Τάσος Λειβαδίτης: Ευγενικός στη μοναξιά του
Οι νεκροί δεν γερνούν πια, δεν διαψεύδονται κι' ούτε πεθαίνουν
Μνήμη Τάσου Λειβαδίτη
Σε μια πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή είπα πως ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης είναι ένας ποιητής που διαρκώς θα ανακαλύπτεται, κι αυτό γιατί, το ξέρουμε όλοι, οι οπτικές στις οποίες μας υποχρέωσαν διάφορες καταστάσεις στη χώρα μας εμποδίζουν την άμεση σύλληψη των πραγματικών αξιών.
Η ποίησή του, και μιλώ ιδιαίτερα για τη δεύτερή της περίοδο, είναι καρπός μιας βαθύτατα εσωτερικής περισυλλογής, στην οποία οδηγήθηκε από έναν φόρτο οδυνηρών εμπειριών. Ήταν ένας από τους σκεπτόμενους εκείνους δημιουργούς που οδηγούνται στις πράξεις τους (και ο λόγος είναι πράξη) από την καθαρά ανθρώπινη ευαισθησία τους και που το «πρέπει» γι’ αυτούς γίνεται υπαρξιακή ανάγκη, μια ανάγκη που αποκλείει τον υπολογισμό και την ιδιοτέλεια.
Τα πράγματα και η συνέπεια υποχρέωσαν τον ποιητή να μείνει στο τέλος μόνος, ένας αξιοπρεπής τραυματισμένος, που διατήρησε μέσα του το όνειρο και τη φυσική του αθωότητα. Έτσι, από την όχθη του κόσμου θα έλεγα, συνέχισε, πυκνώνοντας και επιγραμματοποιώντας το λόγο του, να εκφράζει τη μέσα του αλήθεια, μέσα στην οποία βρίσκεται κατοπτρισμένη και η έξω πραγματικότητα. Η εσωτερική δοκιμασία συναρτιέται με την εποχή του και το φόβο που του προκαλεί. Και κάτι περισσότερο. Εκφράζει την εσωτερική πάλη του διαχρονικού ανθρώπου που συλλαβαίνει τη συνολική πραγματικότητα αυτού του κόσμου και σκέφτεται, είτε καταγράφοντάς την είτε όχι.
Ευγενικός στη μοναξιά του, ο ποιητής έφυγε ενωρίς και δεν πρόφτασε να λάβει το κέρδος που του ανήκε, την αναγνώριση δηλαδή και την αγάπη που του επιφύλαξε (και του επιφυλάσσει) ο χρόνος, αυτός ο μόνος δίκαιος κριτής των δημιουργών.
Στον αδελφό μου Τάσο Λειβαδίτη
Από καιρό τούς περίμενες με δέος.
Και ήρθαν, οι νεκροί σου
και σε πήραν μέσ’ το νυχτερινό ψιλόβροχο
Στάθηκες λίγο με βρεγμένα μαλλιά
με βρεγμένο σακκάκι κάτω από το φανοστάτη
της πλατείας Μεταξουργείου
Ακούγοντας απ’ τις ταβέρνες τις φωνές των μεθυσμένων
και τα παλιά λαϊκά τραγούδια πούχες αγαπήσει
Και πιο μακριά τα επαναστατικά συνθήματα
των απεργών οικοδόμων ήσυχος επιτέλους ολότελα,
κρυμμένος στη σκιά της μεγάλης εκείνης σημαίας
πούχε υψώσει αλαλάζοντας ο λαός
Τώρα αποκοιμήθηκες σ’ ένα βαθύ χαμόγελο,
γνωρίζοντας πως οι νεκροί δεν γερνούν πια,
δεν διαψεύδονται κι’ ούτε πεθαίνουν
Όμως την πίκρα τη δική μας
ποιος θα την λογαριάσει;
Έτσι που μείναμε έρημοι μπροστά στην πιο
κλεισμένη πόρτα.
Τα ανωτέρω, το κείμενο του Βρεττάκου και το ποίημα του Ρίτσου, είχαν συμπεριληφθεί στο εξαίρετο αφιέρωμα του περιοδικού «Διαβάζω» στον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη το 1989 (τεύχος 228, 13/12/1989).
Ο Τάσος (Παντελεήμων – Αναστάσιος) Λειβαδίτης γεννήθηκε στην Αθήνα, στη συνοικία του Μεταξουργείου, στις 20 Απριλίου 1922 και πέθανε στον ίδιον τόπο στις 30 Οκτωβρίου 1988.
*Οι φωτογραφίες του παρόντος άρθρου προέρχονται επίσης από το προαναφερθέν αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού «Διαβάζω».
- Η αποστολή του Άρη για το παιχνίδι με τον Αστέρα
- Πώς η κλιματική αλλαγή απειλεί τους εργαζόμενους – Απαιτούνται λύσεις
- Βασίλης Καρράς: Τι αποκαλύπτει ο βιογράφος του τραγουδιστή έναν χρόνο από τον θάνατο του
- Τα είχα χαμένα! Ο Ρέιφ Φάινς για τη συνεργασία του με τη Τζένιφερ Λόπεζ
- Κουκουβάγια «προσγειώθηκε» στην κορυφή χριστουγεννιάτικου δέντρου – Μπήκε από την καμινάδα
- Επίδομα θέρμανσης: Αύριο η καταβολή της πρώτης δόσης