Η Ικαριώτισσα που ύφανε ζωή επί 112 χρόνια
Η ιστορία της Ιωάννας Πρωίου
Οταν ξεκίνησα να πάω στα 106α γενέθλια της Ιωάννας Πρωίου είχα ακούσει πολλά γι’ αυτήν χωρίς να την έχω γνωρίσει. Η αυλή του σπιτιού της ήταν γεμάτη κόσμο που της ευχόταν «να τα χιλιάσεις». Η ευχή που ξεχώρισε η ίδια ήταν από μια γιαγιά σε κοντινή ηλικία: «Χρόνια πολλά, χωρίς όρια!». Της έκανε δώρο ένα αδράχτι με αρκετό άσπρο μαλλί τυλιγμένο πάνω του. Η κυρία Ιωάννα ενθουσιάστηκε, την αγκάλιασε και τη φίλησε, λέγοντάς της «αυτό είναι που ήθελα εγώ».
Μετά τα πανηγύρια, τους πανηγυρικούς και έναν ικαριώτικο που χόρεψε της ζήτησα ευγενικά να μιλήσουμε. «Η δημιουργία είναι η μακροζωία. Και η αγάπη. Αγαπώ τον κόσμο όλο και δεν θέλω να πάθει κανένας κακό» μου είπε και δώσαμε ραντεβού για την επομένη.
Την άλλη μέρα πήγα στην αυλή της και περίμενα αρκετά μέχρι να ξυπνήσει και να πάρει το πρωινό της. Εμφανίστηκε με μία κτένα στα μαλλιά ασορτί με το φόρεμα. Είχε πολλές ιστορίες να μου πει. Σε αρκετές από αυτές, όταν τελείωνε και αισθανόταν ότι ήταν αστείες γελούσε με την ψυχή της, όπως γελάνε τα παιδιά.
«Γεννήθηκα το 1911, ήταν ακόμα οι Τούρκοι στην Ικαρία. Είμαι το δωδέκατο παιδί από τα 13 που γέννησε η μάνα μου. Η πρώτη μου ανάμνηση είναι η βάπτιση του αδελφού μου που γεννήθηκε τρία χρόνια μετά από εμένα. Τότε τα παιδιά τα βάφτιζαν νωρίς για να τα σώσουν. Πέθαιναν από διάφορες αρρώστιες όταν ήταν μικρά… Θυμάμαι τη φτώχεια που είχε ο κόσμος. Μια φορά μού έστειλαν οι αδελφές μου από την Αθήνα κάτι παπουτσάκια λουστρίνια. Τα φορούσα μόνο όταν πήγαινα στην εκκλησία και μετά τα καθάριζα και τα φύλαγα κάτω από το μαξιλάρι, μη μου τα κλέψουν.
Τότε οι άνθρωποι δεν είχαν ρούχα ούτε παπούτσια αλλά ήμασταν πιο χαρούμενοι. Δεν υπήρχε ρεύμα. Με τη λάμπα, με το δαδί, με το λυχνάρι… Υπήρχε ένα ραφάκι δίπλα στο τζάκι, σαλαφακιλίκι το λέγανε, κι εκεί ανάβαμε το δαδί μπόλικο. Κι από κάτω η μητέρα μου έκλωθε, άλλη έπλεκε, άλλη κεντούσε, άλλη έραβε και ο πατέρας μου στην άλλη άκρη με τα μικρά και τους έλεγε ιστορίες και παραμύθια».
Θυμάται χιλιάδες προσφύγων που ήρθαν στην Ικαρία σε δύο κύματα το 1918 και το 1922. «Το 1918 ήρθαν πρώτοι οι συγγενείς και αυτοί που είχαν εμπορικές συναλλαγές με την Ικαρία. Γέμισε ο κόσμος παιδιά. Περνούσαμε πολύ ωραία τότε. Θυμάμαι, οι πρόσφυγες χόρεψαν πρώτοι το βαλς, το ταγκό. Αυτοί έφεραν και το «χωνί». Εκανε θαύματα το «χωνί»».
Τη ρώτησα αν και τότε γινόταν χαμός με τον ικαριώτικο στα πανηγύρια. «Τότε ήταν ο χορός. Δεν είχαν ανάγκη τη μουσική. Πίνανε το κρασάκι τους, χορεύανε και πετούσανε. Τώρα δεν είναι χορός, είναι πατητήρι».
Κι ο έρωτας; Πώς ήταν ο έρωτας; Διόρθωσε λίγο την κτένα στα μαλλιά της και ξεκίνησε, «έχω πολλές ιστορίες να σου πω. Τις θυμάμαι όλες». «Οταν ένας νέος τού άρεσε μία κοπέλα δεν μπορούσε να της πει τίποτα. Αν καταλάβαινε ότι και αυτή τον έβλεπε, τολμούσε και πήγαινε στους γονείς της. Πήγαινε σαν ένας μουσαφίρης και μιλούσανε περί ανέμων και υδάτων όση ώρα ήταν εκεί. Οταν έφευγε αυτός, για να δει αν τον θέλουνε έβγαζε το σακάκι του και το άφηνε στην πεζούλα στην αυλή τους. Αφηνε το σακάκι του και την άλλη μέρα το βράδυ πήγαινε σιγά-σιγά, κλεφτά-κλεφτά να δει, είναι το σακάκι εκεί; Αν το έβρισκε, έφευγε και ακόμα τρέχει. Εάν όμως δεν ήταν εκεί το σακάκι και καταλάβαινε ότι το πήρανε μέσα, ήταν δεχτός γαμπρός. Πήγαινε μέσα με όλο το θάρρος, ήταν πια σίγουρος γαμπρός.
Οι κοπέλες κι αυτές βλέπανε τα παλικάρια που τους αρέσανε αλλά δεν μπορούσαν να μιλήσουν. Βέβαια, υπήρχαν και τα κρυφά. Πάρε, Μαριώ, τη ρόκα σου και έβγα τον φράχτη-φράχτη και αν σε ρωτήσει η μάνα σου πες τ’ς έχασα τ’ αδράχτι… Τοίχο-τοίχο…».
Τέλος, μου μίλησε και για τις δικές της μεγάλες αγάπες: «Η Ικαρία για μένα είναι η ζωή. Η μητέρα μου ήταν υφάντρα και με μεγάλωσε κάτω από τον αργαλειό. Αντί για κούνια με είχε σε ένα κυρτό καπάκι από μπαούλο και με το ένα πόδι κουνούσε εμένα και με το άλλο δούλευε στον αργαλειό. Μία μέρα έκλαιγα και της ζητούσα να μου πει ένα παραμύθι. Τι να κάνει η καημένη, να κάθεται και να μου λέει παραμύθια και να μη δουλεύει; Μου έδωσε μια χοντρή κλωστή από μαλλί και μου έδειξε πώς να τραβάω μία-μία τις τριχούλες και ξελογιάστηκα. Το πέρασα για παιχνίδι και δεν της ξαναζήτησα ούτε παραμύθι ούτε τίποτα. Σιγά-σιγά ανάλαβα τις δουλειές της και στα 15 μου είχα μαθήτριες πιο μεγάλες από μένα…».
Ο χρόνος πέρασε. «Εγώ τώρα ξέρετε τι λέω; Να μας κάνουν φτερά να πετάμε όπου θέλουμε; Μπορεί να γίνει αυτό;». Γέλασε με την ψυχή της… Καλή πτήση, κυρία Ιωάννα. Ημουν τυχερός που σας γνώρισα.
Ο Μανώλης Παπαδάκης είναι σκηνοθέτης. Η συνέντευξη με την Ιωάννα Πρωίου έγινε για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ του «Ταξίδι στην Ικαρία. Ουτοπία;»
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις