Ιράκ, μπουζούκι, Μήδεια και καραόκε
Ενας διαφορετικός Γκάι Ρίτσι, ένα πολυβραβευμένο ντεμπούτο, μία γαλλική υπερπαραγωγή, μια ιρανική σπαζοκεφαλιά κι ένα ντοκιμαντέρ για τους μπουζουξήδες ανάμεσα στις κινηματογραφικές πρεμιέρες της εβδομάδας
- Ισχυροί άνεμοι στη Φθιώτιδα ξερίζωσαν δέντρα και ξήλωσαν τέντες - Σοβαρές ζημιές σε σκάφη
- Τη θεατρική παράσταση «Κανόνια και Τρομπέτες» είδε ο Ανδρουλάκης - Ποιοι τον συνόδευαν
- «Ο Λίβανος βρίσκεται στο χείλος της κατάρρευσης», λέει ο Μπορέλ
- Διάχυτη η απογογήτευση μετά την διάσκεψη για την κλιματική κρίση - «Καμία χώρα δεν πήρε αυτά που ήθελε»
Ξεφεύγοντας από το cool, πλακατζίδικο στυλ των περισσότερων τελευταίων ταινιών του («Εγκληματίες πρώτης τάξης», «Η μεγάλη απάτη»), ο βρετανός σκηνοθέτης Γκάι Ρίτσι, με τον «Αρρηκτο δεσμό» (Guy Ritchie’s The Covenant, Ισπανία/Αγγλία, 2023), «επιστρέφει» στην τελευταία περίοδο του πολέμου στο Ιράκ για να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη (και βασισμένος σε αληθινή ιστορία) την περίπτωση μιας ανορθόδοξης φιλίας: ανάμεσα σε έναν αμερικανό αρχιλοχία (Τζέικ Τζίλενχαλ) και τον αφγανό διερμηνέα του (Νταρ Σαλίμ).
Αν και η ταινία ακολουθεί σταθερά τα βήματα της κλασικής πολεμικής περιπέτειας με τον διερμηνέα ουκ ολίγες φορές να σώζει την ημέρα καθότι έκτακτος γνώστης της περιοχής και του εχθρού, η φιλοσοφία της βρίσκεται στην ντομπροσύνη που συνδέει τους δύο τόσο διαφορετικούς αυτούς άντρες. Οταν η ομάδα του αρχιλοχία κατακερματίζεται με τον ίδιο τραυματία, ο διερμηνέας θα ξεπεράσει τα όριά του και θα τον μεταφέρει μόνος πίσω στη βάση διασχίζοντας βουνά, λαγκάδια, ποτάμια και περνώντας ανάμεσα από μπλόκα του εχθρού. Και τοιουτοτρόπως, όταν ο διερμηνέας χρειαστεί τη βοήθειά του, ο αρχιλοχίας θα σταθεί αδιαπραγμάτευτα στο πλευρό του.
Ο Ρίτσι δείχνει να ενδιαφέρεται για τη δημιουργία ενός σοβαρού «buddy movie» αφήνοντας κατά μέρος την πολιτική. Συγχρόνως, με αυτήν την ταινία που σε ορισμένα σημεία μοιάζει ακόμα και με γουέστερν, αποτίνει πολύ διακριτικά φόρο τιμής σε μια από τις πολύ αγαπημένες του ταινίες, το γουέστερν «Οι δυο ληστές» του Τζορτζ Ρόι Χιλ με τους Πολ Νιούμαν και Ρόμπερτ Ρέντφορντ.
Ιδανικό ξεκίνημα
Με βάση μια πραγματική ιστορία που συνέβη σχετικά πρόσφατα στη πόλη Σεντ Ομέρ της Γαλλίας, η σκηνοθέτις Αλίς Ντιόπ μας εκπλήσσει με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας της, το συναισθηματικά περίπλοκο ψυχολογικό – δικαστικό δράμα «Σεντ Ομέρ» (Saint Omer, Γαλλία, 2022) που έχει ήδη στεφθεί παντού με δάφνες (εκτός άλλων κέρδισε δύο μεγάλα βραβεία στο Φεστιβάλ Βενετίας, τον Αργυρό Λέοντα – Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής, αλλά και τον Χρυσό Λέοντα του Μέλλοντος – Βραβείο Καλύτερης 1ης Ταινίας, ήταν η επίσημη πρόταση της Γαλλίας στα Οσκαρ για την κατηγορία της διεθνούς ταινίας και προσφάτως, στο τελευταίο φεστιβάλ Γαλλόφωνου κινηματογράφου κρίθηκε καλύτερη ταινία).
Σκιά της ταινίας ο μύθος της «Μήδειας» του Σοφοκλή, έργο το οποίο αναφέρεται κιόλας κατά τη διάρκεια της εξέλιξης της ιστορίας που πραγματεύεται τη δίκη μιας Αφρικανής (Γκιουσλαζί Μαλάντα) που κατηγορείται για τoν θάνατο του 15 μηνών μωρού της (το εγκατέλειψε σε μια παραλία). Βέβαια, η Ντιόπ δεν αρκείται σε αυτή τη μάλλον προβλέψιμη σεναριακή ευκολία, συσχετισμού της ιστορίας με τη «Μήδεια».
Αντιθέτως, συνδυάζοντας τις εξαντλητικές καταθέσεις μαρτύρων και κατηγορουμένης (εξαιρετική η Μαλαντά, όρθια σε όλη σχεδόν την ταινία) με την κάλυψη της δίκης από μια συγγραφέα, επίσης αφρικανικής καταγωγής (Κεϊζέ Καγκαμέ) που επιδιώκει να χρησιμοποιήσει στοιχεία της για τη συγγραφή ενός βιβλίου, η Ντιόπ τολμά να ταυτίσει της δύο γυναίκες και να μεταφέρει την ταινία κυριολεκτικά σε μια «άλλη» διάσταση που σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αφορά τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία μας σήμερα. Αυστηρή σκηνοθεσία, απόλυτο focus σε ένα δύσκολο θέμα, υποδειγματικές ερμηνείες· και να ήθελε η Ντιόπ δεν θα μπορούσε να κάνει καλύτερο ξεκίνημα στο σινεμά μεγάλου μήκους.
«Σφήνα» στην καρδιά
Μπορεί ένας άντρας που με τη νεοπλουτίστικη συμπεριφορά και την επιδειξιομανία του δείχνει άκρως ενοχλητικός, να αλλάξει τη ζωή ενός παντρεμένου ζευγαριού μεσηλίκων που χωρίς να το παραδέχονται βρίσκονται στο τέλμα; Αυτό είναι το ουσιαστικό ερώτημα που θέτει σε λειτουργία τη γλυκύτατη ισραηλινή ταινία «Καραόκε» (Karaoke, 2022) του Μος Ρόζενταλ, που χωρίς να αποτελεί κάτι πραγματικά σπουδαίο, έχει μια πηγαία εντιμότητα και πολύ συναίσθημα ώστε να «σφηνωθεί» στην καρδιά σου και να σε ακολουθεί για καιρό.
Το ζεύγος των 60άρηδων Μέιρ και Τόβα (Σασόν Γκαμπέι, Ρίτα Σουκρούν) έχει αρκετές διαφορές μεταξύ του. Εκείνη λατρεύει την καλή ζωή, την επικοινωνία με τον κόσμο, προσέχει το παρουσιαστικό της. Εκείνος δεν μιλάει πολύ (όποτε μιλάει νιώθεις ότι ζορίζεται), έχει παραμελήσει τον εαυτό του και αρκείται με τα ελάχιστα. Και όλα αυτά μέχρι που ο καινούργιος γείτονάς του (Λιόρ Ασκενάζι) τα προφέρει όλα στο πιάτο χωρίς, ουσιαστικά, να ζητήσει τίποτα.
Η ταινία έχει πολύ όμορφες στιγμές ανθρωπιάς όπως και δύο θαυμάσιες εκτελέσεις τραγουδιών από τους δύο άνδρες που σου σηκώνουν την τρίχα. Με τις κεραίες του τεντωμένες, ο Ρόζενταλ φροντίζει να φτιάξει ολοκληρωμένους τους τρεις αυτούς βασικούς ήρωες της ιστορίας του, δεν αφήνει εκκρεμότητες. Οι προθέσεις του είναι εξαρχής θετικές, κοιτάζει το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο γι’ αυτό και αποφεύγει τις ανατροπές αφήνοντας την ταινία να κυλήσει ήσυχα, όπως ακριβώς της ταιριάζει. Και ίσως γι’ αυτό, τελικά η ταινία σε κερδίζει.
Σώμα με σώμα
Ο μύθος των «Τριών σωματοφυλάκων» του Αλέξανδρου Δουμά είναι γνωστός, οι ταινίες που τον έχουν αποκρυσταλλώσει στη μεγάλη ή τη μικρή οθόνη πάμπολλες, οπότε σε τι θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά μια ακόμη ταινία; Ισως στο ότι αυτή η νέα γαλλική εκδοχή του Μαρτέν Μπουρουλόν, «Οι τρεις Σωματοφύλακες – Ντ’ Αρτανιάν» (Les trois mousquetaires: D’ Artagnan, 2023), μια από τις πιο φιλόδοξες, γαλλικές υπερπαραγωγές των τελευταίων χρόνων (και πρώτο μέρος ενός δίπτυχου), ακολουθεί μεν κατά γράμμα τον μύθο του Δουμά αλλά είναι πολύ πιο ρεαλιστική και «βρώμικη» στην εικόνα και τη «φύση» της.
Αφοσιωμένοι στην προστασία του Λουδοβίκου 13ου (ένα χαριτωμένο πέρασμα από τον Λουί Γκαρέλ), αυτοί οι Σωματοφύλακες (Βενσάν Κασέλ, Ρομάν Ντουρίς, Πίο Μαρμάι), όπως και ο Ντ’ Αρτανιάν (Φρανσουά Σιβίλ) είναι βουτηγμένοι μέσα στο χώμα, τη λάσπη και τη βροχή, ενώ οι σώμα με σώμα μάχες (κυρίως αυτή της αρχής όπου ο Ντ’ Αρτανιάν δείχνει «τα δόντια» του) είναι ποτισμένες με ιδρώτα και αίμα χωρίς τίποτα το κομψό, το ιπποτικό ή το πολυτελές, στοιχεία που άφηναν οι περισσότερες από τις μέχρι σήμερα ταινίες που έχουν γυριστεί πάνω στο ίδιο θέμα. Εν ολίγοις μια χορταστική ταινία, τη συνέχεια της οποίας που θα εστιάζει στη σατανική Μιλαίδη (Εύα Γκριν) αναμένω με αγωνία.
Μπουζουκο-ιστορίες
Τι κοινό και τι διαφορετικό είχαν στον τρόπο παιξίματός τους δεξιοτέχνες του μπουζουκιού όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μανώλης Χιώτης, ο Γιώργος Ζαμπέτας και τόσοι άλλοι; Σε τι ρεπερτόριο, σε ποιες ασκήσεις και σε ποιες σχολές τεχνικής επέμεναν οι παλιοί μπουζουξήδες; Τι είναι το ταξίμι; Υπάρχει αντικειμενικά «καλός» και «κακός» ήχος μπουζουκιού και πώς καθορίζεται;
Τα παραπάνω είναι μερικά από τα πολλά ερωτήματα που υπό τη μορφή κεφαλαίων διαμορφώνουν την εικόνα του θαυμάσιου και άκρως ενημερωτικού ντοκιμαντέρ «Σπασμένος ήχος» (Ελλάδα, 2022) του Φοίβου Κοντογιάννη που αφορά την ιστορία του μπουζουκιού στην Ελλάδα.
Σε σενάριο του ιδίου και του Ανέστη Μπαρμπάτση (που είχε την ιδέα), το ντοκιμαντέρ με τη συνδρομή πολλών επαγγελματιών μουσικών καλύπτει με πληρότητα όλο το εύρος της ιστορικής διαδρομής, της σημασίας και της οργανολογικής εξέλιξης του μπουζουκιού στην Ελλάδα, οργάνου που όπως ακούμε από όλους που μιλούν στην ταινία, ενώ κάποτε ήταν διαφήμιση για τη χώρα μας, σήμερα, απαξιωμένο, «δεν ζητιέται». Από μόνο του αυτό είναι κάτι το θλιβερό, πόσο μάλλον όταν από τους ίδιους ανθρώπους ακούς απίστευτες ιστορίες σε σχέση με το μπουζούκι.
Σπαζοκεφαλιά από το Ιράν
Οσο καλά γυρισμένες και αν είναι, όσο ενάρετες προθέσεις και αν έχουν, ορισμένες ταινίες, πολύ απλά αδυνατούν να σε παρασύρουν με πειθώ στον περίπλοκο κόσμο τους, ακριβώς επειδή ο δημιουργός τους, προκειμένου να κάνει αίσθηση με κάτι που στα χαρτιά δείχνει πρωτότυπο περιπλέκει τόσο πολύ την ιστορία που προσπαθεί να αφηγηθεί με αποτέλεσμα να καταλήξει σε μια εκνευριστική σπαζοκεφαλιά. Μια τέτοια περίπτωση είναι η ιρανική ταινία «Πέρα από τον τοίχο» (Shab, Dakheli, Divar, 2022) του Βαχίντ Τζαλιλβάντ, δημιουργού της σαφώς ανώτερης «Περίπτωσης συνείδησης» (2017).
Αποκλεισμένη στο μεγαλύτερο μέρος της μέσα στο σπίτι ενός ανθρώπου που χάνει την όρασή του (Ναβίντ Μοχαμαντζαντέχ), η δίωρη αυτή ταινία προσπαθεί να φωτίσει τη σχέση του με μια γυναίκα (Ντιάνα Χαμπίμπι) που καταδιώκεται από τον νόμο και έχει βρει καταφύγιο στο σπίτι του. Το μυστικό βρίσκεται στο αν κάτι συνδέει το παρελθόν των δύο αυτών απελπισμένων ανθρώπων αλλά μέχρι να έρθει η ώρα της αποκάλυψης ο Τζαλιλβάντ θα έχει μπερδέψει τόσο πολύ τα στοιχεία της ιστορίας που το τι ακριβώς συμβαίνει, ειλικρινά παύει να σε αφορά.
Και είναι κρίμα γιατί ως σκηνοθέτης έχει ολοφάνερη ενέργεια, τόσο στον χειρισμό του κλειστού χώρο του διαμερίσματος – κελιού, όσο και στις σκηνές πλήθους στους δρόμους που είναι στην εντέλεια χορογραφημένες.
Προβάλλονται επίσης
Για τους φαν των ταινιών τρόμου, η ταινία «Evil dead rise» (ΗΠΑ, 2023) του Λι Κρόνιν επιστρέφει στον μύθο που γεννήθηκε στην ταινία «The evil dead» του Σαμ Ράιμι το 1981 και συνεχίστηκε με τον «Νεκρό την αυγή» (1987) και τον «Στρατό του σκότους» (1992) – και οι δύο του Ράιμι. Μάτια στη θέση των εντοσθίων, εντόσθια στη θέση των ματιών, σκαλπ που αποχωρίζονται την κεφαλή λες και βγάζεις αυτοκόλλητο και πάει λέγοντας (Μιραμπάι Πιρς, Ανα – Μαρί Τόμας, Λίλι Σάλιβαν κ.ά.)
Τέλος, στις νέες ταινίες βρίσκεται και ο «Γάμος της Αφρίν», δεύτερο μέρος της τριλογίας του Θωμά Σίδερη για τον πόλεμο στη Συρία (προηγήθηκε η «Ρόδια του Ναγκόρνο Καραμπάχ»).
Επανέκδοση
Με αφορμή την επαναπροβολή της ταινίας «Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» (L’ ultimo tango a Parigi, Ιταλία / Γαλλία, 1973) επιστρέφω, εν μέρει, σε ένα πρόσφατο κείμενο γραμμένο με αφορμή τα φετινά 50ά γενέθλια της ταινίας του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Ο Μάρλον Μπράντο παραδίδει μια από τις πιο χαρακτηριστικές και ιδιότυπες ερμηνείες του στον ρόλο του Πολ, ενός μεσήλικα Αμερικανού σε «συναισθηματική εξορία» που έρχεται στο Παρίσι όταν η εν διαστάσει γυναίκα του αυτοκτονεί όπου γνωρίζει τη Ζαν (Μαρία Σνάιντερ), μια νεαρή, ολιγομίλητη Γαλλίδα που θα μπορούσε να είναι κόρη του.
Συνάπτει μαζί της μια σαδομαζοχιστική και (αρχικά) πέρα για πέρα σαρκική σχέση και μέσω της ωμής, εξωφρενικής σεξουαλικής συμπεριφοράς του επιτίθεται έμμεσα στην υποκρισία που τον περιστοιχίζει.
Αν και το πολυσυζητημένο σεξουαλικό περιεχόμενο της ταινίας, σήμερα (όπως ίσως και τότε) σε κάνει να νιώθεις – τουλάχιστον – άβολα, η ταινία δεν παύει να στηρίζεται από ένα σύνολο γοητευτικών στοιχείων: την «αλλόκοτη» υποκριτική του Μπράντο, τη μουσική του Γκάτο Μπαρμπιέρι που σχεδόν σε νανουρίζει, τη συναισθηματική μα συγχρόνως «από την κλειδαρότρυπα» σκηνοθετική ματιά του Μπερτολούτσι, τους φωτισμούς του Βιτόριο Στοράρο (ποτέ δεν θυμάμαι το Παρίσι τόσο μελαγχολικό και… άδειο στο σινεμά). Μια απαράμιλλη ατμόσφαιρα που κυριολεκτικά θαμπώνει, σαν να παρακολουθείς κάτι το εξωπραγματικό.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις