπε. Ο τόπος της καταδίκης σου δεν είνε εδώ.

Δεν ηδύνατο όμως ν’ ανεγερθή ευκόλως ο γηραιός. Και τον εβοήθησαν να σταθή και πάλιν επί των ποδών του και τον εχειραγώγησαν κρατούντες αυτόν υπό τας μασχάλας δύο στρατιώται καθ’ όλην την έσω της πύλης ανωφερή οδόν την άγουσαν προς τα Πατριαρχεία.

Ο μάρτυς τούς ηυλόγησεν!

Η απαισία πομπή έβαινε τον δρόμον της υπό τους κοπετούς και τους θρήνους των Ελληνίδων γυναικών τών πέριξ χριστιανικών οικιών.

Μια κραυγή γοερά εδόνει πέριξ τον ορίζοντα.

Έφεραν να σκοτώσουν τον Πατριάρχην!

Παγετός και τρόμος κατεκυρίευσε τους πάντας. […]


Τρεις ήσαν αι έξω θύραι των Πατριαρχείων. Η μία αριστερόθεν προς ανατολάς, φέρουσα εις το προαύλιον της εκκλησίας της Παμμακαρίστου. Η άλλη δεξιόθεν προς δυσμάς, οδηγούσα εις την αυλήν των πατριαρχικών δωματίων. Και η τρίτη εν τω μέσω αυτών, προς μεσημβρίαν και κατά μέτωπον της οδού, άγουσα εις τα οικήματα των υπαλλήλων κληρικών. Επί της τρίτης ταύτης διετάχθησαν οι δήμιοι να στήσωσι την αγχόνην. Πλέον της μιας ώρας διήρκεσεν η απαισία αύτη προπαρασκευή. Ο Πατριάρχης κατά το διάστημα τούτο, στρέψας το πρόσωπον προς ανατολάς και κλίνας την κεφαλήν επί του δεξιού ώμου, προσηύχετο με τους οφθαλμούς κλειστούς.

Όταν αι προπαρασκευαί ετελείωσαν και η αγχόνη είχε στηθή πλέον, ο αρχηγός της Σουλτανικής φρουράς πλησιάσας τον Εθνομάρτυρα ανεκραύγασε:

Κακούργε, δεν είσαι συ ο οποίος διέφθειρες τους λαούς του Σουλτάνου, του καταφυγίου του κόσμου; Δεν είσαι συ ο οποίος ώθησες τους απίστους υπηκόους εις την αποστασίαν; Δεν είσαι συ, σκύλε ακάθαρτε, ο οποίος διέπραξες όλας αυτάς τας προδοσίας;

Και απευθυνόμενος προς τους δημίους:

Κρεμάσετέ τον, διέταξεν.

Οι δήμιοι ήρπασαν το θύμά των και το παρέσυραν προς την αγχόνην, υπό τους κοπετούς και τους θρήνους των χριστιανών κατοίκων τών πέριξ οικιών, οίτινες παρηκολούθουν την σκηνήν της θυσίας από των οπών και των ρωγμών των κεκλεισμένων παραθύρων. Και μετ’ ολίγα λεπτά ο Ύπατος Αρχηγός της Εκκλησίας του Χριστού και του δουλεύοντος Γένους εκρέματο από του σχοινίου ως ο έσχατος των κακούργων.


Και μία λεπτομέρεια· καθ’ ην στιγμήν απηγχόνιζον τον Πατριάρχην, το καλυμμαύχιον αυτού ολισθήσαν έπεσεν από της κεφαλής του. Ο φρούραρχος διέταξε να το επαναθέσωσιν. Δεν έπρεπεν οι καταδικασθείς να χάση τι εκ του σχήματός του!

Και ενώ το σώμα ήσπαιρεν (σ.σ. σπαρταρούσε, σφάδαζε) ακόμη επί της αγχόνης, ο φρούραρχος πλησιάσας ανήρτησεν επί του στήθους του τον «Γιαφτά» (σ.σ. το επίσημο έγγραφο της καταδίκης) τον αναφέροντα τα αίτια της καταδίκης του. […]

Ο νεκρός του Πατριάρχου παρέμεινεν εκτεθειμένος επί της αγχόνης επί τρεις ολοκλήρους ημέρας, φυλασσόμενος υπό αγρίας σπείρας. Διήλθον εκείθεν περιεργαζόμενοι τον νεκρόν όλοι οι επιφανείς Τούρκοι. Ο Μέγας Βεζίρης Βενδερλή Αλής προσήλθεν εις τον τόπον της καταδίκης και ζητήσας σκαμνίον εκάθησεν επί μακρόν ατενίζων τον νεκρόν και συνδιαλεγόμενος προς τον υπασπιστήν του. Λέγεται δε ότι και αυτός ο Σουλτάνος προσήλθε μετημφιεσμένος, περιεργασθείς μακρόθεν τον νεκρόν διά τηλεσκοπίου.

Δραστηρίας κατέβαλε προσπαθείας, αποπειραθείς και να δωροδοκήση ακόμη τους δημίους, ίνα εξαγοράση προς ενταφιασμόν το πτώμα του Εθνομάρτυρος, ο νέος Πατριάρχης Ευγένιος. Δεν εστάθη δυνατόν τούτο. Η Πύλη αμετακλήτως διέταξε να ριφθή το πτώμα του Γρηγορίου εις την θάλασσαν.

Την Τρίτην της Διακαινησίμου και την αυτήν ώραν καθ’ ην εξετελέσθη η απαγχόνισις, ελθόντες οι δήμιοι απεγύμνωσαν το σώμα κρεμάμενον και έλυσαν το σχοινίον από της αγχόνης. Όταν δε ο νεκρός έπεσεν επί της γης, παρετηρήθη ότι παρά τον αριστερόν μαστόν έφερε πληγήν σφαίρας υπό φανατικού τινος Τούρκου ριφθείσης κατά του πτώματος. Εις τον τόπον του μαρτυρίου είχον συρρεύσει μαζί με τους Τούρκους και στίφη Εβραίων εκ των κατωτέρων στρωμάτων υβρίζοντα και λοιδορούντα τον πάνσεπτον νεκρόν. Εις τούτους οι δήμιοι παρέδωσαν το σκήνωμα του Ιεράρχου. Εδέθη τότε ο νεκρός εκ των ποδών και εσύρθη εν μέσω απαισίων ιαχών από των Πατριαρχείων μέχρι της ακτής του Φαναρίου. Ανέμενεν εκεί ακάτιον, του οποίου επέβαινεν εις εκ των δημίων. Το πτώμα ερρίφθη εις την θάλασσαν και ο δήμιος λαβών την άκραν του σχοινίου του βρόχου ερυμούλκησε το πλέον λείψανον προς το μέσον του Κερατίου κόλπου. Φθάσας μεταξύ Ναυστάθμου και Φαναρίου, έδεσεν από του λειψάνου πέτραν, την οποίαν έφερεν εντός του ακατίου, και την κατεπόντισε διά να καταποντισθή μετ’ αυτής και το πτώμα. Δεν ήτο όμως η πέτρα όσον έπρεπε βαρεία και ο νεκρός εξηκολούθει επιπλέων. Επανέστρεψε τότε ο δήμιος εις την ξηράν και λαβών δύο ακόμη πέτρας ήλθε και πάλιν προς το πτώμα, επί του οποίου προσέδεσε και ταύτας, λογχίσας συγχρόνως αυτό επανειλημμένως διά του εγχειριδίου του, δια ν’ απορροφήση ύδωρ! Και τότε το λείψανον κατεβυθίσθη.

Τέσσαρες ημέραι παρήλθον. Και την πρωίαν της πέμπτης το πτώμα ανεφάνη πάλιν εις την επιφάνειαν της θαλάσσης, προς τον Γαλατάν και μεταξύ δύο πλοίων ελλιμενισμένων έμπροσθεν του Καράκιοϊ, εξ ων το εν Σλαβωνικόν και το έτερον Κεφαλληνιακόν, υπό Ιονικήν σημαίαν, φέρον το όνομα «Άγιος Νικόλαος» και με πλοίαρχον τον Μαρήν Σκλάβον. Πρώτος ο Σλαβώνος πλοίαρχος παρετήρησε το λείψανον, και ρίψας επάνωθέν του ψάθαν το εσκέπασεν, επί σκοπώ, όταν νυκτώση, να το ανελκύση και να το θάψη. Εν τω μεταξύ όμως την παρουσίαν του νεκρού εσημείωσε και ο Κεφαλλήν πλοίαρχος, αντιληφθείς δε ότι ανήκεν ούτος εις ιερωμένον, εκάλεσε τον εις το πλοίον του ευρόντα καταφύγιον Πρωτοσύγγελον των Πατριαρχείων και επιδείξας το πτώμα τον ηρώτησεν εάν αναγνωρίζη εις τίνα ανήκει.

Ο Πατριάρχης! Ο Πατριάρχης μου, ανέκραξεν ο Πρωτοσύγγελος, εκραγείς εις λυγμούς μόλις αντίκρυσε τον νεκρόν του Αρχηγού του.


Επελθούσης της νυκτός, οι Έλληνες ναύται ανέσυραν ευλαβώς το σεπτόν σκήνωμα εκ των υδάτων του Κερατίου, τα οποία φιλοστόργως διεφύλαξαν αλώβητον αυτό επί τόσας ημέρας εις τα βάθη των. Το περιετύλιξαν εις συνδόνα και το απέκρυψαν καταβιβάσαντες αυτό επί του έρματος του πλοίου.

Και άμα τη αυγή, ο «Άγιος Νικόλαος» απέπλευσε δι’ Οδησσόν, φορτίον φέρων τιμαλφέστατον προς την κραταιάν Ορθόδοξον Αυτοκρατορίαν, τον νεκρόν του Ισαποστόλου, του Μεγάλου Μάρτυρος, του Ποιμένος του καλού τού θέντος την ψυχήν αυτού υπέρ των προβάτων.

*Αποσπάσματα από το συγγραφικό πόνημα «Βιογραφία και το μαρτύριον του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε’» (έκδοση της Ειδικής Επιτροπής της Κοινής των Αλυτρώτων Ελλήνων Επιτροπείας).

Must in

ΑΕΚ – ΠΑΟΚ 1-0: Προβάδισμα πρόκρισης με Λαμέλα (vid)

Το γκολ του Έρικ Λαμέλα ήταν εκείνο που χώρισε ΑΕΚ και ΠΑΟΚ, με την Ένωση να επικρατεί 1-0 και να παίρνει προβάδισμα πρόκρισης στα ημιτελικά.

Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

in.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ALTER EGO MEDIA A.E.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 800745939, ΔΟΥ: ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: in@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

ΜΗΤ Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ.232442

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024
Απόρρητο