Ατυχής Ελληνοτουρκικός Πόλεμος 1897: Η μυστική οργάνωση που οδήγησε στην κρίση… άθελά της
«Ακόμα και ηττημένοι θα θέλαμε να ωφεληθούμε, ώστε να μας γίνει μάθημα για το μέλλον»
- Αίθριος ο καιρός την Πέμπτη, καταιγίδες από την Παρασκευή - Έρχονται «λευκά» Χριστούγεννα
- Τον απόλυτο εφιάλτη έζησε μαθητής από την Πάτρα σε πενθήμερη - Του έδωσαν ποτό με ούρα και τον χτύπησαν
- Νεκρός ανασύρθηκε από τα συντρίμμια γάλλος υπήκοος στο Βανουάτου μετά τον σεισμό των 7,3 Ρίχτερ
- Η Νικόλ Κίντμαν απαντά με «αγένεια» στο κόκκινο χαλί της πρεμιέρας του Babygirl και διχάζει
Περίπου τρία χρόνια πριν η Οθωμανική Αυτοκρατορία κηρύξει τον πόλεμο στην Ελλάδα, στις 18 Απριλίου 1897, ένας άσημος μέχρι τότε ανθυπολοχαγός, ο Νικόστρατος Καλομενόπουλος, εμπιστεύτηκε σε έναν υπολοχαγό του μηχανικού, τον Κωνσταντίνο Κωνσταντινόπουλο το σχέδιο του για την ίδρυση μιας μυστικής πατριωτικής οργάνωσης. Η ιδέα τον συγκίνησε και έτσι μαζί με άλλους 13 ανθυπολοχαγούς συνέπηξαν έναν υπόγειο φορέα, την Εθνική Εταιρεία που θα έφερνε τα πάνω κάτω.
Ήταν Νοέμβριος του 1894 και μεγάλο μέρος των Ελλήνων αξιωματικών ήταν φανερά ενοχλημένο από την ανεπάρκεια των πολιτικών να διαχειριστούν τα εσωτερικά προβλήματα του κράτους καθώς και την επεκτατική πολιτική εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τη στιγμή που ανταγωνιστές λαοί (π.χ. Σλάβοι) διεκδικούσαν τους τίτλους κυριότητας της Μακεδονίας.
Αντικειμενικός σκοπός τους ήταν η απελευθέρωση του υπόδουλου ελληνισμού με κάθε θυσία, δημιουργώντας αντιστασιακούς πυρήνες σε περιοχές με ελληνικό πληθυσμό και προκαλώντας ατμόσφαιρα πολεμικής οξύτητας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Πολλά μέλη της οργάνωσης ήταν διατεθειμένα ακόμη και να ανατρέψουν πραξικοπηματικά το ίδιο το καθεστώς ώστε να εγκαθιδρύσουν μια αυταρχική μεν αλλά πιο δυναμική εξουσία. Βέβαια δεν ήταν λίγα και τα μέλη με πιο δημοκρατικές πεποιθήσεις. Πέραν όμως αυτών των εσωτερικών ιδεολογικών διαφωνιών η Εταιρεία επιδόθηκε στη συγκέντρωση μυστικών πληροφοριών σχετικά με τη Μακεδονία και στο πρώτο εξάμηνο του 1896 κατήρτισε ειδικά αντάρτικα σώματα τα οποία απέστειλε προς βορρά.
Ποιός είναι ο εχθρός;
Η δράση της Εθνικής Εταιρείας ήταν κατανεμημένη σε τρεις γεωγραφικές περιοχές: τη Μακεδονία, την Ήπειρο και την Κρήτη. Η Οργάνωση έριχνε το κύριο βάρος των δραστηριοτήτων της σε αυτές τις τρεις επαρχίες ανάλογα με την ανάγκη που παρουσίαζαν. Την περίδο εκείνη κρίθηκε πιο αναγκαίο να ενισχυθούν τα βόρεια μέτωπα που ήταν συγκεντρωμένοι όλοι οι εχθροί του Έθνους, Σλάβοι και Τούρκοι. O μελλοντικός δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς, μέλος της Εθνικής Εταιρείας τότε, έγραφε: “Δεν πρόκειται (μόνο) να απελευθερώσομεν τους Έλληνες από τον Τουρκικόν ζυγόν, πρόκειται και να εμποδίσομεν τους Βουλγάρους να αποσπάσουν Ελληνικάς χώρας απο του έθνους των”.
Οι επαναστάσεις των χριστιανών (1888-1899 και 1895) στην Κρήτη λόγω του καταπιεστικού Τούρκου διοικητή και τα διαβήματα των Μεγάλων Δυνάμεων προς το σουλτάνο είχαν ως αποτέλεσμα την αντικατάστασή του από τον ελληνικής καταγωγής Αλέξανδρο Καραθεοδωρή (1895). Η μετέπειτα όμως αντίδραση του τουρκικού πληθυσμού γι’ αυτή την αλλαγή, οδήγησε στον επαναδιορισμό νέου Τούρκου διοικητή(άνοιξη 1896) ενθαρρύνοντας έτσι κάποιους μουσουλμάνους να προβούν σε σφαγές χριστιανών.
Οι εξελίξεις ευαισθητοποίησαν την Εθνική Εταιρεία η οποία έστειλε πολεμοφόδια, τρόφιμα αλλά και εθελοντές, ενώ πολλοί αξιωματικοί εγκατέλειπαν αυθαίρετα τις μονάδες τους για να πάνε στην Κρήτη. Την ώρα που οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις δραστηριοποιούσαν τους στόλους τους γύρω από το νησί, η Εταιρεία ενθάρρυνε τις φωνές που μιλούσαν για ένωση με τη μητέρα πατρίδα.
Ανοίγει η «πόρτα» για τους στρατιωτικούς
Την Οργάνωση διοικούσε το πανίσχυρο Διοικητικό Συμβούλιο του που την πλειοψηφία είχαν οι στρατιωτικοί. Όλες οι αποφάσεις λαμβάνονταν από αυτό το όργανο του οποίου τα μέλη χρησιμοποιούσαν την επιρροή που διέθετε το καθένα ανάλογα με την επαγγελματική του ιδιότητα. Η σύσταση του Συμβουλίου, κατά τη διάρκεια ύπαρξης της Εταιρείας(1894-1899), περιελάμβανε πρόσωπα που μετά από χρόνια θα γίνονταν διάσημα για τη στρατιωτική και πολιτική τους δράση. Μεταξύ αυτών ήταν ο υπολοχαγός Κωνσταντίνος Νίδερ, ο λοχαγός Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, ο ταγματάρχης Παναγιώτης Δαγκλής, ο υπολοχαγός Παύλος Μελάς.
Το γεγονός ότι η οργάνωση απαρτιζόταν κυρίως από στρατιωτικούς -αρχικά τουλάχιστον- της προσέδιδε μια ιδιαιτερότητα. Το 19ο αιώνα πρωτεύοντα ρόλο σε μυστικά σωματεία είχαν περισσότερο πολίτες παρά αξιωματικοί, συνεπώς είναι “αδύνατον να γίνει η διάκριση μιας κάστας στρατιωτικών η οποία δρούσε ανεξάρτητα από την επιρροή των πολιτικών”.[1] Με την εμφάνιση όμως της Εθνικής Εταιρείας σημειώνεται η πρώτη στρατιωτική “επέμβαση” στην εθνική πολιτική, ένα φαινόμενο που θα γίνει πολύ συχνό στον 20ο αιώνα. Οι Έλληνες αξιωματικοί θα εγκαινιάσουν μια περίοδο έντονου παρεμβατισμού στα πολιτικά ζητήματα, ωθούμενοι από ένα συνδυασμό πατριωτισμού και προσωπικών φιλοδοξιών, συμβάλλοντας έτσι στην πολιτική και κοινωνική αποσταθεροποίηση της χώρας.
Επιφανείς προσωπικότητες μέλη της οργάνωσης
Μέχρι την άνοιξη του 1896 η Εταιρεία είχε εξαπλωθεί ταχύτατα με την ίδρυση παραρτημάτων εντός και εκτός της ελληνικής επικράτειας. Τα πολυάριθμα τμήματα της Εθνικής Εταιρείας στο εξωτερικό απλώνονταν από το Βουκουρέστι έως και τους θύλακες της Ελληνικής διασποράς, στην Ινδία και την Αφρική. Για κάθε παράρτημα υπήρχε ένας πρόεδρος, το ανώτατο τοπικό όργανο, το οποίο έδινε αναφορά στα κεντρικά της Αθήνας. Στο Ναύπλιο, για παράδειγμα, πρόεδρος του παραρτήματος ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς.
Η μύηση πολιτών υλοποιήθηκε με πολύ αργούς ρυθμούς, ενώ μόνο την άνοιξη του 1896 σημειώθηκε μεγάλη στροφή προς την επιστράτευση περισσότερων επιφανών πολιτών όπως οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών Σπυρίδων Λάμπρος, Νικόλαος Πολίτης και Ιωάννης Χατζιδάκις, και διανοούμενων όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο Γιώργος Δροσίνης, ο Γρηγόρης Ξενόπουλος και ο Ανδρέας Καρκαβίτσας. Αυτή η συμμετοχή του ακαδημαϊκού και πνευματικού κόσμου στις δραστηριότητες της Εταιρείας μαρτυρά το εύρος της απογοήτευση της ελληνικής κοινωνίας για τα πολιτικά δρώμενα.
Τα μέλη της οργάνωσης διακρίνονταν σε δύο βαθμούς, τους “εταίρους” και τους “αδελφούς”. Για κάθε βαθμό έδιναν ιδιαίτερο όρκο επι του ιερού Ευαγγελίου και κατόπιν εφοδιάζονταν με σχετικό δίπλωμα. Η εταιρεία ακύρωνε τις ιεραρχικές δομές του στρατού με δική της ιεραρχία και σχετικοποιούσε την αφοσίωση στο στρατό με τον όρκο πίστης στην ίδια. Με άλλα λόγια επρόκειτο για διορκία. Η οργάνωση είχε δομηθεί κατά το σύστημα της Φιλικής Εταιρείας. Είχε λάβει πολλούς μυστηριακούς και μυστικούς τύπους από τον ελευθεροτεκτονισμό. Έτσι είχε μυστικά σημεία για την αμοιβαία αναγνώριση των εταίρων και τη συνθηματική τους υπογραφή.[2] Η συγκέντρωση εξάλλου της κοινωνικής ελίτ μαρτυρά την προσοχή στην επιλογή μελών, όπως ακριβώς γινόταν και στις τεκτονικές στοές.
Η οργάνωση αποκαλύπτεται
Το Ανώτατο Συμβούλιο αποφάσισε τον Οκτώβριο του 1896 να αποκαλύψει την ύπαρξη της Εταιρείας. Όταν πια η φάση της συγκρότησης είχε ολοκληρωθεί(τα μέλη της ανέρχονταν στις 3.000), η Εταιρεία εμφανίστηκε δημοσίως με διακήρυξη, που εν ολίγοις έλεγε τα εξής: το κράτος ήταν φτωχό, οι αντιπαραθέσεις των πολιτικών ηγετικών ομάδων το είχαν παραλύσει[3] και ο ανεπαρκής στρατιωτικός εξοπλισμός δεν του επέτρεπε να υπηρετήσει τα ελληνικά συμφέροντα με αποτέλεσμα ανταγωνιστές λαοί να επωφελούνται από την κατάρρευση της κυριαρχίας του σουλτάνου.
Η Οργάνωση ευαγγελιζόταν επίσης την αποστολή ένοπλων συμμοριών στην Ευρωπαϊκή Τουρκία για να αντιμετωπίσει τις βουλγαρικές δραστηριότητες. Το πρόγραμμα της Εταιρείας έγινε δεκτό από το πανελλήνιο με μεγάλο ενθουσιασμό και αυτό φαίνεται απο τη μεγάλη ανταπόκριση του κόσμου στις κοινωνικές δραστηριότητες της οργάνωσης για την αύξηση των εσόδων της.
Το Φεβρουάριο του 1897 συνέστησε στην πρωτεύουσα φανερό κέντρο εράνων, κάλεσε τα τμήματα να δραστηριοποιηθούν οργανώνοντας μουσικές συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις με εθνικά έργα ακόμη και διαλέξεις εθνικού περιεχομένου.[4] Ο καθ. Σπυρίδων Λάμπρου, πρόεδρος της Εταιρείας από το 1896 διέγειρε τα πολιτικά πάθη στο Πανεπιστήμιο με προπαγανδιστικές ομιλίες εθνικιστικού περιεχομένου. Η οικονομική ενίσχυση από τις εύρωστες ελληνικές παροικίες, ιδιαίτερα αυτή της Αιγύπτου, ήταν εξαιρετικά σημαντική.
Η Εταιρεία επεκτεινόταν ταχύτατα και στράφηκε εναντίον των φορέων που αντιμάχονταν τα συμφέροντα της. Ενδεικτικά δύο μήνες πρίν την ίδρυση της Εταιρείας τα μέλη της είχαν εισβάλει στα γραφεία της εφημερίδος Ακρόπολις, καταστρέφοντάς τα επειδή η τελευταία ασκούσε έντονη κριτική στους κρατικοδίαιτους και αλαζόνες αξιωματικούς, φανερώνοντας μια στρατοκρατική διάθεση των αξιωματικών της Εταιρείας.[5] Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη έβλεπε καχύποπτα έως αρνητικά τις εταιρικές δραστηριότητες που δημιουργούσαν επικίνδυνο εσωτερικό αναβρασμό, ενώ ενθάρρυναν τις ένοπλες δυνάμεις να δράσουν αυτόβουλα. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση εξέδιδε αυστηρές διαταγές να σταματούν τους αντάρτες της Εταιρείας στα σύνορα και να τους συλλαμβάνουν ενώ οι αξιωματικοί που εξέφραζαν αισθήματα υπέρ του Μακεδονικού κινήματος μετατίθονταν μακριά από τα σύνορα. Στην αρχή τα πράγματα έδειχναν να τίθενται υπό σχετικό έλεγχο αλλά το λαϊκό αίσθημα ήταν υπέρ της Εταιρείας και αυτό θα οδηγούσε σε διλήμματα και δύσκολες αποφάσεις.
Πορεία προς τον πόλεμο
Το Γενάρη του 1897 η Πύλη αδιαφόρησε για τα διαβήματα των αγγλογάλλων για σύνεση και ενθάρρυνε νέες διώξεις εναντίον των χριστιανών του νησιού. Ενώ λοιπόν η ευρωπαϊκή διπλωματία πρότεινε την αυτονομία του νησιού η Εθνική Εταιρεία δεν εμπιστευόταν κανέναν και δυναμίτιζε το όλο κλίμα εμμένοντας σταθερή στη θέση της για ένωση της Κρήτης. Η κατάσταση έδειχνε να ξεφεύγει από τον έλεγχο του ελληνικού κράτους και έτσι δημιουργήθηκε το εξής δίλημμα: συνεργασία με τις Μεγάλες Δυνάμεις για την εξασφάλιση αυτονομίας ή επίδειξη στρατιωτικής ισχύος με στόχο την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Η ιδιοτελής αντιπολίτευση υπο τον Δημήτριο Ράλλη, πλήρως συντεταγμένη με την Εθνική Εταιρεία, διασάλευε το πολιτικό περιβάλλον απειλώντας την κυβέρνηση με εμφύλιο αν δεν παίρνονταν αποφάσεις που ουσιαστικά θα οδηγούσαν σε ελληνοτουρκικό πόλεμο. Βέβαια υπήρχαν και οι συνετές φωνές εντός της οργάνωσης, όπως του ταγματάρχη Παναγιώτη Δαγκλή, ο οποίος ήταν υπέρ ενός πιο συμβουλευτικού ρόλου της Εταιρείας αποδοκιμάζοντας τέτοιες πρακτικές εκβιασμού. Ο υπουργός εξωτερικών Νικόλαος Σμόλενιτς υπέβαλλε πρόταση να έρθει η κυβέρνηση σε συνεννόηση με την Εταιρεία για να μπορεί να την ελέγχει.
Η δυσπιστία όμως του βασιλιά Γεωργίου καθώς και ο άβουλος χαρακτήρας του πρωθυπουργού ματαίωναν συνεχώς αυτές τις εισηγήσεις εμποδίζοντας τα σχέδια της Εταιρείας. Οι κυβερνητικοί βουλευτές όμως Αλοϊσιος Τόμαν και Κων/νος Τοπάλης, μέλη και οι δύο της Εθνικής Εταιρείας, πίεζαν τη κυβέρνηση προς την απόφαση πολέμου ενώ την ίδια στιγμή οι πρίγκιπες φαίνεται ότι έλκονταν και αυτοί από τους Εταιρικούς οραματισμούς. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος, ο οποίος είχε φιλοδοξίες χειραγώγησης του στρατεύματος, διατηρούσε, εν αγνοία της κυβέρνησης, επαφές με την οργάνωση, οι στόχοι της οποίας τον ενθουσίαζαν. Ο αδελφός του, πρίγκιπας Νικόλαος, ενθάρρυνε την Εταιρεία να στείλει ένοπλες δυνάμεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία υπό τη διοίκηση Ελλήνων αξιωματικών. Η κυβέρνηση δυσκολευόταν να επιβληθεί και δεν τολμούσε να σκεφτεί την απαγόρευση λειτουργίας της Εταιρείας ενώ ταυτόχρονα η πειθαρχία στο στράτευμα είχε διαταραχθεί ανησυχητικά.
Εν τω μεταξύ η κατάσταση στη Κρήτη χειροτέρευσε και έτσι ο αμφιταλαντευόμενος Δηλιγιάννης αναγκάστηκε, υπό τη πίεση του βασιλιά και της κοινής γνώμης, που πλέον διαμορφωνόταν από την Εταιρεία, να στείλει στην Κρήτη(Φεβ. 1897) το οπλιταγωγό “Μυκάλη” και το θωρηκτό “Ύδρα”, τα οποία μετέφεραν ένα σώμα 1.000 ανδρών υπό το συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο. Ο πρωθυπουργός ίσως αντιλήφθηκε ότι δεν τον συνέφερε να διαφωνήσει μέχρις εσχάτων με την όλη κατάσταση. Ο μεν βασιλιάς έμαθε από απόρρητη πληροφορία ότι η Εθνική Εταιρεία είχε σκοπό να τον εκθρονίσει σε περίπτωση που ο ίδιος δε συμμορφωνόταν με το εθνικό αίσθημα.[6]
Υπό τον ανοχή της κυβέρνησης
Συνεπώς κυβέρνηση και βασιλιάς συνεργάστηκαν με την Εταιρεία γνωρίζοντας ότι θα έχαναν λιγότερα από έναν “μικρό” πόλεμο παρά αν έρχονταν σε σύγκρουση με σύσσωμη την ελληνική κοινωνία. Οι Έλληνες κυβερνώντες υπολόγιζαν ότι, επειδή οι Μεγάλες Δυνάμεις θα ήθελαν να αποφύγουν μια γενικευμένη σύρραξη, που ίσως ενέπλεκε και τις ίδιες, θα επεμβαίνανε για την ανεύρεση μιας κοινά αποδεκτής λύσης. Ενώ λοιπόν οι Έλληνες πολιτικοί αποποιούνταν των ευθυνών τους, η Πύλη απαίτησε την άμεση ανάκληση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων από τη Κρήτη ενώ τον Μάρτιο η είδηση της άρνησης των Ευρωπαίων να παραμείνουν οι Έλληνες στρατιώτες στο νησί εξερέθισε το ελληνικό λαϊκό αίσθημα. Εφόσον λοιπόν οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν θα άφηναν τους Έλληνες να χτυπήσουν τους Τούρκους στην Κρήτη, θα τους χτυπούσαν στη Μακεδονία. η Ευρώπη εκεί δε θα μπορούσε να τους εμποδίσει.[7] Η Εθνική Εταιρεία έπαιξε το ρόλο του δαυλού στη πυριτιδαποθήκη, όταν με ένα αντάρτικο σώμα εισέβαλε στη Μακεδονία.[8]
Ήδη, από το Φεβρουάριο του 1897, η Εθνική Εταιρεία εξόπλιζε κόσμο έχοντας εγκαταστήσει το στρατηγείο της στο χωριό Κουβέλτσι της περιφέρειας Τρικάλων. Έπειτα μάλιστα από συνεννόηση με τον πρωθυπουργό Δηλιγιάννη φαίνεται ότι είχε αποφασιστεί να εισβάλλουν αυτά τα σώματα από τη δυτικότερη πλευρά των συνόρων διασφαλίζοντας το αριστερό άκρο του ελληνικού στρατού, ενώ ταυτόχρονα θα απειλούσαν το εχθρικό δεξιό του τουρκικού στρατού.[9] Στις 27 Μαρτίου λοιπόν 3.000 ένοπλοι της Εταιρείας εισέβαλλαν στη Μακεδονία σε τρία σώματα που αν και αρχικά σημείωσαν κάποια επιτυχία εις βάρος των τουρκικών φρουρών, δύο μέρες αργότερα προσβλήθηκαν από τον τουρκικό στρατό, ο οποίος τους εξανάγκασε σε άτακτη φυγή πίσω στο ελληνικό έδαφος. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε την οργή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ενώ έδωσε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την κατάλληλη αφορμή να κηρύξει πόλεμο στις 18 Απριλίου.
Οι 150.000 Τούρκοι στρατιώτες υπο τον Ετέμ πασά αφού κατανίκησαν τις ελληνικές δυνάμεις με αρχιστράτηγο τον πρίγκιπα Κωνσταντίνο στο Θεσσαλικό μέτωπο, εντός τριών εβδομάδων βρίσκονταν βόρεια της Λαμίας. Στην Αθήνα η κατάσταση ήταν απελπιστική, ενώ η κυβέρνηση παραιτήθηκε υπό το βάρος των εξελίξεων δίνοντας τη σκυτάλη στον φιλοπόλεμο Ράλλη. Παρόλα αυτά τίποτα δεν μπορούσε να αλλάξει και μόνο με ρωσική διαμεσολάβηση υπεγράφη τελικά ανακωχή στις 8 Μαΐου, ενώ τα τμήματα που συγκρότησε η Εταιρεία υποχώρησαν ατάκτως λεηλατώντας την ελληνική ύπαιθρό. Ο Ταγματάρχης Δαγκλής, από τους λίγους ανώτερους αξιωματικούς της Εταιρείας, φανερά απογοητευμένος έγραφε: “Μηδαμινά τα αποτελέσματα των αντάρτικων σωμάτων και χρήματα χαμένα”…
Το μερίδιο ευθύνης της Εταιρείας
Ως γνωστόν, την επαίσχυντη ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο ακολούθησε η επιβολή πολεμικής αποζημίωσης 100 εκ. δρχ. που θα κατέβαλλε η Ελλάδα στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ο διορισμός του πρίγκιπα Γεωργίου στη θέση του διοικητή της Κρήτης και η επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου(Δ.Ο.Ε) για 30 χρόνια.
Ο Τύπος της εποχής κατηγορούσε την Εταιρεία για σωβινισμό ενώ την κατήγγειλε ότι ήταν πρακτορείο του διεθνούς κεφαλαίου “ντυμένο με ελληνικό ένδυμα”.[10] Μάλλον απίθανο, καθώς αν ίσχυε αυτό τότε οι περισσότεροι Έλληνες αξιωματικοί ήταν πράκτορες των Γερμανών, διότι τότε τα 2/3 των αξιωματικών ήταν μέλη της Εταιρείας. Ωστόσο ίσως να υπήρχαν κατάσκοποι γερμανικών συμφερόντων οι οποίοι «ενθάρρυναν» την Εθνική Εταιρεία να εξωθήσει τη κατάσταση σε πόλεμο «εκμεταλλευόμενοι τα πατριωτικά αισθήματα του λαού και των Εταίρων για αλύτρωτους αδελφούς, δημιουργώντας ανεύθυνη φιλοπόλεμη ψυχολογία».[11]
Τα μέλη της Εταιρείας δεν ήταν ούτε προδότες ούτε πράκτορες ξένων δυνάμεων αλλά μάλλον άνθρωποι χωρίς κρίση και ψυχραιμία και χωρίς το αναγκαίο σθένος που είχε ανάγκη η χώρα προκειμένου να βγει από το αδιέξοδο, σύμφωνα με τον καθηγητή Ιστορίας Γιάννη Γιανουλόπουλο.[12] Οι περισσότεροι Έλληνες από όλα τα κοινωνικά στρώματα πίστευαν ότι ο πόλεμος θα βοηθούσε να ξεπεραστεί η ακινησία που αναφέραμε αρχικά. Ο Ιωάννης Μεταξάς, ένα από τα πιο πολεμοχαρή μέλη της Εταιρείας, έγραφε στο ημερολόγιό του: «Τον πόλεμο προκάλεσε ένας εσωτερικός ερεθισμός ως αποτέλεσμα μεταλλαγής του πολιτικού βίου», ενώ ο βουλευτής Γεώργιος Φικιώρης, υπέρμαχος του πολέμου, έλεγε: «Υπήρξα ένας από τους πιο φιλοπόλεμους, όχι τόσο εκ πεποιθήσεως ότι μπορούσαμε να νικήσουμε όσο λόγω της πίστης ότι ακόμα και ηττημένοι θα θέλαμε να ωφεληθούμε, ώστε να μας γίνει μάθημα για το μέλλον». Σε συνέντευξη του (Δεκ. 1897) ένας πρώην υπουργός της κυβέρνησης Δηλιγιάννη δήλωσε ανώνυμα ότι η Εθνική Εταιρεία ήταν μάλλον συνυπεύθυνη γι΄ αυτό που συνέβη.
Ο ίδιος ο Δηλιγιάννης όμως αργότερα εξομολογήθηκε: “Ως πολίτης συναισθάνομαι μεν το αίσχος και το όνειδος του πολέμου, ως πρωθυπουργός όμως ουδεμίαν φέρω δι’ αυτά ευθύνην”. Η φράση έκρυβε σαφή και κατηγορηματικό υπαινιγμό εναντίον του στέμματος και της Εθνικής Εταιρεία [13] και φυσικά το κλασικό για όλα φταίνε οι άλλοι, ενώ το εύρος της Εταιρείας κάλυπτε όλο το πολιτικό φάσμα συμπεριλαμβανομένου και του διληγιαννικού κόμματος…
Ατιμώρητοι οι υπεύθυνοι
Όπως γίνεται συνήθως μετά από μια εθνική συμφορά ο απλός λαός αναζητά τους υπαίτιους. Για το σκοπό αυτό ο Στρατός σύστησε Ανακριτικά Συμβούλια και μια Μεγάλη Ανακριτική Επιτροπή. Τα πρώτα θα ανελάμβαναν να εντοπίσουν τυχόν ευθύνες σε κατώτερα στελέχη του Στρατού ενώ το δεύτερο αφορούσε τους ανώτατους αξιωματικούς. Ο αντιπρόεδρος(υποστράτηγος Ι. Δημόπουλος) και άλλα δύο μέλη της Επιτροπής ήταν στελέχη της Εταιρείας, που συνέβάλλαν έως ένα βαθμό στη κάλυψη των πραγματικών υπευθύνων.[14] Οι δε κατηγορούμενοι για τα επεισόδια στην εφημερίδα Ακρόπολις κρίθηκαν αθώοι από το στρατοδικείο το οποίο απαρτιζόταν από μέλη της Εταιρείας. Σημειώνεται ότι δικηγόρος των θερμόαιμων αξιωματικών ήταν ο υπουργός Ναυτικών Νικόλαος Λεβίδης, ένας από τους πλέον υποστηρικτές του πολέμου.
Αν και η κοινή γνώμη πίεζε για ανεύρεση των ενόχων ανάμεσα στις τάξεις της Εθνικής Εταιρείας και παρά τη σύγκληση ειδικών Εξεταστικών Επιτροπών, οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις δεν ήταν πρόθυμες να σπρώξουν το μαχαίρι στο κόκκαλο. Πέραν της τυπικής διάλυσης της Εταιρείας (1899-1900) και της κατάσχεσης 300.000 δρχ. από τα ταμεία της, οι πολιτικοί αλλά και ο ίδιος ο βασιλιάς Γεώργιος ήταν σίγουροι πως, αν επέτρεπαν τη διεξαγωγή διερευνητικών ελέγχων, τότε θα εκτίθονταν σημαντικά πρόσωπα που εργάζονταν στους κυβερνητικό και αυλικό περιβάλλον.
Το πιο διακεκριμένο μέλος και πρόεδρος της ο Λάμπρος Σπυρίδων χρημάτισε πρωθυπουργός της χώρας το 1916-1917, ενώ ο βουλευτής Αλοϊσιος Τόμαν αναβαθμίστηκε σε υπουργό δικαιοσύνης. Από την άλλη, πολλοί Εταίροι αξιωματικοί επιλέχθηκαν για το Επιτελείο του πρίγκιπα Κωνσταντίνου. Συνεπώς ήταν αδύνατο να ευδοκιμήσει μια απρόσκοπτη διαδικασία διώξεων…
[1] Θάνος Βερέμης, Οι επεμβάσεις του Στρατού στην ελληνική Πολιτική, 1916-1936, Εξάντας, 1977, σελ 17.
[2] Γεώργιος Λυριτζής, Η Εθνική Εταιρεία και η δράσις αυτής.
[3] Επιστημονικό Συμπόσιο 4 και 5 Δεκεμβρίου 1997, Ο πόλεμος του 1897 , σελ 238.
[4] Γεώργιος Λυριτζής, Η Εθνική Εταιρεία και η δράσις αυτής, σελ 12.
[5] Το επεισόδιο συνέβη και όλοι όσοι μετείχαν σε αυτό αργότερα μυήθηκαν.
[6] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Νεώτερος Ελληνισμός από το 1881 ως το 1913, σελ 125-126.
[7] Έduard Driault, Το Ανατολικό Ζήτημα, από τις αρχές του έως τη συνθήκη των Σεβρών, μέρος Β’, σελ 239
[8] Γεώργιος Μ. Μπαζίλη, Ανδρέας Συγγρός. Η ζωή και το έργο του και ο ρόλος του στη διαμόρφωση των εξελίξεων της εποχής του, σελ 298-299.
[9] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Νεώτερος Ελληνισμός από το 1881 ως το 1913, σελ 126-127.
[10] Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας. Από την επανάσταση του 1821 ως το κίνημα του Γουδί (1909), σελ 559.
[11] Γεώργιος Δ. Κατσούλης, Το κατεστημένο στη νεοελληνική ιστορία, σελ 219.
[12] Γιάννης Γιανουλόπουλος, “Η ευγενής μας τύφλωσις”, εξωτερική πολιτική και εθνικά θέματα από την ήττα του 1897 έως τη Μικρασιατική καταστροφή, σελ 75.
[13] Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας. Από την επανάσταση του 1821 ως το κίνημα του Γουδί (1909), σελ 559.
[14] Γιάννης Δ. Καψάλης, Μαρίνος Αντύπας. Ο πρωτομάστορας σοσιαλιστής και πρόδρομος του Κιλελέρ, σελ. 53.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις