Πατήρ Λίβυος: Με το γράψιμο φωτίζω την κόλασή μου
Με τη βιωματική και ανεπιτήδευτη γραφή του απέκτησε χιλιάδες αναγνώστες των βιβλίων του, ακολούθους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και θεατές στις ομιλίες του. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Ζήσε» (εκδόσεις Ψυχογιός) έγινε η αφορμή για να μιλήσει για τους φόβους και τις ανησυχίες όσων αναζητούν σε εκείνον την καθοδήγηση, ως life coach ο οποίος έχει ως βάση τον πνευματικό λόγο
- Αναστάτωση στο ΕΣΥ με τις πρωινές εφημερίες και στο βάθος… «ράντζα»
- Πιστεύετε ότι ο σκύλος που γυρνά ανάσκελα, όταν συναντά άλλον σκύλο, φανερώνει υποταγή;
- Ματ Λε Μπλανκ: Ο θρήνος για τον Μάθιου Πέρι, η «εξαφάνιση» και η αλλαγή επαγγελματικής καριέρας
- Τι λέει ο διευθυντής ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου για τον σεισμό στα Καλάβρυτα
Είστε ιερέας, συγγραφέας, κάνετε διαλέξεις και συνεδρίες life coaching. Τι θ’ απαντούσατε σε κάποιον αν σας έλεγε ότι υπάρχει αντίφαση σε αυτές τις ιδιότητες;
Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποια αντίφαση. Ο Θεός ζητάει την πολυμορφία και όχι την μονομέρεια. Μπορούμε να αναπτύσσουμε χαρίσματα και ικανότητες που ο Θεός μας έχει δωρίσει. Ενας ανθρωπος μπορεί να είναι πολλά πράγματα συγχρόνως κι αυτό είναι ομορφιά και πλούτος. Οπότε δεν υπάρχει αντίφαση στο ποσοστό που η μια ιδιότητα μας δεν αναιρεί την άλλη αλλά την πλουτίζει. Η γνώση είναι πλούτος του Θεου.
Η δίψα του ανθρώπου για ανακάλυψη είναι ενδογενής, στη φύση του. Δηλαδή ο ίδιος ο Θεός έχει σπείρει στον άνθρωπο τη δίψα της δημιουργικότητας. Μέσα μας υπάρχει μια ελλειματικότητα η οποία μας κάνει να κινούμαστε. Η επιθυμία του ανθρώπου δεν έχει αντικείμενο. Αυτό σημαίνει ότι επιθυμούμε διάφορα πράγματα και τη στιγμή που τα συναντήσουμε – είτε πρόκειται για ένα κινητό τηλέφωνο, είτε έναν τόπο, είτε ένα πρόσωπο, είτε ένα επάγγελμα – βιώνουμε συγχρόνως και μια ματαίωση. Αυτό μας κάνει συνεχώς ν’ αναζητούμε. Αν γνωρίζαμε τι θέλαμε δεν θα υπήρχε ζωή. Επειδή δεν ξέρουμε τί θέλουμε αλλά φανταζόμαστε, αυτό μας διατηρεί σε μια κίνηση, να ανακαλύπτουμε, να ποθούμε και να διεκδικούμε. Οποιος λέει ότι ξέρει την επιθυμία του, λέει αστεία.
Μου λέτε ότι την ίδια στιγμή που επιθυμούμε κάτι, το υπονομεύουμε.
Ετσι είναι. Ο άνθρωπος άλλωστε πιο πολύ φοβάται το φως που έχει μέσα του παρά το σκοτάδι που συναντάει. Είναι πιο κοντινό – στον άνθρωπο – το πάθος, η αστοχία, η αδυναμία, η γκρίνια, η μιζέρια, η θυματοποίηση. Ενώ το ν’ ανακαλύψει τις δυνατότητες, τις ικανότητες και τα χαρίσματά του και αυτά να τ’ αναπτύξει και να τα εξελίξει δεν είναι οικείο. Τον τρομάζει.
Επίσης η υγεία, η επιτυχία, η εξέλιξη εμπεριέχουν ένα τεράστιο ποσοστό ευθύνης. Διότι ο υγιής, ο επιτυχημένος δεν μπορούν να δικαιολογηθούν. Δημιουργείται έτσι ένα χρέος: τι θα κάνω αυτό το χάρισμα το οποίο μου έδωσε ο Θεός; Κάθε φορά που πάμε να συναντήσουμε το ανώτερο κομμάτι του εαυτού μας, υπονομεύουμε τον εαυτό μας μέσα από μικρές αδιόρατες διαδικασίες (π.χ. ξέχασα το ραντεβού, αυτοτραυματίζομαι, νιώθω ενοχές για το καλό που μου συμβαίνει).
Χρησιμοποιείτε τον πνευματικό λόγο αλλά και επιστημονικά εργαλεία. Πώς αντιμετωπίζετε τη δυσπιστία που έχει η επιστήμη απέναντι στην εκκλησία και η εκκλησία απέναντι στην επιστήμη;
Ολοι οι Μεγάλοι Πατέρες, όπως ήταν ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, χρησιμοποιούσαν την επιστήμη της εποχής τους. Οι ίδιοι ήταν πανεπιστήμονες. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια διπλή μεθοδολογία στους Πατέρες της εκκλησίας μας, η οποία λέει το εξής: στη δημιουργία του κόσμου, η θρησκεία θα μας πει ποιος τον δημιούργησε, ενώ η επιστήμη πώς δημιουργήθηκε. Αυτοί οι διακριτοί ρόλοι δημιουργούν μια συνεργασία.
Η επιστήμη είναι δώρο του Θεού, αφού λέει ότι «είσαι πλασμένος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή μου». Το «καθ’ ομοίωση» είναι μια εξελικτική δύναμη που προκαλεί, που δίνει την προοπτική στον άνθρωπο να προχωρά, ν’ αναπτύσσεται, να εξελίσσεται, ν’ ανακαλύπτει. Ο Θεός θέλει την εξέλιξη του ανθρώπου. Φυσικά μιλάμε για μια επιστήμη η οποία σέβεται την πνευματικότητα και θρησκευτικότητα.
Πώς μπορεί ν’ αποτυπωθεί αυτό;
Ο άνθρωπος ν’ αντιλαμβάνεται ότι τα γνωστικά στοιχεία με τα οποία ανακαλύπτει το επιστημονικό γεγονός δεν μπορεί να είναι τα ίδια μ’ εκείνα με τα οποία θ’ ανακαλύψει το πνευματικό γεγονός. Ο Θεός δεν ανακαλύπτεται, αλλά αποκαλύπτεται. Δεν είναι ένα αντικείμενο το οποίο καλούμαι ν’ ανακαλύψω μέσα από τις γνωστικές μου δυνατότητες, είναι μια πραγματικότητα η οποία μου αποκαλύπτεται όταν έχω καθαρή καρδιά.
Και στο ερώτημα «πώς γνωρίζω τον Θεό;» η απάντηση είναι «τον γνωρίζω με την αγάπη». Αρα η επιστήμη με τη θρησκευτικότητα μπορούν να συμπορεύονται για το καλό της ανθρωπότητας, σεβόμενη η μια τον χώρο της άλλης.
Πώς ξεπερνιούνται οι συγκρούσεις που ενδεχομένως ανακύπτουν;
Η απάντηση έχει δοθεί στους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού από τους Μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο Ιουστίνος ο Φιλόσοφος ή, πολύ αργότερα, τον 4ο αιώνα, ο Μέγας Βασίλειος, οι οποίοι έλεγαν ότι ο Χριστός είναι η απόλυτη αλήθεια και η αποκάλυψη του Θεού.
Υπάρχει ο σπουδαίος λόγος του Μεγάλου Βασιλείου «Προς νέους», μέσα στον οποίο αναφέρει: «Να σπουδάσετε φιλοσοφία, μαθηματικά, αστρονομία. Να μη φοβάστε τη γνώση. Να παίρνετε το καλύτερο από καθετί που διαβάζετε». Οπως λέει ο Απόστολος Παύλος, «πάντα δοκιμάζετε, το καλόν κατέχετε, από παντός είδους πονηρού απέχεσθε» (σ.σ.: «Προς Θεσσαλονικείς Α’», 5:21).
Ωστόσο, σε όλα τα είδη σκέψης υπάρχει ο λεγόμενος σπερματικός λόγος του Θεού. Σπέρματα δηλαδή αληθείας υπάρχουν παντού. Ο Θεός αποκαλυπτόταν σε όλο τον κόσμο. Και στην επιστήμη βρίσκουμε αποκαλύψεις του Θεού. Εμείς έχουμε την υποχρέωση να πάμε σαν τις μέλισσες από λουλούδι σε λουλούδι και να συλλέξουμε το καλύτερο κομμάτι.
Εάν λοιπόν η ψυχολογία – αλλά και η ιατρική ή η αστρονομία – έχει κάτι καλό να πει το οποίο είναι χρήσιμο για να καταλάβω καλύτερα τον ανθρώπινο ψυχισμό ή κάποιες συμπεριφορές, θα τη χρησιμοποιήσω. Το θέμα δεν είναι τα στοιχεία γνώσης αλλά η σχέση που δημιουργώ με αυτά.
Οταν στις συνεδρίες σας ο θεραπευόμενος σας πει ότι είναι άθεος, πώς τον αντιμετωπίζετε;
Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν κάνουμε κατήχηση, καθοδηγητισμό, σεβόμενοι την ελευθερία του ανθρώπου. Εάν όμως είναι ανοιχτός ν’ ασχοληθεί με το πνευματικό κομμάτι και ο ίδιος το επιθυμεί, μπορεί να προσφερθεί και σε αυτό το κομμάτι βοήθεια. Αλλά πάντα με σεβασμό στην ελευθερία και στη δική του απόφαση.
Υπάρχουν πολλοί που ασχολούνται με το coaching και εγώ χρησιμοποιώ και πνευματικά εργαλεία. Κομμάτια δηλαδή από την παράδοση της εκκλησίας τα οποία τα παντρεύω με τις σύγχρονες επιστημονικές γνώσεις του coaching, το οποίο πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν είναι ψυχοθεραπεία.
Πόσο διαφορετική είναι η εξομολόγηση από την ψυχοθεραπεία ή το coaching;
Σήμερα οι άνθρωποι έχουν μπερδέψει τον πνευματικό με τον ψυχολόγο. Ο πνευματικός είναι ένας ιερέας, προεστός μιας κοινότητας η οποία έχει κέντρο τη θεία λειτουργία και τη διδασκαλία του Χριστού. Οταν λοιπόν επιλέξω να πάω σε έναν πνευματικό, το κέντρο μου είναι η εν Χριστώ ζωή και η θεία λειτουργία.
Ο πνευματικός είναι εκεί για να σου δώσει στο όνομα του Χριστού και όχι στις δικές του ικανότητες τη συγχώρεση. Να σου δώσει τη δυνατότητα να επανασυνδεθείς με τον εαυτό σου, με τον Θεό και την κοινότητα στην οποία ανήκεις.
Εάν κάποιος θέλει να πάρει μια απόφαση για τη ζωή του, πώς θα πετύχει τους στόχους του, θα διαχειριστεί το άγχος του, την αναβλητικότητά του ή τις συγκρουσιακές σχέσεις μες στον γάμο του, δυσκολίες ή αποτυχίες στις ερωτικές του σχέσεις, αυτά είναι θέματα που αντιμετωπίζονται στο coaching. Σκοπός είναι με πολύ δυναμικές ερωτήσεις να ξυπνήσει μέσα σου η δική σου φωνή και ν’ απαντήσει. Πού είμαι, πού θέλω να πάω και πώς.
Ο μεγαλύτερος όγκος των προβλημάτων που αντιμετωπίζετε στις συνεδρίες ποιος είναι;
Συναισθηματικά, εργασιακά, αποφάσεων, διαχείριση άγχους, με την αυτοπεποίθηση, με ευκαιρίες που πρέπει να εντοπιστούν. Και ένα μεγάλο κομμάτι, όσο και αν φαίνεται παράξενο, είναι ό,τι σχετίζεται με την αυτογνωσία και την προσωπική εξέλιξη. Ν’ αναπτυχθούν πνευματικά. Είναι σημαντικό να πούμε πάλι ότι το coaching δεν είναι ψυχοθεραπεία, συμβουλευτική ή προσφορά λύσεων. Δεν εστιάζουμε στο παρελθόν, ούτε σε τι δεν πάει καλά, αλλά σε τι πάει.
Στο βιβλίο σας μιλάτε βιωματικά. Γιατί δεν επιλέξατε το τρίτο πρόσωπο;
Γιατί για μένα το γράψιμο ήταν μια προσωπική μου ανάγκη να φωτίζω την κόλασή μου. Το γράψιμο είναι η προσευχή μου, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζω τα σκοτάδια μου και τα τραύματά μου. Ενα μυστικό που ελάχιστοι γνωρίζουν είναι πως δεν γράφω με συντακτικό αλλά με τη μουσικότητα των λέξεων. Ακούω τους ήχους τους. Να «χτυπούν» την ψυχή του αναγνώστη. Δεν γίνεται να μη γράψω βιωματικά διότι δεν γράφω επαγγελματικά.
Πώς ξεκινήσατε τη συγγραφή;
Ημουν παιδί της πόλης. Για διάφορους λόγους αναγκάστηκα να πάω σ’ ένα χωριό ιερέας. Εκεί βίωσα την απομόνωση και τη μοναξιά διότι δεν μπορούσα να επικοινωνήσω τα ενδιαφέροντά μου. Τότε έφτιαξα ένα ανώνυμο blog καταγράφοντας τις σκέψεις μου με ημερολογιακό τρόπο. Από εκεί με βρήκε ο εκδότης και έτσι ξεκίνησε η συγγραφική μου πορεία. Εγραφα πάντα με βάση τα βιώματά μου. Ο κόσμος έχει κουραστεί από ανθρώπους που ανεβαίνουν στο βήμα και μιλάνε αφ’ υψηλού. Προτιμούν να δουν έναν άνθρωπο ο οποίος είναι πάσχων, ο οποίος υποφέρει, ο οποίος έχει περάσει τα ίδια μ’ αυτούς, άντεξε και επιβίωσε και έχει κάτι να τους προτείνει.
Στο βιβλίο σας γράφετε: «Εχω περάσει φρικτές ημέρες και νύχτες, μήνες και χρόνια λέγοντας ψέματα στον ίδιο μου τον εαυτό». Ποιο ήταν το μεγαλύτερο ψέμα που λέγατε στον εαυτό σας;
Το μεγαλύτερο ψέμα της ζωής μου ήταν ότι προσπάθησα να γίνω αυτό που ήθελαν ή περίμεναν οι άλλοι από εμένα. Ξέρετε ποια είναι η πιο φρικτή κόλαση; Οταν πεθαίνεις να συναντήσεις τον άνθρωπο που θα μπορούσες να έχεις γίνει και δεν τόλμησες ποτέ. Ομως, ενώ εγώ έλεγα ψέματα στον εαυτό μου, το σώμα δεν μπορούσε να κρύψει τις αλήθειες μου. Γι’ αυτό και ασθενούσε. Γι’ αυτό και είχε κρίσεις πανικού και άγχος. Διότι οι ασθένειές μας είναι οι ιστορίες της ψυχής μας. Αυτά που κρύψαμε ή δεν τολμήσαμε να πούμε, το σώμα τα διηγείται μέσα από τις ασθένειες.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΑ ΝΕΑ
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις