Η μυστική συμφωνία Στάλιν – Εκκλησίας
Φως στη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε το 1943 στο Κρεμλίνο ρίχνει η ιστορικός Κάθριν Ντέιβιντ στο διαδικτυακό περιοδικό Aeon
Σεπτέμβριος 1943. Οι εξελίξεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ευνοούν τη Σοβιετική Ενωση και ο Ιωσήφ Στάλιν συγκαλεί συνάντηση στο Κρεμλίνο. Εκτός από τους σταθερούς συνεργάτες του, τον υπουργό Εξωτερικών Μολότοφ και τον επικεφαλής της μυστικής αστυνομίας Μερκούλοφ, τρεις άνδρες πέρασαν το κατώφλι του γραφείου του για πρώτη φορά: ο Μητροπολίτης Σέργιος, ο Μητροπολίτης Αλέξιος και ο Μητροπολίτης Νικόλαος, τρεις από τους λιγοστούς ιεράρχες της Ορθόδοξης Εκκλησίας που είχαν απομείνει στη χώρα, όπως αναφέρει στο κατατοπιστικό αφήγημα «At the Kremlin in 1943» του διαδικτυακού περιοδικού Aeon η ιστορικός Κάθριν Ντέιβιντ.
Τι μπορούσε να θέλει ο Στάλιν από τους ιεράρχες και μάλιστα αφού είχαν προηγηθεί δεκαετίες διωγμού της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας από το επίσημα άθεο σοβιετικό κράτος; Κι εκείνοι πόσο θάρρος επιστράτευσαν για να φτάσουν ως εκεί όταν γνώριζαν ότι πολλοί κληρικοί είχαν εκτοπιστεί σε στρατόπεδα εργασίας, ενώ ορισμένοι άλλοι ήταν νεκροί;
Ηταν οι εξελίξεις μετά τον Σεπτέμβριο του 1943 που οδήγησαν τον Στάλιν να οραματιστεί έναν καίριο ρόλο για τη Σοβιετική Ενωση σε έναν μεταπολεμικό κόσμο και ήταν αυτό το όραμα που τον ώθησε να επανεξετάσει τη θέση του σε σχέση με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, και ευρύτερα τον ρόλο της θρησκείας σε μια αθεϊστική αυτοκρατορία.
Η πρόταση του Στάλιν προς τους ιεράρχες ήταν τολμηρή: να αφιερώσει πόρους το σοβιετικό κράτος για την ανασύσταση της Εκκλησίας, την οποία το ίδιο είχε καταστρέψει.
Γιατί άλλαξε γνώμη
Η συνάντηση και η πρόταση του Στάλιν δεν είναι μια από τις προβεβλημένες στιγμές της Ιστορίας, αν και είναι πολύτιμη καθώς η στροφή αυτή της σοβιετικής προσέγγισης προς τη θρησκεία, θα άφηνε ισχυρό το αποτύπωμά της στη θρησκευτική ζωή των σοβιετικών λαών όχι μόνο εκείνης της εποχής, αλλά και τις δεκαετίες που ακολούθησαν. Οι ρίζες για την αλλαγή αυτή βρίσκονται στην παραδοχή ότι, παρά τις προσπάθειες του κράτους περί του αντιθέτου, η επιρροή της θρησκείας ήταν έντονη στον λαό. Αντί λοιπόν να την αγνοήσει θα μπορούσε να την εκμεταλλευτεί προς όφελός του.
Η Ρωσική Ορθοδοξία ήταν επικίνδυνη στα μάτια των Μπολσεβίκων και λόγω του πλούτου και της επιρροής της σε όλο το εύρος της ρωσικής κοινωνίας. Δύο δεκαετίες μετά την επικράτησή τους όμως το σοβιετικό σχέδιο είχε μεταμορφωθεί αρκετά ώστε η θρησκευτική ζωή να μην αποτελεί πλέον απειλή, αλλά μοχλός στήριξης της σοβιετικής πολιτικής. Παράλληλα οι ιστορικοί πνευματικοί δεσμοί θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να υποστηρίξουν τις σοβιετικές διεκδικήσεις σε εδάφη της Ανατολικής Ευρώπης.
Η συνάντηση του 1943 οδήγησε σε μια σειρά μέτρων που δημιούργησαν ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για τη λειτουργία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ΕΣΣΔ: την επανίδρυση του Πατριαρχείου Μόσχας, ως επίσημης έδρας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, και την ενθρόνιση Πατριάρχη. Η εκκλησιαστική περιουσία που είχε απαλλοτριωθεί από το κράτος θα επιστρεφόταν προς χρήση στην Εκκλησία. Ο απόλυτος έλεγχος, όμως, των εκκλησιαστικών υποθέσεων και της περιουσίας παρέμεινε στο κράτος, υπό το νεοϊδρυθέν Συμβούλιο για τις Υποθέσεις της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Κομβικό σημείο για την υιοθέτηση μια φιλικής ως προς τη θρησκεία πολιτικής εκ μέρους του Στάλιν θεωρείται η δυτική περιοχή της Ουκρανίας που προσαρτήθηκε στην ΕΣΣΔ. Η ρητορική της επανένωσης συνάντησε έντονες εθνικιστικές αντιδράσεις και η απάντηση του σοβιετικού καθεστώτος ήταν διά της κλασικής σταλινικής συνταγής: μαζική παρακολούθηση, συλλήψεις, απελάσεις και εκτελέσεις. Στο μεταξύ παρατηρώντας τη θρησκευτικότητα του πληθυσμού της δυτικής Ουκρανίας, οι σοβιετικές Αρχές φοβήθηκαν πως μέσω των θρησκευτικών δομών ενδεχομένως οργανωθεί αντισοβιετικό κίνημα. Και αναγνωρίζοντας ότι δεν είχαν την ικανότητα να καταστείλουν πλήρως τη θρησκευτική ζωή στην Ουκρανία, άρχισαν να διερευνούν πώς να χρησιμοποιούν τη θρησκεία για τους δικούς τους σκοπούς. Ταυτοχρόνως συνειδητοποίησαν ότι μια προσέγγιση διά της θρησκείας θα μπορούσε να τους επιτρέψει να στηρίξουν τις εδαφικές τους αξιώσεις τους.
Στο μεταξύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού ανήκε στην Ελληνόρυθμη Καθολική Εκκλησία (Ουνίτες) – περί τα 3 εκατ. – η οποία ακολουθούσε το ορθόδοξο τυπικό, αλλά αναγνώριζε την εξουσία του Πάπα και αποτελούσε σημαντικό πυρήνα εθνικισμού. Οσοι αρνήθηκαν να την εγκαταλείψουν και να ενταχθούν στη Ρωσική Ορθόδοξη συνελήφθησαν, απελάθηκαν και πέθαναν στα γκουλάγκ.
Γρήγορα όμως η εργαλειοποίηση της θρησκείας έγινε αντιληπτή από τους πιστούς. Στα τελευταία χρόνια ηγεσίας του Στάλιν και επί του διαδόχου του, Χρουστσόφ, πολλές εκκλησίες έκλεισαν ξανά και ξεκίνησαν νέες εκστρατείες για την προώθηση του αθεϊσμού.
Ο Πούτιν
Την παρακαταθήκη αυτή σχετικά με χρήση της Εκκλησίας για την επίτευξη πολιτικών στόχων φαίνεται πως αξιοποίησε και ο Βλαντίμιρ Πούτιν θέλοντας να δικαιολογήσει την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 ως κίνηση «αποκατάστασης του ρωσικού ορθόδοξου κόσμου» με τις ευλογίες του Πατριαρχείου Μόσχας που σε αντάλλαγμα έχει τον έλεγχο της περιουσίας του στο πλαίσιο μετασοβιετικής επιστροφής περιουσίας. Αφήγημα το οποίο επανέλαβε ο ρώσος ηγέτης και τον Φεβρουάριο του 2022 όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία χαρακτηρίζοντας τον πόλεμο ως δίκαιο για την ενότητα του ρωσικού ορθόδοξου κόσμου και τους ρώσους στρατιώτες που σκοτώθηκαν ως μάρτυρες, πεσόντες σε ιερό πόλεμο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ «ΤΑ ΝΕΑ»
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις