Ιωάννης Μεταξάς: Η αγάπη του για τη λογοτεχνία και την καλλιτεχνία
Εραστής και προστάτης της τέχνης
- Μιας διαγραφής… μύρια έπονται για τη Ν.Δ.- Νέες εσωκομματικές συνθήκες και «εν κρυπτώ» υπουργοί
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
- Οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Black Friday
Η μνήμη που αναπολεί σήμερα τη μορφή του Ιωάννου Μεταξά σταματά μ’ ευλάβεια στο κορυφαίο σημείο της ζωής του, στην εξαίσια ώρα της μοίρας του, πούναι το πρωινό της 28ης του Οχτώβρη. Κατά την ευδαίμονα αυτή ώρα, που συνόψισε την ενστικτώδη και τη συνειδητή θέληση των Ελλήνων να ζήσουν άξιοι της ιστορίας τους, συνομολογήθηκε το χρέος της ευγνωμοσύνης του Έθνους προς τον Κυβερνήτη του. Η Ελλάδα αναγνώρισε την ψυχή της στην πράξη του Ιωάννου Μεταξά κ’ αιστάνθηκε λυτρωμένη και περήφανη. Καμιά πρόγνωση για δοκιμασίες και βάσανα δε στάθηκε ικανή να περιορίσει τη χαρά από το μεγάλο αυτό γεγονός, που έβγανε τον καθένα από το πετσί του και τον απέδιδε στην Ελλάδα. Είτανε, τότε ακόμα στις πρώτες μέρες του αγώνα, η αναγάλλια από την ορμή για τη θυσία. Για πολλούς (αν και νομίζω πως ο λαός δεν έβαλε στο νου του τη θυσία, παρά μονάχα τη νίκη), η απόφαση του Κυβερνήτη είταν απόφαση ολοκαυτώματος αντάξια των ελληνικών παραδόσεων. Οι τρεις μήνες που κυλήσαν από τη μέρα κείνη ίσαμε το θάνατό του γυρίσανε τη μετάρσια κείνη αγαλλίαση σε ριζωμένη χαρά για τη Νίκη. Στις πράξεις μας τώρα δε μας φρονηματίζει μονάχα η ιστορία του Έθνους, παρά και μας εμψυχώνει η προαίστηση του ευτυχισμένου μέλλοντος της πατρίδας.
Στο μνημόσυνο όπου μας καλεί σήμερα η «Νέα Εστία», ομολογώ πως θάθελα να προσέλθω μονάχα σαν Έλληνας και να δω τη μορφή που τιμούμε από τη γενική τούτη σκοπιά, που υπερβάλλει και περικλείνει όλες τις άλλες. Υπάρχει όμως κ’ ένα δεύτερο χρέος, που εντάσσεται στο μεγάλο της εθνικής ευγνωμοσύνης, να αναπολήσουμε το έργο που κάτω από την επίνευση και την ενίσχυση του Ιωάννου Μεταξά συντελέστηκε στα Γράμματα και στις Τέχνες. Για να τιμήσουν τη μνήμη του, οι συνεργάτες του, στενότεροι και μακρινότεροι, καθένας στον τομέα του, οφείλουν να καταγράψουν και να διαφωτίσουν το κυβερνητικό έργο του.
Ο Ιωάννης Μεταξάς υπήρξε αλήθεια εραστής και προστάτης της τέχνης. Μπορούμε σήμερα να το φανερώσουμε —κ’ είναι ίσως το καλήτερο μνημόσυνο που έχουμε να του κάμουμε σαν εντολοδόχοι του στη διοίκηση των καλλιτεχνικών πραγμάτων— πως ο Μεταξάς δεν αρνήθηκε ποτέ ο,τιδήποτε του ζητήθηκε για την προστασία και την προαγωγή της ελληνικής τέχνης. Αν δεν του ζητήθηκαν (κ’ επομένως αν δεν πραγματοποιήθηκαν) περισσότερα, τούτο οφείλεται στους συνεργάτες του, πούχαν κι αυτοί το νου τους στο πιθανώτατο ενδεχόμενο του πολέμου κι αυτοπεριοριζόντανε σε κάθε τους αίτηση. Μπροστά μας είχαμε ένα πρόγραμμα. Και την πραγματοποίησή του την κλιμακώσαμε σε περισσότερα από τρία ή τέσσερα χρόνια. Η αγάπη του για την τέχνη και τους καλλιτέχνες είταν απεριόριστη. Έφτανε νανήκει κανείς στην τάξη αυτή της προτίμησής του, για νάχει τη συμπάθεια, και μάλιστα το σεβασμό του. Κ’ ενώ η μακρά και οδυνηρή πείρα του τον έκανε σκεπτικό για όλες τις αναγνωρισμένες αξίες στην επιστήμη, στην πολιτική και γενικώς στο δημόσιο βίο, για τους ανθρώπους της τέχνης δεν είχε παρά συμπάθεια και έφεση για κατανόηση.
Ο Ιωάννης Μεταξάς υπήρξε συνάμα στα ζητήματα της τέχνης εντελώς ανεξίθρησκος. Πριν ακόμα η υπηρεσία των Καλών Τεχνών προλάβει να πραγματοποιήσει κανένα κεφάλαιο από το κυβερνητικό πρόγραμμα, μια ομάδα από πέντε ή έξη καλλιτέχνες επέτυχε μιαν ακρόαση από τον Πρόεδρο. Του κατηγόρησε αορίστως τους συναδέλφους της, «την ανατρεπτικήν μερίδα, η οποία ζητεί να καταστρέψη παν ό,τι έως τώρα έγινε και ν’ αρχίση να κάμνη εκείνα τα οποία, όπως γνωρίζετε και σεις, όλα τα κράτη τα καίουν και τα διώχνουν από τον τόπον των» και του ζήτησε να ευνοήσει ως Κυβερνήτης μιαν αισθητική αρχή, «τη σωστή πλευρά (sic) της Ακαδημαϊκής τέχνης». Ο Πρόεδρος, με μια σιγουριά που θα τη ζήλευε κι ο ειδικός, έβαλε να στενογραφήσουν όχι μόνο αυτά που άκουσε, παρά κι αυτά που αυτοσχεδίασε και είπε. Ό,τι είπε είταν ο καταστατικός χάρτης της ελευθερίας της ελληνικής τέχνης. «Εγώ θέλω να ενοποιηθή όχι η Τέχνη, αλλά η εμφάνισις της Τέχνης. (Δηλ. υπό ενιαίο σωματείο και σε κοινή έκθεση.) Εγώ ως εκπρόσωπος του Κράτους εννοώ να υποστηρίξω την Τέχνην. Το Κράτος το ελληνικόν το σημερινόν θα υποστηρίξη την Τέχνην, όχι ωρισμένην τεχνοτροπίαν (…) Η κρίσις λοιπόν της αξίας της καλλιτεχνικής ανήκει εις την κοινωνίαν. Το Κράτος δεν δύναται να επεμβαίνη εις αυτήν την υπόθεσιν. Εγώ θα δώσω όλα τα μέσα ν’ αναπτυχθή η Τέχνη. Τώρα, τι αρέσει εις τον άλφα ή τον βήτα κεχωρισμένως και προσωπικώς, δεν είναι υπόθεσις κυβερνητική» (Ι. Μεταξάς). Από δω ξεκίνησαν οι συνεργάτες του. Ό,τι με τον καιρό πραγματοποιόταν, ο Μεταξάς το παρακολουθούσε ακούραστος. Δεν έλειψε από καμιά καινούρια παράσταση του «Βασιλικού», από καμιά έναρξη καλλιτεχνικής έκθεσης, από κανένα εορτασμό ή άλλη επίσημη (θάλεγα και ανεπίσημη) εκδήλωση της καλλιτεχνικής ζωής. Διάβαζε τα λογοτεχνικά βιβλία που βγαίναν (πολλοί από τους συγγραφείς μας έχουν ιδιόγραφα συγχαρητήριά του), χαιρότανε νάχει γύρω του καλλιτεχνικά έργα, και τις τελευταίες του μέρες ασχολήθηκε μόνος του πώς να τοποθετήσει στον κήπο του της Κηφισιάς ένα-δυο γλυπτικά έργα που τούχανε χαρίσει στη γιορτή του.
Την αγάπη του Ιωάννου Μεταξά για τη λογοτεχνία και την καλλιτεχνία την ολοκλήρωνε η ανόθευτη πίστη του στη δημοτική γλώσσα. Ο κ. Τριανταφυλλίδης θα διηγηθεί ελπίζω την ιστορία της συγγραφής της «Γραμματικής της δημοτικής για τα σχολεία» που ανάλαβε και σχεδόν επεράτωσε, όπως μαθαίνω, υπό τη διαρκή και παραινετική παρακολούθηση του Προέδρου. Από τη συνοπτική έκθεση των πεπραγμένων του Υπουργείου Παιδείας κατά την τελευταία τριετία για τα Γράμματα και τις Τέχνες, που δημοσιεύεται σε τούτο το τεύχος, σαν απαραίτητο παρακολούθημα των γραμμών αυτών, ο καθένας θαντιληφθεί ίσαμε πού έφτασε η φιλότεχνη και εκπολιτιστική μέριμνα του Προέδρου. Ό,τι έγινε στην περιοχή αυτή δεν είναι βέβαια όλο πούχε να γίνει. Ο χρόνος είτανε βραχύς και χαλεπός. Αλλά είναι μια ορθή αφετηρία, ένα προηγούμενο, και για την παρούσα Κυβέρνηση —μπορούμε να το πούμε με βεβαιότητα— μια ιερή υποθήκη.
*Κείμενο του διακεκριμένου λογοτέχνη Παντελή Πρεβελάκη (1909-1986), που έφερε τον τίτλο «Ο φιλότεχνος» και είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Νέα Εστία», στο τεύχος που είχε εκδοθεί στις 15 Φεβρουαρίου 1941. Το εν λόγω τεύχος (υπ’ αριθμόν 340) της «Νέας Εστίας» ήταν αφιερωμένο στον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος είχε αποβιώσει λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 29 Ιανουαρίου 1941. Ο Πρεβελάκης υπογράφει το συγκεκριμένο κείμενό του ως Διευθυντής των Καλών Τεχνών (επικεφαλής της Διεύθυνσης Καλών Τεχνών του υπουργείου Παιδείας).
Ο στρατιωτικός και πολιτικός Ιωάννης Μεταξάς γεννήθηκε στην Ιθάκη στις 12 Απριλίου 1871 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 1941.
Στις 4 Αυγούστου 1936 ο Μεταξάς, τότε πρωθυπουργός της χώρας, κατέλυσε το κοινοβουλευτικό πολίτευμα και εγκαθίδρυσε δικτατορικό καθεστώς, που έμεινε στην ιστορία ως Δικτατορία της 4ης Αυγούστου ή Μεταξική Δικτατορία.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις