Θάνος Μικρούτσικος: Λαϊκισμός είναι η αλλοτρίωση κάθε προοδευτικού ή επαναστατικού περιεχομένου
Ο λαϊκισμός αναπαράγει τις ανάγκες του κοινού χωρίς να τις διευρύνει
Ενάντια στον Λαϊκισμό
[…]
Στην Ελλάδα ο λαϊκισμός αποτελεί την κύρια μορφή ιδεολογίας της αστικής τάξης και τη γλώσσα με την οποία αυτή «επικοινωνεί» με τις λαϊκές μάζες. Πρόκειται φυσικά για μια γλώσσα αλλοτριωτική παρ’ όλο που υπάρχει «Εν ονόματι του λαού»· και είναι αλλοτριωτική γιατί η χρήση και η θέση που επιφυλάσσει γι’ αυτόν τον λαό είναι στρεβλή και αντιδραστική.
Αλλά ας πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή. Και πρώτα απ’ όλα να ξεκαθαρίσουμε τη λειτουργία της κυρίαρχης τάξης και τον τρόπο της παρέμβασής της, μια και συχνά αυτή η παρέμβαση κατανοείται σχηματικά σαν να ήταν η αστική τάξη μια συμπαγής ομάδα που σχεδιάζει κάθε ενέργειά της και δρα ενιαία και συνολικά. Η αστική τάξη πρέπει να διακριθεί από τους λειτουργούς της και διαμεσοποιούς των συμφερόντων της. Η αστική τάξη έχει τους τεχνοκράτες της, τους ιδεολόγους της και τους εμπόρους της. Και η ιδεολογία της δεν «υπάρχει» από μόνη της, αλλά γεννιέται μέσα στη διαδικασία υπεράσπισης των συμφερόντων της, κυρίως των οικονομικών. Η παρέμβαση στην καλλιτεχνική παραγωγή που εμπεδώνει την αστική ιδεολογία έχει σαν δεύτερη όψη της την εμπορευματοποίηση της Τέχνης, δηλαδή την οικονομική χρήση των φορέων επικοινωνίας της Τέχνης με το κοινό της: κύκλωμα παραγωγής-διανομής στον κινηματογράφο, εταιρείες δίσκων, ραδιόφωνο, τηλεόραση κ.λπ. Όλο αυτό το σύστημα στηρίζεται στο δόγμα του νόμου προσφοράς και ζήτησης και αναπαράγει στην περίπτωση της Τέχνης την ιδεολογία και τη στάση που ονομάζουμε λαϊκισμό.
Μια Τέχνη, δηλαδή, που απλώς αναπαράγει τις ανάγκες του κοινού της, χωρίς να του τις αναπτύσσει. Αυτή η πραγματικότητα θεωρητικοποιείται στη συνέχεια σαν αναγκαία. Αυτή η διατύπωση, ότι δηλαδή λαϊκισμός είναι η Τέχνη που απλώς αναπαράγει τις ανάγκες του κοινού, παίρνει διαφορετικά περιεχόμενα. […]
Το επίπεδο στο οποίο η αστική τάξη ασκεί την επικοινωνία της με τις λαϊκές μάζες είναι προσδιορισμένο ιστορικά. Είναι διαφορετικό από χώρα σε χώρα. Στη Γερμανία ή στην Αυστρία, για παράδειγμα, τα πράγματα στη μουσική είναι πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι στην Ελλάδα. Γιατί αυτό; Μία ερμηνεία είναι ότι η αστική τάξη στην Ελλάδα δεν πραγματοποίησε ποτέ μια πολιτιστική επανάσταση που στον έναν ή τον άλλο βαθμό θα επαναπροσδιόριζε τις πολιτιστικές σχέσεις και έτσι το επίπεδό τους θα ήταν ψηλότερο, συνέπεια δε αυτού θα ήταν ο λαϊκισμός να μην κατέχει κεντρική και ηγεμονεύουσα θέση στο σύστημα της νεοελληνικής ιδεολογίας. Σημειώνουμε ακόμη πως όλα τα καλλιτεχνικά ρεύματα έρχονταν στη χώρα μας καθυστερημένα και συνεπώς αναφομοίωτα, έτσι ώστε μέχρι πρότινος να έχουμε λίγες περιπτώσεις καλλιτεχνικών έργων σωστά επηρεασμένων από τη σύγχρονη τέχνη.
Σήμερα, με την εκ νέου ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος, τα πολιτιστικά πεδία της κοινωνίας μας εγκαταλείπουν τη στασιμότητα και αρχίζουν να παράγουν, πάντα μέσα στα πλαίσια της σχετικής τους αυτονομίας, δηλαδή πάντα με τα δικά τους μέσα, καινούργιες μορφές επικοινωνίας. Και οι καινούργιες μορφές επικοινωνίας είναι συνέπεια των νέων περιεχομένων που εκφράζονται με νέες γλώσσες.
Στα ερεθίσματα αυτά οι πολιτιστικοί φορείς της άρχουσας τάξης είναι ευαίσθητοι. Αφού διαμορφώνεται κάποια νέα ζήτηση προσαρμόζουν την αντίστοιχη προσφορά. Έτσι, όταν παρέχουν κάτω από τη νέα αυτή πραγματικότητα σε μικρές δόσεις καινούργια πράγματα, έχουν προτίμηση στα προϊόντα της ελιτίστικης avant-garde που αποκλείουν από μόνα τους την επικοινωνία με το κοινό, όσο ενεργό και αν είναι αυτό. Συνεπώς, η πολιτιστική σχέση είναι πάλι αλλοτριωτική. […] Υποστηρίζω ότι ο λαϊκισμός και ο ελιτισμός παρά την τεράστια μορφική τους διαφορά έχουν μια κοινή βάση.
[…]
Στους καλλιτεχνικούς παραγωγούς δίνεται η ευκαιρία σε κάθε στιγμή της παραγωγής τους να χρησιμοποιήσουν μία γλώσσα κατασταλαγμένη, ευκολόχρηστη και κατανοητή –άρα επικοινωνούσα– με το κοινό της. Πολλοί παίρνουν και τη χρησιμοποιούν έτσι όπως είναι. Άλλοι τη χρησιμοποιούν πάνω σ’ ένα «περιεχόμενο» διαφορετικό, προοδευτικό ή επαναστατικό. Κατά τη γνώμη μου και οι δύο χρήσεις είναι λαϊκισμός. Γιατί; Διότι το πρόβλημα βρίσκεται σ’ αυτή τη γλώσσα και όχι στο περιεχόμενο (υπονοείται το κείμενο) που έρχεται να εκφράσει. Διότι το περιεχόμενο, που είναι μία κατηγορία αφηρημένη, μπορεί να είναι σωστό και επαναστατικό στο καλλιτεχνικό προϊόν, όμως το περιεχόμενο εμφανίζεται συγκεκριμένα, προσδιορίζεται από τον τρόπο της ανάπτυξής του, δηλαδή από τη φόρμα του. […]
Έτσι και η Τέχνη που μιλάει υπέρ του λαού: πώς μιλάει υπέρ του λαού και υπέρ ποιου λαού μιλάει;
Υπέρ του παθητικού και αλλοτριωμένου λαού ή υπέρ ενός λαού ενεργού που αναπτύσσεται μέσα από τις αντιφάσεις του και προεκτείνει τις ανάγκες του μέχρι την απαίτηση και τη διεκδίκηση; Ο λαϊκισμός για μένα είναι η αλλοτρίωση κάθε προοδευτικού ή επαναστατικού περιεχομένου.
Ο λαϊκίστικος τρόπος έκφρασης και η γλώσσα του είναι ο πιο προσιτός για τους καλλιτέχνες στα πλαίσια του κοινωνικού συστήματος που ζούμε. Η υιοθέτησή του αποτελεί πτώση στην επανάληψη και στην τυποποίηση που απονευρώνει και θανατώνει την Τέχνη.
Πού οφείλεται το φαινόμενο της υιοθέτησης του λαϊκισμού από ένα μεγάλο μέρος καλλιτεχνών στην Ελλάδα; Βέβαια αυτό δίνει τα πιστοποιητικά της επιτυχίας μέσα στο εμπορικό κύκλωμα.
Για να διατυπώσουμε λοιπόν πιο σωστά το ερώτημα: Ποιοι είναι οι λόγοι που η αντίσταση ενός μεγάλου μέρους καλλιτεχνών είναι μειωμένη ή και ανύπαρκτη; Οι λόγοι πιστεύω είναι κοινωνικοί και φτάνουν στο είδος του καταμερισμού εργασίας της κοινωνίας μας. Δεν είναι απλώς η απουσία καλλιτεχνικής παιδείας στην Ελλάδα που ερμηνεύει την παραπάνω πραγματικότητα, αλλά επίσης και η αιτία αυτής της απουσίας. Ας ξαναθυμηθούμε εδώ την μη πραγματοποίηση πολιτιστικής επανάστασης από την κυρίαρχη τάξη για να επισημάνουμε το χάσμα που ανοίγεται απ’ αυτό το γεγονός ανάμεσα στον υλικό και πνευματικό πολιτισμό.
Η άθλια κατάσταση της καλλιτεχνικής παιδείας έρχεται να αναπαραγάγει το χαμηλό επίπεδο της πολιτιστικής ζωής του τόπου μας και να καταστήσει τον λαϊκισμό εύχρηστο και αποτελεσματικό εργαλείο καλλιτεχνικής παραγωγής. Μαζί μ’ αυτά παράγει και τους λειτουργούς αυτής της πραγματικότητας, δηλαδή καλλιτέχνες αλλοτριωμένους σ’ αυτή την ευκολία, χωρίς τις απαραίτητες τεχνικές και αισθητικές γνώσεις που απαιτεί μια επαναστατική ή και απλώς ποιοτικά υψηλή καλλιτεχνική παραγωγή.
Γιατί αν δεχτούμε ότι η Τέχνη είναι μια μορφή γνώσης της πραγματικότητας, σαν τέτοια περιλαμβάνει μια υποδομή τεχνικών γνώσεων και μια διαρκή έρευνα για την ανάπτυξη των εκφραστικών μέσων.
[…]
Τι υποκείμενο παράγει ο λαϊκισμός; Μ’ άλλα λόγια, τι ευαισθησία δημιουργεί στο κοινό του; Προς ποια κατεύθυνση το κινητοποιεί;
Ο λαϊκισμός κρατάει το κοινό της Τέχνης στατικό, γιατί στηρίζεται και υπάρχει μόνο στη βάση της χρήσης της αλλοτριωμένης γλώσσας που αναφέρθηκε προηγουμένως. Ο λαϊκισμός αναπαράγει τις ανάγκες του κοινού χωρίς να τις διευρύνει. Αυτό σημαίνει ότι απορρίπτει την ανάγκη και τη δυνατότητα της κίνησης, της ανάπτυξης του αισθητήριου και της αισθαντικότητας αυτού του κοινού. Αυτό σημαίνει ότι το υποτιμά.
[…]
Σε τι εξυπηρετεί την αισθητική και ιδεολογική διαπαιδαγώγηση του κοινού η τυποποιημένη και συνθηματολογική επανάληψη κάποιας σταθερής φόρμας; Και σε τι εξυπηρετεί την προοδευτική ιδεολογία αυτή η μέθοδος;
Δεν υπάρχει ο κίνδυνος να υποκατασταθεί η κριτική και στέρεη αποδοχή και αφομοίωση της προοδευτικής ιδεολογίας με μία ατεκμηρίωτη συναισθηματική φόρτιση που αργά ή γρήγορα θα κινδυνεύει να καταρρεύσει; Τι είναι σωστό, η θυμική αποδοχή αυτής της ιδεολογίας ή αν θέλετε συνθηματολογίας, ή η μέσω του θυμικού αλλά και της κριτικής νόησης διερεύνηση και αφομοίωση αυτής της ιδεολογίας; Ο «προοδευτικός» λαϊκισμός κάνει το πρώτο, και από αυτή την άποψη κάνει μεγάλη ζημιά. Ίσως μεγαλύτερη από όση φαίνεται. Δηλαδή, το πρόβλημα δεν είναι αν θα χρησιμοποιηθεί ή όχι ένας πολιτικός λόγος και ένα αντίστοιχο λεξιλόγιο, αλλά πώς θα χρησιμοποιηθεί· απ’ αυτό εξαρτάται και η προοδευτική ή όχι επίδρασή του.
Η ιδεολογία του λαϊκισμού συνοψίζεται στη φράση: «Αυτά θέλει ο κόσμος»· ή σε μια παραλλαγή της: «Πρέπει ο κόσμος να καταλαβαίνει την Τέχνη».
Συμφωνώ ότι το κοινό πρέπει να καταλαβαίνει την Τέχνη, όμως πρέπει να την καταλαβαίνει αναπτύσσοντας τις ανάγκες του και τις γνώσεις του και όχι με το να περιορίζεται η Τέχνη από την κίνησή της, τον πλουτισμό της, και μαζί με αυτήν να περιορίζεται και το κοινό.
[…]
Ο λαϊκισμός θεωρεί το κοινό σαν στατικό αντικείμενο. Είτε γιατί έτσι το θέλει (λαϊκισμός άρχουσας τάξης) είτε γιατί δεν μπορεί να παρακολουθήσει την εξέλιξή του («προοδευτικός» λαϊκισμός). Εδώ ο λαϊκισμός συναντιέται με μια άλλη μορφή της αστικής ιδεολογίας: τον τεχνοκρατικό ελιτισμό. […] Το κοινό γνώρισμα λαϊκισμού και ελιτισμού είναι η εξειδίκευση στην τέχνη της αστικής ιδεολογίας. Ο λαός αντικείμενο των κοινωνικών διαδικασιών μακριά από τη γνώση.
Στο τέλμα του λαϊκισμού η απάντηση μπορεί να είναι μόνο μία: Διαρκής διερεύνηση των ορίων της Τέχνης, διερεύνηση των εκφραστικών μέσων και των μορφών επικοινωνίας. Η διερεύνηση αυτή δεν μπορεί παρά να διαμεσοποιείται από τη διεύρυνση και την κίνηση της φόρμας. Η κίνηση αυτή της φόρμας έχει δύο πλευρές: πρέπει να εκφράζει τη σύγχρονη εποχή και το περιεχόμενό της και παράλληλα να παρακολουθεί την ανάπτυξη των εκφραστικών μέσων στον διεθνή χώρο. Οι λαϊκιστές συχνά επιτίθενται στην ξένη μουσική, στο ξένο καλλιτεχνικό προϊόν. Χωρίς να ξεχνάμε την ανάγκη διερεύνησης της παράδοσής μας, που μπορεί να είναι και ένας σημαντικός τροφοδότης του σύγχρονου καλλιτεχνικού έργου, πιστεύω ότι η μεταφυσική καταπολέμηση του ξένου έργου περιέχει κινδύνους θανατηφόρους για την ελληνική μουσική. Πρώτα απ’ όλα η επίθεση στο ξένο έργο έχει μια πολιτική συνέπεια: Πάει να κρύψει την πραγματική τομή ανάμεσα στο προοδευτικό και το αντιδραστικό έργο τέχνης, ανεξαρτήτως εθνικότητας, ανάμεσα στον λαϊκισμό και την επανάσταση, και να τη μεταθέσει ανάμεσα στο ελληνικό και στο ξένο. Ένα δεύτερο στοιχείο είναι ότι οι λαϊκιστές επιτίθενται συχνά ενάντια σε ορισμένα είδη τέχνης, αποφεύγοντας πάλι να τοποθετηθούν στον χαρακτήρα κάθε συγκεκριμένου έργου τέχνης, ανεξάρτητα από το είδος. Επιτίθενται στον πολιτικό κινηματογράφο και γενικότερα στην πολιτική τέχνη. Όπως επίσης στο ροκ και στην αφηρημένη ζωγραφική. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στα είδη της τέχνης, αλλά στις προοδευτικές και αντιδραστικές εκφράσεις μέσα σε κάθε είδος. Και η ροκ, για παράδειγμα, έχει δημιουργήσει αριστουργήματα και πέτυχε τέτοια διεύρυνση των εκφραστικών μέσων που είναι απόλυτα γόνιμη η επαφή μαζί της. Όμως η επαφή με το ξένο έργο είναι μέσο για την ανανέωση της φόρμας. Αυτή η ανανέωση της φόρμας είναι μια ανάγκη ζωτική. Η φόρμα έχει μια σχέση διαλεκτική με τον ιστορικό χρόνο. Όντας μια αποκρυσταλλωμένη έκφραση, βρίσκεται σε μια συστοιχία με το περιεχόμενο που εκφράζει. Ο Brecht το είπε, κάθε νέο περιεχόμενο απαιτεί νέα φόρμα.
[…]
Μόνο αποφεύγοντας τον ελιτισμό μα κύρια τον λαϊκισμό μπορούμε να μιλήσουμε για μια Τέχνη απελευθερωτική, μια Τέχνη που δημιουργεί ενεργητικούς ανθρώπους, ανθρώπους ικανούς να αλλάξουν την κοινωνία μας.
*Αποσπάσματα από κείμενο του Θάνου Μικρούτσικου αναφορικά με ζητήματα ιδεολογίας και αισθητικής στην ελληνική μουσική. Είχε πρωτοδημοσιευτεί στην «Πράξη» (τχ 3, Μάρτης-Μάης ’81) και είχε συμπεριληφθεί ακολούθως στο βιβλίο «Στην υπηρεσία του έθνους» των Γιάννη Μηλιού και Θάνου Μικρούτσικου (α’ έκδοση 1984).
Ο μουσικοσυνθέτης Θάνος Μικρούτσικος γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Απριλίου 1947 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 28 Δεκεμβρίου 2019.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις