Οι σημαντικότερες πηγές κινδύνου και αβεβαιότητας για τη χώρα θα είναι να μην υπάρχει κυβέρνηση η οποία θα δείξει την απαραίτητη αποφασιστικότητα σε τρία ζητήματα: Πρώτον, να πάρει η χώρα επενδυτική βαθμίδα, εάν δεν την έχει πάρει μέχρι τότε. Δεύτερον, να πάρει τις απαραίτητες δημοσιονομικές αποφάσεις που θα χρειαστεί για τον επόμενο προϋπολογισμό. Τρίτον, να κάνει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, διότι ακόμα απομένουν αρκετές μεταρρυθμίσεις να γίνουν για να αυξήσουν την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Τα παραπάνω τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ.

Ο κ. Στουρνάρας επισήμανε ότι η Ελλάδα έχει επιδείξει μεγάλη ανθεκτικότητα τα προηγούμενα χρόνια και ότι η δημοσιονομική προσαρμογή της είναι πραγματική. «Έχουμε τη μεγαλύτερη μείωση, ως ποσοστό του ΑΕΠ, του δημοσίου χρέους τα τελευταία 2 χρόνια», σημείωσε χαρακτηριστικά.

Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το εάν είναι ώριμα τα πολιτικά κόμματα ώστε να μη λοξοδρομήσουν και να μην οδηγήσουν τη χώρα στα βράχια, ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε στα τρία μεγάλα κόμματα επισημαίνοντας ότι «και τα τρία κυβέρνησαν κατά τη διάρκεια των μνημονίων και πήραν τα απαραίτητα μέτρα που χρειάστηκαν για να σωθεί η χώρα. Άρα μου είναι αδιανόητο ότι τα κόμματα αυτά θα πράξουν σήμερα κάτι διαφορετικό από ότι έπραξαν όταν οι κίνδυνοι ήταν πολύ μεγάλοι».

Οι κίνδυνοι για την οικονομία

Σε ερώτηση σχετικά με το εάν ελλοχεύει ο κίνδυνος εκτροχιασμού της ελληνικής οικονομίας και παράλληλα απώλειας της αξιοπιστίας της χώρας, ο επικεφαλής της ΤτΕ απάντησε ότι οι κίνδυνοι αυτοί θα υπάρξουν «εάν δεν υπάρξει κυβέρνηση που θα δείξει την απαραίτητη αποφασιστικότητα στο να αποκτήσουμε για παράδειγμα, επενδυτική βαθμίδα», αλλά εκτίμησε ως «μικρή την πιθανότητα να συμβεί κάτι τέτοιο. Κανένα κόμμα όταν βρεθεί στην εξουσία δεν θα διανοηθεί να μη φερθεί υπεύθυνα».

Επενδυτική βαθμίδα

Σε σχέση με το επίμαχο ζήτημα της απόκτησης της επενδυτικής βαθμίδας από την ελληνική οικονομία ο κ. Στουρνάρας εμφανίστηκε αισιόδοξος λέγοντας εμφατικά πως «είμαστε πάρα – πάρα πολύ κοντά».

«Οι αγορές το έχουν τιμολογήσει ήδη στις τιμές των ομολόγων, δηλαδή στα επιτόκια των ομολόγων. Αυτό δεν σημαίνει ότι αν την πάρουμε δεν θα έχουμε πρόσθετα οφέλη. Θα διερευνηθεί πάρα πολύ η επενδυτική βάση. Δηλαδή διάφορα ταμεία, funds τα οποία σήμερα στο καταστατικό τους έχουν ως περιορισμό να μην επενδύουν σε χώρες που δεν έχουν επενδυτική βαθμίδα θα επενδύσουν στην χώρα. Έτσι και η Ελλάδα πάρει επενδυτική βαθμίδα αυτός ο περιορισμός θα αρθεί, άρα θα έχουμε μια νέα εισροή κεφαλαίων για επενδύσεις, για δάνεια. Άρα το όφελος θα είναι πολύ μεγάλο.»

» Είναι δηλαδή να σας το πω έτσι, εάν μου επιτρέπετε, το κίνητρο. Το κίνητρο είναι τεράστιο στο να πάρουμε την επενδυτική βαθμίδα, διότι σχεδόν την έχουμε πάρει. Δηλαδή χρειάζεται ένα πάρα πολύ μικρό βήμα. Χρειάζεται η επόμενη κυβέρνηση, αυτή που θα εκλεγεί, οι προγραμματικές της δηλώσεις να είναι τέτοιες που θα ωθήσουν τους αξιολογητές, τους οίκους αξιολόγησης, να δώσουν αυτήν την παραπάνω επενδυτική βαθμίδα» πρόσθεσε ο κεντρικός τραπεζίτης.

«Μικρό επεισόδιο» η τραπεζική κρίση

Ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε και στην πρόσφατη τραπεζική κρίση χαρακτηρίζοντας αυτό που συνέβη ως «σχετικά μικρό επεισόδιο. Είπε συγκεκριμένα:

«Δεν είχε καμία σχέση με αυτό που συνέβη το 2009 με τη Lehman Brothers και με το τι επέφερε, με το τι πλήγμα επέφερε, διότι από τότε μέχρι σήμερα οι τράπεζες απέκτησαν περίπου διπλάσια κεφάλαια, πολύ καλύτερες συνθήκες ρευστότητας, οι εποπτικές αρχές έγιναν πολύ σοφότερες. Έχουμε πολύ περισσότερα μέσα στη διάθεσή μας σήμερα. Όχι ότι δεν χρειάζεται να κάνουμε και άλλα πράγματα. Στην Ευρώπη, για παράδειγμα, θα πρέπει να προχωρήσουμε στην Τραπεζική Ένωση. Να προχωρήσουμε σε ένα κοινό σύστημα αντιμετώπισης κρίσεων. Όχι ότι δεν υπάρχει σήμερα, αλλά είναι όμως ατελές.

Επίσης ένα πανευρωπαϊκό σύστημα εγγύησης καταθέσεων, όχι ότι δεν υπάρχει σήμερα, αλλά έχουμε εθνικά συστήματα. Θέλουμε να πάμε σε ένα πανευρωπαϊκό σύστημα εγγύησης καταθέσεων. Άρα από την κρίση την τελευταία, τη μικρή αυτή κρίση, αντλήσαμε μαθήματα και φαίνεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύντομα θα καταθέσει προτάσεις για να ολοκληρωθεί η Τραπεζική Ένωση στην Ευρώπη.

Η πρόκληση του ελλείμματος

Αναφερόμενος στην πρόκληση του ελλείμματος, του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ο κ. Στουρνάρας το επέδωσε κατά 70% στις υψηλές τιμές ενέργειας. «Εμείς στην Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπουμε ότι ακόμα και μετά τη μείωση των τιμών, των εισαγωγών καυσίμων, θα παραμείνει ένα αρκετά μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών», πρόσθεσε και επισήμανε τα ακόλουθα:

«Αυτό σημαίνει δυο πράγματα όσον αφορά προτάσεις πολιτικής: Πρέπει να συνεχιστεί η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, να δώσουμε μεγάλη έμφαση τώρα σε αυτό που ονομάζουμε διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα. Δηλαδή, δεν αρκεί μόνο να βελτιώνεται το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος ή οι σχετικές τιμές. Πρέπει να προχωρήσουμε στα εμπόδια στις εξαγωγές, στην επιχειρηματικότητα, στις καθυστερήσεις, στην αδειοδότηση, για παράδειγμα. (…) Πέραν αυτού, ακόμα και τότε ίσως να μένει ακόμα ένα …. Δηλαδή μείωση τιμών καυσίμων. Θα μειωθεί το έλλειμμα του ισοζυγίου, αλλά δεν θα εξαλειφθεί. Περαιτέρω βελτίωση ανταγωνιστικότητας. Θα μειωθεί περαιτέρω το έλλειμμα, αλλά δεν θα εξαλειφθεί. Τι απομένει λοιπόν ακόμα; Θα πρέπει να ενισχύσουμε και άλλο την εισροή αυτόνομων κεφαλαίων από το εξωτερικό, μη δανειακών εννοώ αυτόνομων, δηλαδή για επενδύσεις, για αυξήσεις κεφαλαίου σε επιχειρήσεις, ούτως ώστε όποιο μικρό έλλειμμα ισοζυγίου παραμένει να χρηματοδοτείται από αυτόνομες, δηλαδή μη δανειακές εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό.

Πάγωμα αυξήσεων από τις τράπεζες

Σχολιάζοντας την απόφαση των τραπεζών να προβούν σε πάγωμα των αυξήσεων των επιτοκίων στη χώρα μας, τόνισε πως η κίνησή τους είναι «λελογισμένη» και «προστατεύει τα χαρτοφυλάκιά τους από την περαιτέρω αύξηση των κόκκινων δανείων, διότι τα νοικοκυριά έχουν επιβαρυνθεί τους τελευταίους μήνες από τις αυξήσεις επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας οι οποίες λογικά περνάνε στις αυξήσεις των δανείων τους και επιβαρύνουν τις μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις».

Καμπανάκι για την αύξηση μισθών

Ο διοικητής της ΤτΕ αναφέρθηκε και στο ζήτημα της αύξησης των μισθών θέτοντας τις δικές του παραμέτρους στην όλη συζήτηση που γίνεται σε πολιτικό αλλά και κοινωνικό επίπεδο, προσθέτοντας και παραμέτρους όπως η παραγωγικότητα.

«Όσο αυξάνεται η παραγωγικότητα και η προϋπόθεση για να αυξηθεί η παραγωγικότητα είναι να γίνουν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις, τότε ναι βεβαίως μπορούν να δοθούν πραγματικές αυξήσεις σε μισθούς. Αν όμως αυξάνουμε μισθούς χωρίς να αυξάνεται η παραγωγικότητα, μειώνουμε την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και κινδυνεύουμε να αρχίσει να αυξάνεται πάλι η ανεργία που με τόσο κόπο την έχουμε μειώσει αρκετά από την κορύφωση της κρίσης μέχρι σήμερα. Άρα αυξήσεις μισθών είναι εφικτές, αρκεί να αυξάνεται και η παραγωγικότητα μαζί».