Λόρδος Βύρων: Ζήτησε λοιπόν τον τάφο ενός στρατιώτου, αυτός σου πρέπει
Το τέλος του «αρχιστρατήγου» των Μεσολογγιτών
- «Είσαι ο διάβολος» – Αντιμέτωποι με τον πατέρα τους οι γιοι της Ζιζέλ Πελικό
- Κατεπείγουσα εισαγγελική παρέμβαση από τον Άρειο Πάγο μετά την αποκάλυψη in – Για το χαμένο υλικό από τις κάμερες στα Τέμπη
- Οι ληστές που έκλεψαν τα πορτρέτα των Ελισάβετ Β' και Μαργκρέτε Β' του Άντι Γουόρχολ τα έκαναν όλα στραβά
- Το ΠΑΣΟΚ θα προτείνει άλλο πρόσωπο για ΠτΔ αν ο Μητσοτάκης επιλέξει «στενή κομματική επιλογή»
Πάσχα του 1924
«Κατέρχομαι εις Ελλάδα. Είνε η μόνη χώρα όπου υπήρξα ευτυχής».
Με αυτάς τας λέξεις ανήγγελλεν ο λόρδος Βύρων εις ένα φίλον του την απόφασίν του όπως αναχωρήση εις την Ελλάδα. Η Τερέζα έκλαιε. Ήθελε να τον συνοδεύση. Θα εδέχετο να μείνη εις μίαν από τας νησίδας του Αιγαίου, καθ’ ον χρόνον ο ήρως της θα έδρεπε τας πολεμικάς δάφνας του. Αλλ’ ο Βύρων δεν ήθελε να σύρη μαζί του αυτόν τον έρωτα, και μίαν γυναίκα η οποία δεν ήτο σύζυγός του. Εις την Ελλάδα υπήρχεν η επανάστασις. Δεν υπήρχεν ούτε καιρός ούτε θέσις διά ειδύλλια. Αντί της κομήσσης, ο Βύρων εδέχθη να πάρη μαζί του τον αδελφόν της, τον νεαρόν Πιέτρο Γκάμπαν. Ήτον η τελευταία εκχώρησις που ημπορούσε να κάμη προς την φίλην του. Η Τερέζα ανεχώρησε διά Βολωνίαν (σ.σ. Μπολόνια) προς συνάντησιν του πατρός της. Η ανάμνησίς της δεν επέπρωτο να διαρκέση επί πολύ μέσα εις την καρδιά του φίλου της. Ένα άρωμα ήτο και εξετμίσθη.
[…]
Η άφιξις του Βύρωνος εις το Μεσολόγγι υπήρξε μία αληθής αποθέωσις. Τον ανέμεναν από τόσον καιρόν! Εις το πρόσωπόν του οι αγωνισταί εστήριζαν μεγάλας ελπίδας. Το όνομά του εκυκλοφόρει από στόματος εις στόμα, είχε γίνη θρύλος, φήμη, λαϊκόν σύμβολον, και εις την φαντασίαν του πλήθους ο ποιητής εθεωρείτο ως ένα υπεράνθρωπον, υπερφυσικόν, αυτόχρημα μυθικόν πλάσμα, του οποίου και μόνη η παρουσία εθεωρείτο ικανή να μεταβάλη την κατάστασιν και αρκετή να θέση τέρμα εις όλα τα δεινά. Ένα ανυπόμονον πλήθος είχε συγκεντρωθή εις την παραλίαν και τον ανέμενε, άνδρες, γυναίκες, παιδιά. Και ιδού μέσα εις την αγγλικήν του στολήν προβάλλων έκπαγλος ο αναμενόμενος ήρως. Ζητωκραυγαί, ομοβροντίαι, κανονιοβολισμοί εδόνησαν τον αέρα. Μία αληθής αποθέωσις. Αξέχαστοι διά τον Βύρωνα στιγμαί, και τελευταία χαρά που του επεφύλασσεν η ζωή και η μοίρα.
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 15.4.1928, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Από την επαύριον της αφίξεώς του εις το Μεσολόγγι ήρχισαν διά τον Βύρωνα αι πικρίαι και αι διαψεύσεις. Διαρκής πάλη με το περιβάλλον του, πάλη με τους στρατιώτας, δοκιμασίαι της ψυχής και του σώματος, και κυρίως η φονική διά την ανυπομονησίαν του αδράνεια. Η ηρωική αλλά πρωτόγονος πολίχνη δεν προσέφερε περιβάλλον ικανοποιητικόν ούτε διά το ηθικόν ούτε διά την υγείαν ενός Ευρωπαίου. Όταν εκόπασεν ο ενθουσιασμός και έρριψε τα πρώτα ερευνητικά βλέμματα εις το νέον πεδίον όπου τον είχε σύρη η διαρκώς ανήσυχος ιδιοσυγκρασία του, πώς είδεν ο Βύρων το Μεσολόγγι; «Ένα πανέρι από λάσπη», όπως αναφέρει ο ίδιος. Στενοί και ακάθαρτοι δρομίσκοι. Χαμηλά, υγρά και ανθυγιεινά σπίτια. Μιασματικά τενάγη. Πυρετοί. Μία ατμόσφαιρα αληθούς δηλητηριάσεως διά τον οργανισμόν και ενός υγιούς ακόμη Ευρωπαίου. Και όταν κατήλθεν εις την Ελλάδα ο Βύρων είχεν ήδη εξαντλήση τον οργανισμόν του εις την ακολασίαν και τας καταχρήσεις. Είνε θαύμα πώς ο υπονομευμένος οργανισμός του αντεπεξήλθεν επί τόσον διάστημα και δεν υπέκυψεν ενωρίτερον.
Κατερχόμενος εις την Ελλάδα, ο Βύρων δεν εβαυκαλίζετο από καμμίαν ψευδαπάτην. Είχεν υπ’ όψιν του τας πάσης φύσεως δυσκολίας που τον επερίμεναν, τ’ αναγκαία ελαττώματα των αγωνιστών ενός ασυντάκτου αγώνος. Αλλ’ η αναρχία προ της οποίας ευρέθη, αι αντιζηλίαι που παρέλυαν την δράσιν, αι εχθρότητες που εχώριζαν τους αρχηγούς, υπερακόντιζαν τας προβλέψεις του. Μία γενική κρίσις του αγώνος. Ένα χάος. Ενώ εις το Λονδίνον εσυνεχίζοντο διαπραγματεύσεις προς επίτευξιν ενός δανείου, εις την δυστυχισμένην Ελλάδα έλειπαν τα πάντα. Ο Βύρων έπρεπε προχείρως ν’ αντεπεξέρχεται εις όλους, εις όλα. Τρεφόμενοι και πληρωνόμενοι κακώς, οι στρατιώται εστασίαζαν. Μία απειλή διαρπαγής και στάσεως αιωρείτο εις την ατμόσφαιραν. Ο Βύρων κατέληξε τελικώς εις την απόφασιν να στρατολογήση εξακοσίους Σουλιώτας μισθοφόρους, τους οποίους εξώπλισε, ενέδυσε, επεχείρησε να υποβάλη εις πειθαρχίαν, αλλ’ άνευ αποτελέσματος. Είχε φθάση με την επιθυμίαν να εξορμήση αυθωρεί κατά του εχθρού. Και παρίστατο μάρτυς μιας αφορήτου αδρανείας, διαρκών ερίδων και ατελευτήτων συζητήσεων.
[…]
Γιατί είχεν έλθη λοιπόν εις αυτό το Μεσολόγγι; Μερικοί αφωσιωμένοι φίλοι είχαν μεταβή να τον ευχηθούν (σ.σ. την 22α Ιανουαρίου 1824, την ημέρα των τριακοστών έκτων γενεθλίων του). Εξήλθε προς προϋπάντησίν των κρατών χειρόγραφον και μειδιών. Τους είπε:
«Για να σας ευχαριστήσω, που παραπονείσθε ότι ελησμόνησα την ποίησιν και έπαυσα να γράφω στίχους, ιδού: έγραψα κάτι, που θεωρώ καλλίτερα από όσα γράφω συνήθως». Και με την ευκρινή παλμώδη φωνήν του ήρχισε ν’ απαγγέλλη:
Είνε καιρός να παύση πλέον να συγκινήται αυτή η καρδιά
αφού έπαυσε να συγκινή.
………………………………………………
Ζήτησε λοιπόν τον τάφο ενός στρατιώτου,
αυτός σου πρέπει.
Ζήτησε τριγύρω, διάλεξε τη θέσι σου
και αναπαύσου.
Ο Βύρων δεν είχεν άδικον. Οι στίχοι αυτοί, οι τελευταίοι που έγραψεν, είνε ίσως οι καλλίτεροί του, στίχοι ενός τραγουδιού γεμάτου ηρωισμόν, μέσα εις το οποίον αι στροφαί διαδέχονται η μία την άλλην σφιγκτοπλεγμέναι και αποφασιστικαί, γεμάται από ζωηράς και σαφείς εικόνας και υψηλά αισθήματα.
«Έπειτα από αυτούς τους στίχους», γράφει ο Πιέτρο Γκάμπα, ο αδελφός της Τερέζας, «ενοήσαμεν ότι ο Βύρων είχεν την απόφασιν να βαδίση προς την νίκην ή να μην επιστρέψη από την μάχην. Επεδίωκε την πολεμικήν δόξαν».
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 15.4.1928, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
[…]
Βροχεραί ημέραι διεδέχοντο η μία την άλλην. Βροχή, λάσπη και η νοσηρά ανάδοσις των τεναγών!
[…]
Οσάκις το επέτρεπεν η βροχή, ο ποιητής εξήρχετο έφιππος εις περίπατον, ακολουθούμενος από την περίεργον συνοδείαν του. Προηγείτο ο καπετάνιος των Σουλιωτών με τους άνδρας του, και ηκολούθει ο Βύρων περιστοιχιζόμενος από τον νεαρόν Πιέτρο Γκάμπα και τον διερμηνέα του. Το πλήθος παραμέριζε διά να περάση ο «αρχιστράτηγος», όπως είχεν αποκληθή ο ποιητής από τους εντοπίους.
[…]
Την 9ην Απριλίου, έπειτα από πολλάς, συνεπεία της ραγδαίας βροχής, ημέρας αναγκαστικής εγκαθείρξεως μέσα εις το σπίτι, ο Βύρων επωφελήθη μιας προσωρινής αιθρίας διά να εξέλθη έφιππος. Αλλά εις την οδόν τον κατέλαβεν η καταιγίς, και ηναγκάσθη να επιστρέψη διαπερασμένος από την βροχήν έως τα κόκκαλα.
Το βράδυ παρεπονέθη ότι ησθάνετο πόνους εις όλο το σώμα! Ο ιατρός τού επρότεινε να του βάλουν βδέλλες, αλλ’ ο Βύρων ηρνήθη. Την επαύριον, μολονότι τρέμων από τον πυρετόν, ηθέλησε και πάλιν να εξέλθη έφιππος. Αυτός υπήρξεν ο τελευταίος του περίπατος.
Την 11ην Απριλίου η κατάστασίς του εχειροτέρευσε και ο ποιητής ωμιλούσε πολύ εις τον τόνον ενός που δεν είνε καλά εις τα λογικά του. Οι φίλοι του τον καθικέτευσαν να ταξειδεύση εις Ζάκυνθον προς αλλαγήν αέρος, πράγμα εις το οποίον τελικώς και ο ίδιος ενέδωκε. Την 12ην Απριλίου έμεινε κλινήρης. Την 13ην είχον παρασκευασθή όλαι αι αποσκευαί του, αλλά τότε ηγέρθη αιφνιδίως σφοδρά καταιγίς. […] Από της 14 Απριλίου δεν εγκατέλειψε πλέον το κρεββάτι του. Την 15ην Απριλίου εφανέρωνε συμπτώματα ολοέν περισσότερον ανήσυχα.
[…]
Την 16ην Απριλίου ο Βύρων είχε συνεχές παραλήρημα. Οι ιατροί επέμεναν να μεταχειρισθούν βδέλλες, πράγμα εις το οποίον έως τότε ο Βύρων ηρνείτο να συγκατατεθή. Αλλ’ έξαφνα ο Βύρων ανεπήδησεν, έτεινε τον βραχίονά του και με πυρέσσον βλέμμα ανεφώνησε: «Εμπρός λοιπόν δήμιοι! Αφαιρέσατέ μου όσον αίμα θέλετε. Αλλά τελειώνετε». Είχε ξημερώσει η Κυριακή του Πάσχα. Περίπολοι περιήρχοντο την πόλιν συνιστώσαι εις τον πληθυσμόν ησυχίαν, διά να μη ταράσσεται ο ασθενής λόρδος. Η αγωνία ήρχισε από της 4ης απογευματινής. Οι υπηρέται του τον περιεστοίχιζαν και έκλαιον. Ο Βύρων έδιδεν εις τον πιστόν αρχιθαλαμηπόλον του Φλέτσερ τας τελευταίας του οδηγίας. Ετραύλισε μερικάς λέξεις, τας οποίας όμως οι περιβάλλοντες αυτόν δεν ηδυνήθησαν να εννοήσουν. Έπειτα περιέπεσεν εις λήθαργον. Όταν αφυπνίσθη επανελάμβανε: «Αχ Χριστέ μου». Ολόκληρον την νύκτα ο λόρδος Βύρων έμεινεν αναίσθητος, καθώς και την επαύριον. Δευτέραν του Πάσχα, 19 Απριλίου 1824, περί την έκτην και τέταρτον, ενώ έξω εμαίνετο η καταιγίς, ήνοιξεν έξαφνα τα μάτια του και τα έκλεισεν πάλιν, αλλ’ αυτήν την φοράν αιωνίως. Ευρίσκετο εις το τριακοστόν έβδομον έτος της ηλικίας του.
*Αποσπάσματα από άρθρο (το τελευταίο μιας σειράς αποτελούμενης από εννέα άρθρα) που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» στις 15 Απριλίου 1928 και έφερε τον τίτλο «Η ρωμαντική ζωή του λόρδου Βύρωνος». Συντάκτης του συγκεκριμένου κειμένου, αλλά και της πολύκροτης βιογραφίας εν γένει, ήταν ο γάλλος ακαδημαϊκός και λογοτέχνης Αντρέ Μωρουά (1885-1967), γνωστός κυρίως για τις μυθιστορηματικές βιογραφίες του.
Ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον, ευρύτατα γνωστός στη χώρα μας ως λόρδος Βύρων, γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 22 Ιανουαρίου 1788 και απεβίωσε στο Μεσολόγγι στις 7/19 Απριλίου 1824.
Ο βίος του εμπνευσμένου ρομαντικού ποιητή, βραχύς αλλά και ταραχώδης, σημαδεύτηκε από την αυτοπροαίρετη στράτευσή του στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων και το θάνατό του στον υπόδουλο τότε ελλαδικό χώρο.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις