Στις 20 Απριλίου 1961 έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών ο Άγις Θέρος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Σπύρου Θεοδωρόπουλου), λογοτέχνης, λαογράφος, νομικός και πολιτευτής σπαρτιατικής καταγωγής και δημοκρατικών φρονημάτων.

Όπως έγραφε για εκείνον ο Ηλίας Βενέζης, «Ο κύριος Σπύρος, τριγυρισμένος απ’ τα βιβλία του, απ’ το παρελθόν του, απ’ τις συλλογές του των δημοτικών τραγουδιών για τις οποίες τόσα του οφείλουμε, απ’ τις αναμνήσεις του, διάβαζε στίχους ή διώρθωνε χειρόγραφα ή σχολίαζε με απέραντη καλωσύνη γεγονότα και πράξεις, χωρίς θυμό, χωρίς μίσος, με τη συγγνώμη που υπαγόρευε η σοφία και η γνώση των ανθρωπίνων».

Στο πλάι του βρισκόταν πάντα —πιστή σύντροφος και φίλη του πάνω από μισόν αιώνα— η σύζυγός του, Αύρα Θεοδωροπούλου (1880-1963), μουσικός, κριτικός και αγωνίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών.

Στη σχετική νεκρολογία του, στο φύλλο που είχε κυκλοφορήσει δύο ημέρες μετά το θάνατο του Θέρου, το Σάββατο 22 Απριλίου 1961, «Το Βήμα» ανέφερε τα εξής:

Ο γηραιός πνευματικός άνθρωπος, ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος, του οποίου έσβησε προχθές η ζωή, υπήρξεν ένας άνθρωπος φαινόμενον. Η ζωή του τα τελευταία χρόνια υπήρξεν ένας συνδυασμός προχωρημένου χειμώνα και εντόνου ανοίξεως. Το πέρασμα των χρόνων —και είχε από πολλού ο εκλιπών συμπληρώσει τα ογδόντα του χρόνια— δεν κατώρθωσε μέχρις εσχάτως να μειώση την δυναμικότητά του ως δικηγόρου, ποιητού και πνευματικού ανθρώπου. Η νεανική θαλερότης με την οποίαν ενεφανίζετο παντού, είτε εις τα δικαστήρια είτε εις τας πνευματικάς συγκεντρώσεις, προκαλούσε την κατάπληξιν και τον θαυμασμόν όλων.

Η αρμονική συμβίωσις με την σύζυγόν του την Αύραν, τα ταξίδια, η διαρκής φυγή από την πρωτεύουσα και η μόνιμος διαμονή του εις την εξοχήν αποτελούσαν τα μυστικά που ήσαν διά τον πνευματικόν αυτόν γηραιόν άνθρωπον τα ανεξάντλητα ελιξήρια της νεότητός του.

Οπαδός του αειμνήστου Γαβριηλίδη εις την δίαιταν, είχε καταργήσει το κρέας και επί πενήντα εξ ολόκληρα χρόνια δεν ήγγιζε το κρέας προτιμών τα φρούτα και τις ωμές σαλάτες. Η δίαιτα αυτή διετήρει τον οργανισμόν του Θεοδωρόπουλου ως πνευματικού ανθρώπου εις μίαν αξιοθαύμαστον υπερέντασιν.


Η πρώτη εμφάνισίς του ως ποιητού έγινε το 1889 εις το ετήσιον φιλολογικόν ημερολόγιον «Ποικίλη Στοά», το οποίον διηύθυνεν ο Ιωάννης Αρσένης. Το 1902 υπήρξεν ο πρώτος που ωμίλησεν εις την γενέτειράν του Σπάρτην διά τον Σολωμόν.

Η εργασία του διά την συλλογήν δημοτικών τραγουδιών της Μεσσηνίας και Δυτικής Μάνης θα παραμείνη παροιμιώδης. Υπό την καθοδήγησιν του πατέρα του, ο οποίος υπήρξεν αξιόλογος λαογράφος, εμελέτησε τα ήθη και τα έθιμα της Μάνης και εν συνεχεία κατέλαβεν εξέχουσαν θέσιν εις τον πνευματικόν κόσμον με την δημοσίευσιν δύο τόμων των δημοτικών τραγουδιών υπό το ψευδώνυμον Άγις Θέρος.

Ο αριθμός των βιβλίων που εξέδωκε υπερβαίνει τα σαράντα, η μεγάλη προτίμησις δε αυτού εστρέφετο προς τα νεώτερα βιβλία του, την συλλογήν ποιημάτων «Δρακογενιά» και «Το Κλειδί του Καιρού».

Πέραν της φιλολογικής του δραστηριότητος ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος υπήρξεν από τους πλέον φανατικούς δημοκρατικούς ιδεολόγους. Οπαδός ενθουσιώδης του αειμνήστου Παπαναστασίου. Εκλεγείς βουλευτής το 1911 υπό την σημαίαν του κόμματος των Φιλελευθέρων, υπήρξε πολύτιμος σύμβουλος του Ελ. Βενιζέλου εις την εργατικήν νομοθεσίαν, βραδύτερον δε υπήρξε συντάκτης πολλών εργατικών νόμων. Το 1920, προσχωρήσας εις το κόμμα του Παπαναστασίου, υπέγραψε το γνωστόν δημοκρατικόν μανιφέστο και εφυλακίσθη εις την Λαμίαν.

Εξελέγη τρις κατά συνέχειαν βουλευτής και συνέχισε την δράσιν του ως δικηγόρος και ως πνευματικός άνθρωπος, απεσύρθη δε μόλις προ έτους εις την κατοικίαν του εις την Κηφισιάν, όπου και έσβησε χωρίς ουδέ προς στιγμήν να παύση παρακολουθών την πνευματικήν κίνησιν.

Η Ακαδημία Αθηνών είχε βραβεύσει έργα του ποιητού. Αλλά η μεγαλύτερη βράβευσις του όλου έργου του ως ποιητού, ως λαογράφου, ως δικηγόρου, υπήρξεν η αμέριστος αγάπη της ελληνικής κοινωνίας, που τον είχε γνωρίσει και είχε θαυμάσει την νεανικήν του θαλερότητα και την αξιοθαύμαστον αποδοτικότητά του.


Στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης», το καλοκαίρι του 1959 (Ιούλιος – Αύγουστος, τεύχ. 55-56), είχε δημοσιευτεί το ακόλουθο ποίημα του Θέρου:


Έφηβος

Σήμερα τ’ αποφάσισα: θα γίνω αρχαίος έφηβος
Σηκώθηκα πρωί-πρωί κι ενίφτηκα μ’ ανθόνερο
και με ροδόσταμο έπλυνα το στόμα μου
και πεταχτός εβγήκα στο περβόλι μου
και κλαδιά έπλεξα ανθιστά απ’ το γιασεμί μου
με σειλινών λουλούδια κόκκινα.
Στεφάνι τάκαμα και στο κεφάλι τάβαλα.

Έτσι τον εαυτό μου έφηβο καμάρωσα
και στάθηκα κάτω απ’ τη λεύκα μου
ν’ ακούσω τα πουλιά που, μύρια, κελαϊδούσαν.

Κι ο έφηβος άρχισε να τα συνερίζεται,
μ’ αγώνα τη λαλιά τους ακλουθώντας.

— Τι ωραίο να είσαι έφηβος!

*Το σκίτσο του Θέρου που περιλαμβάνεται στο παρόν άρθρο προέρχεται από το φύλλο του «Βήματος» της 22ας Απριλίου 1961.