«Το ερώτημα είναι πώς έναν ψύλλο τον μεταπλάθεις σε αηδόνι»
Ο θεσσαλονικιός συγγραφέας, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, μιλάει για το νεότερο μυθιστόρημά του «Ηλιος με ξιφολόγχες», που διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη του 1931, την οικονομία της αφήγησης, τον εγκλωβισμό των αναγνωστών στα πάθη των ηρώων
«Ως κένταυρος ιππεύων εαυτόν». Ετσι παρομοιάζει ο συγγραφέας τον κεντρικό ήρωά του, ταγματάρχη Γόρδιο Κλήμεντο, τον οποίο έχει «ρίξει» στη Θεσσαλονίκη του 1931. Κενταυρική φύση, μετεωρίζεται ανάμεσα στο επιβεβλημένο καθήκον να ελέγξει τις αντίρροπες πολιτικές δυνάμεις και τον χαοτικό έρωτα με την Ντανιέλ. Από τη μία ο νόμος, από την άλλη η φύση. Και παντού μία πόλη, η οποία στο πρώτο εξάμηνο του 1931 παράγει περισσότερη Ιστορία από όση μπορεί να καταναλώσει. Οπως αναφέρει ο διοικητής Μακεδονίας – Θράκης, Στυλιανός Γονατάς: «Μύλος. Λαϊκοί και βασιλόφρονες εναντίον των βενιζελικών. Εθνικιστές, ένα σωρό οργανώσεις, εναντίον των Εβραίων. Φασίστες εναντίον κομμουνιστών, που κι αυτοί έχουν πια αποθρασυνθεί. Κομμουνισταί εναντίον των αρχειομαρξιστών συντρόφων τους. Φαγώνονται μεταξύ τους οι άσπονδοι σύντροφοι».
Ο συγγραφέας θα μεταφέρει τις αντιφάσεις που συνθέτουν τη μεγάλη εικόνα στον ψυχισμό των ηρώων του. Αγωνίζονται να «ομογενοποιήσουν» τη Θεσσαλονίκη και την ίδια στιγμή παλεύουν με τον εαυτό τους. Για να το πετύχει ο Γ. Σκαμπαρδώνης, αναμειγνύει την ευρωπαϊκή πόλη με τις παράγκες της, την καθημερινή γλώσσα με τις λόγιες εκφράσεις, τον ωμό ρεαλισμό με το φάντασμα του Μποντλέρ ως ονειρική καταφυγή.
Γιατί το πρώτο εξάμηνο του 1931 λειτουργεί ως μικρογραφία για τη μεγάλη «γεννήτρια» της Ιστορίας στη Θεσσαλονίκη; Ποιες είναι οι δυνάμεις που αντιπαλεύουν;
Στο πρώτο εξάμηνο του ’31 στη Θεσσαλονίκη γίνεται χαμός. Συγκρούονται τόσες δυνάμεις και γίνονται τόσες εκρήξεις που τα θραύσματά τους βομβαρδίζουν μέχρι και τις στέγες των δικών μας ημερών. Πέρα από τον βασικό διχασμό (βενιζελικοί – βασιλόφρονες) αντιπαλεύουν ήδη οι τροτσκιστές (αρχειομαρξιστές) με τους κομμουνιστές του ΚΚΕ, υπάρχει μουσολινική προπαγάνδα, πανίσχυρες εθνικιστικές οργανώσεις που χτυπούν τους Εβραίους και τους αριστερούς. Επίσης έχουμε σοβιετική διείσδυση, ρουμανική και βέβαια βουλγαρική. 140.000 πρόσφυγες – φαντάσματα πλανώνται σε παράγκες πέριξ της πόλεως. Είναι σε έξαρση το καπνικό ζήτημα, οι αγώνες των δεκάδων χιλιάδων καπνεργατών και το ερώτημα ποιος τους ελέγχει. Καθημερινοί ξυλοδαρμοί, απεργίες, δολοφονίες. Χάος.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι ως «καταλύτη» επιλέγετε το πογκρόμ κατά των Εβραίων…
Ναι, στις 29 Ιουνίου γίνεται το πρώτο μεγάλο πογκρόμ κατά των Εβραίων με τον εμπρησμό της συνοικίας Κάμπελ. Ολα αυτά που ξεκινούν εκείνη τη χρονιά προαναγγέλλουν και το μετά: Μάης του ’36, δικτατορία Μεταξά, εισβολή του Μουσολίνι, γερμανική κατοχή, αφανισμός των Εβραίων, Εμφύλιος. Αρα το ’31 της Θεσσαλονίκης είναι οδυνηρά πολύφερνο και σε συνδυασμό με τη μαγεία της μεσοπολεμικής, πολύσπερμης πόλης αποτελούν ιδανική εποχή – έμπνευση για μυθιστοριογράφους. Λογικό, ίσως, να παρασυρθώ κι εγώ, ως εραστής του Θερμαϊκού, αφού βασανίστηκα ψάχνοντας για κάποια χρόνια.
Πού εντοπίσατε τη σύνδεση των Ιταλοεβραίων της Θεσσαλονίκης με την ίδρυση φασιστικών συλλόγων, το οποίο ακούγεται παράδοξο σε πρώτη ανάγνωση;
Τη δεκαετία του 1920-30 ο φασισμός δεν είχε γίνει ακόμα αποκρουστικός όπως τον ξέρουμε σήμερα. Τότε, ήταν γοητευτικός για πολλούς – είχε θαυμαστές παγκόσμιους ηγέτες και διάφορους κοσμοσωτήρες. Το ιταλικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη ως εξάρτημα του ιταλικού υπουργείου Εξωτερικών ήταν και φερέφωνο της προπαγάνδας του. Οι Ιταλοί και οι Ιταλοεβραίοι της πόλης το στήριζαν (γύρω στα 1.700 άτομα σύνολο) κι έσπευσαν να φτιάξουν φασιστικούς συλλόγους ήδη από το 1921 – ως το 1928 έστησαν περί τα οκτώ τέτοια σωματεία. Το ’36 ως το ’40 φτιάχνουν το λογοτεχνικό περιοδικό «Olimpo», με το οποίο συνεργάζεται ο ποιητής Γιώργος Σαραντάρης και πολλοί άλλοι.
Φάνταζαν, τότε, όλα αυτά ως κάτι φυσιολογικό. Τώρα μας φαίνονται απαράδεκτα, αλλά τότε μάλλον δεν ήταν και τόσο. Πολύ περισσότερο διότι ο φασισμός ήταν φιλεβραϊκός ως το 1938 και αντικληρικαλιστικός. Δεν ήταν εξαρχής φυλετικός όπως ο ναζισμός. Οι τερατωδίες του προέκυψαν μετά. Τα δε καταστατικά εκείνων των σωματείων ανευρίσκονται στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, σε δημόσια αρχεία, υπάρχουν αναφορές σε μελέτες και σε βιβλία. Ηταν μια άλλη εποχή – δύσκολα την κατανοούμε με τα μάτια του σήμερα χωρίς ειδικά κολλύρια.
«Οπως και να το κάνουμε, είναι μια επίχρυση εποχή», καταγράφει ο τριτοπρόσωπος αφηγητής, ενώ έχει ήδη αναφερθεί σε «ψευδαίσθηση αφθονίας». Μακριά από εμάς οι επικαιροποιήσεις, αλλά μπορεί να αποφύγει κανείς το φλασμπάκ ανάμεσα σε παρόμοιες καταστάσεις;
Γράφω «ήταν μια επίχρυση εποχή». Δηλαδή όχι «χρυσή». Μια αυταπάτη, μια φενάκη ελπίδας ότι δεν θα ξαναγίνει πόλεμος, πως όλα θα πάνε καλά. Υπήρχε ενθουσιασμός, προσδοκία, πάθος για ζωή, ψευδαίσθηση ευτυχίας. Εκρηξη των τεχνών, της μόδας, της μουσικής, της αρχιτεκτονικής, οικονομική ανάπτυξη – παρά τα προβλήματα. Είναι ο δίκοπος, λαμπρός, ύπουλος Μεσοπόλεμος. Η Βαϊμάρη, τα μπεν-μιξτ, η τζαζ, το «Οριάν Εξπρές» και το μουστάκι του Χίτλερ που μεγαλώνει σιωπηρά. Κάποιες αναλογίες υπάρχουν και σε κατοπινές εποχές. Είναι γνωστό ότι σε διάφορα ζητήματα είμαστε κάπως ληθαργικοί ως είδος. Η αυταπάτη επιστρέφει πάντα, ως ρεφρέν. Φαίνεται πως την έχουμε ανάγκη. Πες πως μ’ αγαπάς κι ας είναι ψέμα.
Ποια είναι η πρόκληση για έναν μυθιστοριογράφο όταν έχει μπροστά του αφειδώς τόσα ιστορικά γεγονότα, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να βρει τον αφηγηματικό ρυθμό και την περίφημη «οικονομία»;
Η οικονομία της αφήγησης, ο ρυθμός είναι πάντα το βασικό ζητούμενο. Αν μπερδέψεις τον βηματισμό, το παν καταρρέει κι ο αναγνώστης αφήνει το βιβλίο και πιάνει το τηλεκοντρόλ. Αν χάσεις τον διασκελισμό, τη στροφορμή, το κείμενο γίνεται υδαρές, λασπώδες. Αυτός που το διαβάζει αισθάνεται αίφνης εσωτερικό κενό, σαν να πέφτει το αεροπλάνο λόγω απώλειας στήριξης. Γι’ αυτό τα πολλά ή λίγα γεγονότα δεν έχουν σημασία, αλλά ο τρόπος που εσωτερικεύονται, αξιολογούνται και αντιμετωπίζονται απ’ τους δρώντες ήρωες, και το πόσο οι ίδιοι αλλοιώνονται απ’ αυτά. Κυρίως δε πώς όλα εντάσσονται σε μια δυναμική ροή αφήγησης πολλαπλών αντανακλάσεων. Σε διασταυρούμενα ανύσματα ανέλιξης που συνδυάζονται για να προβεί η ιστορία με ενδιαφέρον και πάσχουσα απόλαυση. Το ζητούμενο είναι πάντα ο εγκλωβισμός του αναγνώστη στα πάθη των ηρώων – κι ας πά’ να λέει ο Μπρεχτ. Η μέθεξη, η εμπλοκή στην όποια γοητεία του αφηγηματικού σύμπαντος που οφείλει να ρέει έχοντας πολλές πλευρές, οργανικά δεμένες με την υπόθεση και τη ζωή των πρωταγωνιστών, των δευτεραγωνιστών ή των αντιηρώων, χωρίς μελοδραματισμούς, εννοείται. Σημασία έχει το κλιμακωτό θάμβος, ακόμα κι αν προκαλείται από την ειρωνεία.
Και σ’ αυτό το μυθιστόρημα υπάρχει η αίσθηση των προσεγμένων μεταφορών και παρομοιώσεων. «Ουρανός γκριζωπός, σεντόνι γηροκομείου». «Πρόσωπο σαν στενοχωρημένου ροτβάιλερ». Τι πρέπει να έχει μια παρομοίωση για να είναι πετυχημένη;
Πάντα προηγείται η έμπνευση για να πεις κάτι αλλιώς, με μια μεταφορά ή με μια παρομοίωση, ώστε η διατύπωση να γίνει πιο ευθύβολη. Μοναδική. Να περιέχει το απροσδόκητο αλλά και το καίριο της εικόνας. Να έχει ο αναγνώστης την αίσθηση μιας μικρής αποκάλυψης. Δηλαδή να προϋπάρχει εντός του η εικόνα, κι εσύ να την πυροδοτείς με μιαν αιφνίδια, απρόβλεπτη σύνδεση. Αλλά χρειάζεται να χρησιμοποιείς αυτά τα σχήματα με απόλυτη φειδώ, κι όταν πραγματικά αξίζει. Με το σταγονόμετρο. Η σπατάλη τους δημιουργεί ψευδεπίγραφη λογοτεχνικότητα. Απαιτείται απόλυτη αυστηρότητα στη δοσολογία και πρωτοτυπία στη σύλληψη. Το χειρότερο είναι να ξεπέσεις σε μεταχειρισμένα κλισέ, οπότε διολισθαίνεις στον λογοτεχνικό λαϊκισμό. Αν διαβάσεις, ας πούμε, τη φράση «ξεφύτρωσαν από παντού σαν μανιτάρια», κλείσε αμέσως το βιβλίο και κάν’ το τρίποντο στο καλάθι των αχρήστων.
Ο κεντρικός ήρωας, Γόρδιος Κλήμεντος, μπορεί να ελέγχει τους υφισταμένους του και τις συγκρούσεις στην πόλη, αλλά νιώθει ανήμπορος μπροστά στην Ντανιέλ. Φαίνεται ότι έχετε αγαπήσει την ηρωίδα πρωτίστως εσείς…
Ο Γόρδιος Κλήμεντος είναι ταγματάρχης της αντικατασκοπίας, όχι πολύ κλασικός αξιωματικός διότι έκανε επιπλέον σπουδές στο Παρίσι, κι έχει ευρεία όραση. Είναι ειδικευμένος στον ψυχολογικό πόλεμο. Αποστολή του είναι να ελέγξει την πόλη, να χειραγωγήσει τις τρομερές συγκρούσεις – παρ’ όλα αυτά νιώθει αδέξιος μπροστά στην εύθραυστη Ντανιέλ, το μόνο κορίτσι – γυναίκα που οδηγεί μοτοσικλέτα στη Θεσσαλονίκη του 1930-31, είναι γυμνίστρια από το 1926, κι αυτά από μόνα τους αποτελούν ένα σκάνδαλο. Ο Γόρδιος, μέσα σε όλο το χάος που επικρατεί, αλλά και μέσα στη μαγγανεία της μεσοπολεμικής πόλης, αναπτύσσει με την Ντανιέλ μια σχέση βαθιά ηδονιστική, φετιχιστική, απελπισμένη, στα όρια του ακατόρθωτου. Βασικά την Ντανιέλ την έπλασα όντως για να την ερωτευτώ πρώτα εγώ, ως λογοτεχνική ηρωίδα. Είναι η μόνη ερωμένη που θα μου επέτρεπε και η γυναίκα μου.
Με το μυθιστόρημα πήγατε πιο πίσω στον ιστορικό χρόνο. Σε αισθητικό επίπεδο τι κρατάτε για εσάς προσωπικά;
Πάντα σε ένα μυθιστόρημα το πιο ουσιώδες ερώτημα είναι το αισθητικό. Το πώς η αισθητική του έκφανση θα είναι εγγενώς, αυτογενώς δεμένη, αφομοιωμένη με αυτό που θα νοούσαμε ως περιεχόμενο, ώστε το ένα να είναι εκβλάστημα, ουσία και υπερσυνέχεια του άλλου. Αλλά όταν μιλάμε για αισθητική, τι εννοούμε; Χοντρικά μιλώντας εννοούμε τον ευχώρητο ή μη ρυθμό και τις εναλλαγές του, τον διασκελισμό, τις απροσδόκητες, δυναμικές μεταβάσεις, τον τόνο και τις ποικιλίες του. Τα αντιστικτικά μοτίβα, την απόκρυψη – μοχθηρία του αφηγηματικού δόλου, την κλιμακωτή αποκάλυψη των χαρακτήρων. Τις συγκρούσεις, τις εκτροπές, την έξαρση και την καταβύθιση των συναισθημάτων, την επιδέξια χρήση του χρόνου. Μοιραίο ρόλο, φυσικά, παίζει πάντα η γλώσσα και η σκληρή αφαίρεση. Τελικώς, όλα τα παραπάνω που είναι στοιχειώδη αναδεικνύονται και υποστασιοποιούνται συνήθως με το μοντάζ, την ανελέητη αφαίρεση.
Πότε αισθάνεστε ότι έχει ολοκληρωθεί η επεξεργασία του υλικού και των πληροφοριών, ότι αφήσατε πίσω το περιττό και περνάτε στην περιοχή της μυθιστορηματικής μετάπλασης;
Μιλούμε τώρα, δηλαδή, για το ύφος, που περιέχει και πολλά άλλα επιμέρους στοιχεία – δεν είναι του παρόντος – και που πρέπει να συνέχει όλο το κείμενο, να το ενοποιεί, να του δίνει κράση, χροιά και μοναδικότητα. Που το μετατρέπει (αν κατορθώσει να το μετατρέψει) σε έργο τέχνης ξεχωριστό, διακριτό, ώστε να αντανακλά και την ξεχωριστή υπόσταση του κάθε συγγραφέα. Το κυρίως ερώτημα δηλαδή δεν είναι το «τι» αλλά το «πώς» θα πάρεις έναν ψύλλο και θα τον μεταπλάσεις σε αηδόνι. Εφόσον, βέβαια, έχεις και την εύνοια κάποιου μυστήριου θεού. Αν έχεις πέσει σε δυσμένεια, άσ’ το καλύτερα. Το ζήτημα, όμως, είναι ότι ποτέ δεν γνωρίζεις αν έχεις την εύνοια ή όχι. Κατά βάθος προχωρείς τυφλώ ποδί και κυρίως με το ένστικτο. Ρισκάρεις. Κάθε μυθιστόρημα είναι ένα ενοποιημένο μετείκασμα σκιών που ταξιδεύει στο χάος. Και να ξέρεις τον ναύλο του, πάλι δεν τον ξέρεις.
Γιώργος Σκαμπαρδώνης: Ηλιος με ξιφολόγχες, Εκδ. Πατάκη, σελ. 41, Τιμή 18,80 ευρώ
- Οργισμένοι με το «πράσινο φως» του Μπάιντεν στην Ουκρανία οι Ρεπουμπλικάνοι
- Κασσελάκης: Να κάνουμε μια αρχή για το πολιτικό σύστημα – Είμαστε πάρα πολλοί στην κοινωνία
- Tuttomercatoweb: «Aποκάλυψη του ελληνικού ποδοσφαίρου ο Κωστούλας – Θυμίζει τον Μπενζεμά»
- Gigabit Voucher: Άνοιξε η πλατφόρμα για την επιδότηση συνδέσεων οπτικής ίνας
- Sohmer Piano Building: Το εμβληματικό ρετιρέ της Νέας Υόρκης διατίθεται προς πώληση
- Νάγκελσμαν: «Μένει λίγος χρόνος για να εξελιχθούμε μέχρι την πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο»