Κασσιανή: Διά γυναικός πηγάζει τα κρείττονα
Καρδιά εύθικτη και χαρακτήρας υπερήφανος
Θ’ ακούσωμε κι’ απόψε το Τροπάριο της Κασσιανής, και θα ξαναθυμηθούμε τη δραματική της περιπέτεια, που κυμαίνεται ανάμεσα στον θρύλο και την ιστορία:
Ανήσυχη η μητρυιά του Θεοφίλου, Ευφροσύνη, για τον γάμο του, καλεί από όλες τις επαρχίες της Αυτοκρατορίας στην Αυλή τις πιο όμορφες κοπέλλες. Συγκεντρώνονται δέκα στο Τρικλίνιο των Μαργαριτών (σ.σ. μεγαλοπρεπής αίθουσα στα ανάκτορα της Κωνσταντινούπολης). Με το χρυσό μήλο στο χέρι ο Θεόφιλος προχωρεί προς τον παρθενικό κύκλο. Κυττάζει προσεκτικά την καθεμιά. Και σταματά μπροστά στην Κασσιανή και μονολογεί:
– Αλήθεια! Από τη γυναίκα ήρθαν τα φαύλα!
– Μα κι’ απ’ τη γυναίκα ήρθαν τα καλύτερα! ήταν η άμεση απάντηση της Κασσιανής.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 12.4.1960, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Συννεφιασμένος ο Θεόφιλος προχωρεί και προσφέρει το μήλο στην επαρχιωτοπούλα Θεοδώρα. Η Κασσιανή αφήνει τα εγκόσμια και κλείνεται σ’ ένα μοναστήρι και αφοσιώνεται στο Θεό και στην Ποίηση. Εκεί φθάνει κάποτε ο Θεόφιλος, την ώρα που έγραφε το Τροπάριό της: «Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…» Κρύβεται η Κασσιανή. Βλέπει ο Αυτοκράτωρ το χειρόγραφο, προσθέτει τις λέξεις «κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη» και φεύγει. Γυρίζει η Κασσιανή, αφήνει άθικτη την προσθήκη και τερματίζει τον ύμνο της.
Πόσα ερωτήματα δεν ξεσήκωσε η περιπέτεια αυτή της Κασσιανής! Ερωτήματα άλλα ευνοϊκά και άλλα δυσμενή. Άλλοι παραδέχονται την ιστορικότητά της ακέραιη και άλλοι την χαρακτηρίζουν σαν ένα βυζαντινό θρύλο, συμπαθητικό, μαγευτικό, μα θρύλο άσχετο με την ιστορία.
Τι να δεχθούμε; Δύσκολα μπορεί ν’ αμφισβητηθή ο ιστορικός πυρήνας στην υπόθεση του Θεοφίλου και της Εικασίας ή Κασσιανής. Και δεν μπορεί να τον κλονίση ο ισχυρισμός ότι δεν ήτο μόνιμα καθωρισμένος στο πρωτόκολλο της Αυλής ο τρόπος της εκλογής με το χρυσό μήλο. Γεγονός είναι ότι και πριν από τον Θεόφιλο παρουσιάζονται παραδείγματα ανάλογης εκλογής, όπως στον γάμο του Κωνσταντίνου ΣΤ’, αλλά και στην τσαρική Αυλή μετέφερε η Σοφία η Παλαιολογίνα αργότερα το ίδιο έθιμο. Μα και ωρισμένες λεπτομέρειες του θρύλου, που έχει επικαλεσθή η αρνητική κριτική εναντίον του, συνηγορούν για την ιστορική βάση του. Ας εμβαθύνωμε λιγάκι σ’ αυτές!
Γιατί απέτυχε η Κασσιανή; Βροχή αι απαντήσεις: «Από έλλειψη μετριοφροσύνης και από υπερβολική φιλοδοξία» είπεν ο ένας. «Ο Θεόφιλος ένιωσε ότι θα ήταν δύσκολο να ταιριάξη με μια σύντροφο που γύρευε να λάμπη τόσο με την ομορφιά όσο και με το πνεύμα της».
«Από την εγωπάθεια του Θεοφίλου» είπεν ο άλλος. «Μονάρχης με συνήθειες ανατολικές, όπου έπρεπε όλοι και όλες να σιωπούν μπροστά του, πώς μπορούσε ν’ ανεχθή την προπέτειαν της Εικασίας;»
«Από την καχυποψία του» επρόσθεσεν άλλος. «Ο νεαρός πρίγκηπας είδε ίσως στην απάντηση της Εικασίας μια αντίδραση αυριανή στα πολιτικά του σχέδια, ή τουλάχιστον κάποια ανεπιθύμητη παρέμβαση. Πώς μπορούσαν να συζήσουν αρμονικά δυο αντίθετες φιλοδοξίες; Πώς μπορούσε ν’ ανεχθή ο ανδρικός, ο αυταρχικός χαρακτήρας του Θεοφίλου τα σπέρματα αυτά του φεμινισμού στην Αυλή του;»
Αλλά θα ήταν ένας φοβερός αναχρονισμός να μιλάμε για φεμινισμό στη βυζαντινήν εποχή. Γι’ αυτό και με πολλή δειλία τον αναφέρει ο εισηγητής του. Τα κείμενα των πηγών δεν επιτρέπουν τέτοιες ελευθεριότητες. Τα ίδια κείμενα δεν ρίχνουν καμμιά σκιά στην όμορφη αρχοντοπούλα του Βυζαντίου, για απουσία μετριοφροσύνης και για παρουσία φιλοδοξίας. Από τους εξ χρονικογράφους που αποτελούν τις πηγές μας, οι τρεις, ο Συμεών ο Μάγιστρος, ο Θεοδόσιος ο Μελιτηνός και ο Λέων ο Γραμματικός, τονίζουν ρητώς την αιδημοσύνη της Κασσίας: «μετ’ αιδούς πως αντέφησεν». Και ο Ζωναράς προσθέτει στην εικόνα μια πινελιά πολύ λεπτή: «η δε ηρέμα και μετά σεμνού ερυθήματος ευστόχως πως απεκρίνατο». Και τέλος ο Μιχαήλ ο Γλυκάς παρατηρεί: «η Κασσία, ην δη και αποπέμπεται διά την πλήρη συνέσεως απόκρισιν αυτής».
Βέβαια, όλοι αυτοί είναι εικονόφιλοι –θάλεγε κανείς– και δεν μπορούσαν παρά να ήσαν ευνοϊκοί στην εικονόφιλο Εικασία και δυσμενείς στον Θεόφιλο τον εικονομάχο. Αυτό όμως δεν μειώνει την αξία της μαρτυρίας των: η Κασσιανή έχασε τον θρόνο για τη σεμνή, αλλά και συνετή απάντησή της.
Γεννάται όμως ένα ερώτημα πιο κρίσιμο: Τι ήταν εκείνο που εφόβισε, σχεδόν ετρόμαξε τον Θεόφιλο;
Δεν ήταν τυχαίος ο Θεόφιλος. Πολλοί πολέμιοί του τού αναγνωρίζουν ωρισμένες αρετές. Τον ονομάζουν «μεγαλοπρεπή» και «λαμπρόψυχον», δηλαδή γενναιόδωρον, «φιλόλογον», δηλαδή εραστήν της παιδείας, και «φιλόκοσμον», δηλαδή προστάτην των τεχνών, και προ πάντων «δίκαιον και απροσωπόληπτον».
Μα για μερικούς χρονικογράφους δεν υπήρχε μέσος όρος. Ο Θεόφιλος, αρκεί που ήταν εικονομάχος, έπρεπε να ήταν και σκεύος κάθε κακίας. Και αυτός ο θάνατός του, που προήλθε από φοβερή δυσεντερία, ήταν θεία τιμωρία! Γιατί; Γιατί στη σκέψη και στα μάτια των φανατικών εικονοφίλων και ο Θεόφιλος ήταν «δυσσεβής», ήταν «μισόθεος» και ιδιαιτέρως «ανευλαβής προς την Θεοτόκον», αφού απηγόρευε και αυτός την επίκληση «Θεοτόκε, βοήθει!»
Ενώ αντίθετα η βυζαντινή αρχοντοπούλα ήταν εικονόφιλη φανατική, όπως όλος σχεδόν ο γυναικείος κόσμος του Βυζαντίου. Είχε μόρφωση φροντισμένη, πνεύμα ελεύθερο και ευκίνητο, καρδιά εύθικτη και χαρακτήρα υπερήφανο. Όλα αυτά τα χαρίσματα τα στόλιζε μια ομορφιά γοητευτική. Μια ήταν σ’ όλη την Πόλη. Και ήλθε ν’ αντιμετρηθή με την καταπληκτική, μα αμόρφωτη καλλονή της Παφλαγονίας – με την Θεοδώρα.
Ο Θεόφιλος έπρεπε να εκλέξη την ομορφότερη. Δύσκολη ήταν η εκλογή ανάμεσα στις δυο. Κατέληξε βέβαια στην Κασσία. Έπρεπε όμως να ερευνήση και τον πνευματικό της κόσμο και να εξακριβώση μήπως ήταν εικονόφιλη – αντίθετη δηλαδή στο πολιτικοθρησκευτικό του πρόγραμμα. Και τότε ριψοκινδύνεψε τον συλλογισμό, σαν να μονολογούσε: «Ως άρα διά γυναικός ερρύη τα φαύλα».
Η Κασσιανή κοκκίνισε: Ήταν προσβολή για το φύλο της. «Μα επί τέλους, αν η Εύα έφερε στον κόσμο τα φαύλα, υπήρχε και άλλη, που έφερε τον Χριστό» σκέφθηκε αστραπιαία και απάντησε ντροπαλά, μα θαρρετά: «Αλλά και διά γυναικός πηγάζει τα κρείττονα». Και είδε ο Θεόφιλος πάνω από το κεφάλι της αρχοντοπούλας όλες τις εικόνες της Παναγίας όλης της Αυτοκρατορίας. Και κατέρρευσε μέσα του το ίνδαλμά του – η Κασσία! Πώς μπορούσε να κάμη σύντροφό του μια εικονόφιλη, μια αντίπαλο; Και με βήμα γρήγορο γυρίζει στην ακίνδυνη Θεοδώρα και της προσφέρει το μήλο – τον θρόνο.
Η Κασσία τον είχε χάσει!
Αλλά ποιος μπορεί να πιστέψη πως τον έχασε; Υπάρχει αυτοκράτειρα πιο διάσημη από την φοιβόληπτη Κασσιανή; Όλες πέθαναν και λησμονήθηκαν! Τι λέγω; Πέθαναν και λησμονήθηκαν όλοι οι αυτοκράτορες και όλες οι διασημότητες του Βυζαντίου. Μονάχα η Κασσιανή ζη και αναζή μέσα μας, κάθε χρόνο, το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης με το υποβλητικό νόημα και την κατανυκτική μουσική του Ύμνου της. Απ’ όλο το Βυζάντιο –τον λυγμό και τον σπαραγμό μας!– μας μένει μονάχα η Κασσιανή! Ποιος είπε πως είναι θρύλος, πως ήταν «μύθος», αυτή η μοναδικά ζωντανή μέσα μας αρχόντισσα του Βυζαντίου;
*Άρθρο του Στ. Α. Νικολαΐδη για την Κασσιανή και το Τροπάριό της, για τον Θεόφιλο και το Βυζάντιο. Το κείμενο του Νικολαΐδη, που έφερε τον τίτλο «Κασσιανή και Θεόφιλος», είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 12 Απριλίου 1960, Μεγάλη Τρίτη.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις