Εκλογές 2023: Το ατού τους είναι οι υψηλοί φόροι από το 2010
Κυβερνήσεις πάνε, έρχονται, όμως, η οικονομία και οι προσδοκίες για μείωση φόρων, αποτελούν σταθερό παράγοντα στην πολιτική εξίσωση.
- «Στην Τριχωνίδα τέτοιοι σεισμοί έχουν συνέχεια - Χρειάζεται επιτήρηση» - Λέκκας για δόνηση στο Αγρίνιο
- Οι πρώτες συναντήσεις της συζύγου του αστυνομικού της Βουλής με τις τρεις κόρες της - Τι της είπαν
- Αρκάς: Η καλημέρα της Κυριακής έχει γεύση από κουραμπιέδες
- Αμερικανικό μαχητικό καταρρίφθηκε κατά λάθος από αμερικανικό καταδρομικό
Φόροι, μέτρα στήριξης, παρεμβάσεις και η ανάπτυξη είναι τα «ατού» των κάθε επίδοξων πολιτικών οι οποίοι διεκδικούν το μέγαρο Μαξίμου. Και δεν αποτελεί καινοτομία, καθώς η κατάσταση της ελληνικής τσέπης έχει αναδείξει κυβερνήσεις, όπως, επίσης, έχει συρρικνώσει ιστορικά κόμματα.
Σε αυτές τις εκλογές, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αναδείξει τις θετικές επιδόσεις της οικονομίας και τη μείωση των φόρων, ενώ το 2019, στις προηγούμενες εκλογές, ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας είχε δηλώσει «η οικονομία είναι το μεγάλο μου ατού».
Ακόμα πιο πίσω στο χρόνο, ο τότε πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, από το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης το 2014, εξήγγειλε περισσότερες φοροελαφρύνσεις υπό την προϋπόθεση να μην απειληθεί το πρωτογενές πλεόνασμα.
Η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης είχε αρχίσει από το 2010 και από την εφαρμογή των Μνημονίων. Τα φορολογικά έσοδα της Ελλάδας μειώθηκαν ελαφρά το 2019, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά παραμένουν υψηλότερα από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Το 2010-2011, επί Γιώργου Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ, οι φορολογικές αυξήσεις ήταν στο 32% – 33% του ΑΕΠ.
Στη συνέχεια, το 2012-2014, κατά τη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ- επί Αντώνη Σαμαρά και Ευάγγελο Βενιζέλο – οι αυξήσεις ανήλθαν σε 36% του ΑΕΠ. Το 2015-2019 επί ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και με πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα οι αυξήσεις ήταν περίπου στο 38% του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ για το 2022, ο καθαρός μέσος φορολογικός συντελεστής των εργαζομένων για έναν μέσο έγγαμο εργαζόμενο με δύο παιδιά στην Ελλάδα ήταν 18,1% το 2021, που είναι ο 13ος υψηλότερος στον ΟΟΣΑ, όταν ο μέσος όρος διαμορφώνεται στο 13,1%. Δηλαδή, ένας μέσος έγγαμος εργαζόμενος με δύο παιδιά στην Ελλάδα είχε μισθό, μετά από φόρους και οικογενειακές παροχές, 81,9% του ακαθάριστου μισθού του, σε σύγκριση με το 86,9% του μέσου όρου του ΟΟΣΑ.
ΦΠΑ και λοιποί φόροι στην κατανάλωση «τρώνε» εισοδήματα
Η μεγαλύτερη πηγή εσόδων στην Ελλάδα το 2019, αλλά και διαχρονικά, ήταν η φορολογία στα αγαθά και υπηρεσίες (ΦΠΑ και λοιποί φόροι στην κατανάλωση), που αντιστοιχούσαν στο 15,3% του ΑΕΠ.
Το 2019, δεύτερη πηγή ήταν εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση (11,9%), ενώ ακολουθούν τα έσοδα από τη φορολογία εισοδημάτων και κερδών (8,3%) και από τη φορολογία της περιουσίας (3,1% του ΑΕΠ).
Αντίθετα, η πρώτη πηγή εσόδων για τις χώρες του ΟΟΣΑ το 2018 ήταν η φορολογία εισοδημάτων και κερδών (11,5% του ΑΕΠ), με δεύτερη τη φορολογία των αγαθών και υπηρεσιών (10,9% του ΑΕΠ) και ακολουθούν οι εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση (9% του ΑΕΠ) και η φορολογία στην περιουσία (1,9% του ΑΕΠ).
Η έκθεση του ΟΟΣΑ για το 2022 αναδεικνύει ότι οι Έλληνες πολίτες πληρώνουν από τις υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ ενώ υψηλά κινούνται οι φόροι κατανάλωσης και περιουσίας. Χαμηλότερα είναι τα έσοδα από τη φορολόγηση των φυσικών προσώπων και των επιχειρήσεων, σε σχέση τόσο με τις χώρες του ΟΟΣΑ.
Παρά τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες, η Ελλάδα εξακολουθεί να εισπράττει το 33,2% των εσόδων του κράτους από τις ασφαλιστικές εισφορές, όταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 26,4%. Η Ελλάδα έχει αυξημένες εισπράξεις από τους φόρους στην περιουσία, η οποία είναι στο 7,9% των συνολικών εσόδων έναντι 5,6% του μέσου όρου στον ΟΟΣΑ.
Στους φόρους κατανάλωσης η Ελλάδα είναι στους πρωταθλητές. ΦΠΑ, φόροι κατανάλωσης και άλλοι έμμεσοι φόροι αποτελούν το 38,5% του συνόλου των εσόδων, ήτοι 6,5 μονάδες πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Το 2023 – 2024 και η ελληνική οικονομία
Η επόμενη κυβέρνηση θα έχει να αντιμετωπίσει μία οικονομία η οποία, όσο παράδοξο και αν είναι, έχει ωφεληθεί από το σοκ των κρίσεων, δηλαδή από την πανδημία και τον υψηλό πληθωρισμό.
Η ανάκαμψη μετά την πανδημία έχει δώσει ώθηση στο ΑΕΠ, δημιουργήθηκε το Ταμείο Ανάκαμψης για χρηματοδότηση ιδιωτικών, μεγάλων επενδύσεων και το ελληνικό δημόσιο δανείστηκε φθηνά λόγω της ΕΚΤ. Το κρατικό ταμείο έχει εισπράξει σημαντικά έσοδα, εξαιτίας και των υψηλών τιμών, ενώ ο πληθωρισμός κούρεψε το χρέος.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ως προς τα δημόσια έσοδα , προβλέπει μείωση τα επόμενα χρόνια από την κορύφωση τους στο 51,7% του ΑΕΠ το 2022. Αναμένεται να μειωθούν στο 49,7% φέτος, στο 45,7%, το 2024, στο 45,2% το 2025, στο 44,7% το 2026 και στο 43,6% και το 43% το 2027 και το 2028.
Ο γενικός πληθωρισμός, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, αν και θα παραμείνει σε σχετικώς υψηλά επίπεδα, αναμένεται να αποκλιμακωθεί σημαντικά το 2023 στο 4,4%, αντανακλώντας την αναμενόμενη κάμψη των τιμών της ενέργειας, καθώς και την αρνητική επίδραση της βάσης σύγκρισης.
Κατά τις τελευταίες προβλέψεις του Ινστιτούτου ΙΟΒΕ, σύμφωνα με την τριμηνία έκθεση, η ανάπτυξη το 2022 θα ανέλθει στο 5,9% και στο βασικό σενάριο για το 2023 το ΑΕΠ να τρέξει στο 2,4%, με τον πληθωρισμό στο 4,3%.
Στο δημοσιονομικό μέτωπο σημαντική είναι η βελτίωση για το 2022 και για το πρώτο δίμηνο του 2023, λόγω της αύξησης των εσόδων κατά 8,6% έναντι δαπανών στο 2,2%. Το πλεόνασμα του προϋπολογισμού καταγράφεται στα 2,3 δισ. ευρώ ή 1%, με το πρωτογενές πλεόνασμα στα 4,2 δισ. ευρώ ή 1,9%. Ο κρατικός προϋπολογισμός εμφάνισε καλύτερο από τον στόχο πρωτογενές έλλειμμα στα 6,7 δισ. ευρώ σε σχέση με τον στόχο των 8,5 δισ. ευρώ.
Θεσμικές βελτιώσεις
Αυτό που προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία, σύμφωνα με τον επικεφαλής του ΙΟΒΕ Νίκο Βέττα, είναι ότι η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να είναι στον αυτόματο και πως η Ελλάδα μπορεί να έχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και να φέρνει επενδύσεις, χωρίς να γίνουν βελτιώσεις.
Από το 2010 έχουν γίνει βήματα, όμως δομικά και διορθωτικά είμαστε από τις πιο φτωχές στην Ευρώπη και χρειαζόμαστε ακόμα βελτιώσεις για σύγκλιση με τους μισθούς της Ευρώπης και θα πρέπει να υπάρξουν αλλαγές και συναινέσεις.
Υπάρχουν και προβλήματα τα οποία είχαν κρυφτεί, λόγω της έντονης ανάκαμψης, μετά την πανδημία, τα οποία είναι διαχρονικά και στηρίζονται στη θεσμική λειτουργία την οποία υπολείπεται αλλά και πως συνδέεται η αγορά με το δημόσιο τομέα. Όπως εξηγεί ο κ. Βέττας, κατά ένα παράδοξο τρόπο η πανδημία ευνόησε την ελληνική οικονομία διότι δημιούργησε το Ταμείο Ανάκαμψης και ο έντονος πληθωρισμός, ένα κούρεμα χρέους ονομαστικού, όμως διαβρώνει την παραγωγική βάση.
Όμως, η ελληνική οικονομία κέρδισε λίγο περισσότερο χρόνο και χώρο. Καμπανάκια χτυπούν επίσης η αύξηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και από την παγίωση του πληθωρισμού στα τρόφιμα, παρά την επιβράδυνση του γενικού δείκτη.
Οι μισθοί
Οι πραγματικοί μισθοί έχουν δεχθεί επίθεση από το κόστος ζωής, δηλαδή, από τον πληθωρισμό, αλλά αυτό ήταν ένα ζήτημα στη χώρα, κυρίως από την έλλειψη ανταγωνισμού. Σύμφωνα με τον ΙΟΒΕ, εξαρτάται από τι είδους δουλειές έχουμε, όπως επίσης και πως αντιμετωπίζει η φορολογική πολιτική στη μισθωτή εργασία. Είναι σημαντικό να μειώνεται σταδιακά η επιβάρυνση.
Εξακολουθεί να ισχύει το θέμα της παραοικονομίας, όπου είναι μία έμμεση επιβάρυνση για όλους. Για να μπορέσει να τρέξουν οι μισθοί στην Ελλάδα με το μέσο ευρωπαϊκό μισθό θα πρέπει να τρέξουμε πιο γρήγορα. Προϋποθέσεις είναι η παραγωγικότητα και επενδύσεις (όπου να γίνονται σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας) και η θεσμική λειτουργία σε ένα κράτος.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις