Γράψατε στην αφιέρωση που μου κάνατε του βιβλίου σας «Ιστορικό κέντρο» «[…]ένα παιδάκι, μέσω του ονείρου, κάθε βράδυ, πηγαίνει και κοιμάται στη Μεσσήνη και το πρωί ξαναγυρνάει με το ΚΤΕΛ στην Αθήνα […]». Κάνετε αυτές τις διαδρομές;

Οχι μόνο κάθε βράδυ, αλλά κάθε ώρα, κάθε στιγμή. Πρέπει να σημειώσω ότι αγαπώ πάρα πολύ την Αθήνα, τη θεωρώ πια πατρίδα μου. Την έχω ζήσει, αλλά πάντα επιστρέφω στον τόπο όπου γεννήθηκα, στην πατρίδα μου, και θυμάμαι τα γεγονότα όπως είχαν γίνει τότε, όχι όπως είναι τώρα.

Δηλαδή;

Θα σας πω κάτι που μπορεί να σας φανεί περίεργο. Το «τώρα» είναι αλλιώτικο σε σχέση με αυτό που έζησα. Γι’ αυτό και επιστρέφω για να ζήσω, να βρω το «τότε». Και πράγματι κατά τρόπο μαγικό κάτι γίνεται και το βρίσκω εκείνο το «τότε». Με αυτό «τρέφομαι» και υπάρχω ακόμη στη ζωή.

Γιατί το αναζητάτε;

Διότι στην παιδική ηλικία του ανθρώπου κρύβεται η αθωότητά του και όλη η ομορφιά της ζωής. Αυτό είναι πολύ σπουδαίο πράγμα, να ξαναγίνεσαι δηλαδή παιδί κάθε μέρα, κάθε ώρα.

Σ’ αυτό το ταξίδι των αναμνήσεων ποια είναι η εικόνα που κυριαρχεί;

Στη Μεσσήνη όπου γεννήθηκα, είναι μια άλλη στιγμή της ζωής, όταν όλα ήταν πιο φωτεινά, γεμάτα με μια δίψα για ζωή που τώρα πια στα κουρασμένα μάτια μας δεν υπάρχει. Θυμάμαι πράγματα που είχα ζήσει και όταν τα φέρνω στο μυαλό μου με μαγεύουν. Θα σας θυμίσω την ταινία του Τζουζέπε Τορνατόρε «Σινεμά ο Παράδεισος». Ολοι όσοι πήγαν και την παρακολούθησαν έβγαζαν τα μαντίλια τους και σκούπιζαν τα δάκρυά τους διότι έβλεπαν καταστάσεις που βίωσαν ως παιδιά. Εγώ είχα νιώσει μόνο μία λύπη, μία συντριβή, όταν είδα τον πρωταγωνιστή να τα μαζεύει, μεγάλος πια, και να ξαναφεύγει γιατί ο τόπος του είχε αλλάξει. Είδε το σινεμά να καίγεται, τον μηχανικό προβολής, τον περιβόητο Τοτό, να είναι γέρος, αξύριστος, εγκαταλελειμμένος πάνω σ’ ένα ποδήλατο, σχεδόν τυφλός.

Θα ήθελα να μου αφηγηθείτε και μια δική σας εικόνα, την οποία έχετε προστατεύσει και όταν την ανακαλείτε σας βάζει πάλι σ’ αυτόν τον κόσμο της αθωότητας.

Είναι πάρα πολλές οι στιγμές αυτές. Αυτή που έρχεται πρώτη στο μυαλό – γιατί αυτή που έρχεται πρώτη στο μυαλό κάτι σημαίνει – είναι η εξής: ήμουν επτά ετών, φορούσα ένα κοντό λευκό μπλουζάκι και ένα λευκό καπελάκι και αγνάντευα τη θάλασσα. Ηταν καλοκαίρι, περνούσαν κάτι φίλοι του πατέρα μου και μου φώναζαν «μην την κοιτάζεις τη θάλασσα τόση ώρα, βρε Γιωργάκη, γιατί θα γίνουν τα μάτια σου μπλε και δεν θα βλέπεις». Τα μάτια μου ήταν ήδη μπλε, αλλά αυτό που άκουγα με έκανε να φοβάμαι. Υστερα από πολλά χρόνια κατάλαβα ότι είχαν μια φιλοπαίγμονα διάθεση συμπάθειας απέναντι σε ένα τρυφερό παιδάκι.

Πριν αρχίσουμε τη συνέντευξη, μου είπατε ότι πολλές φορές έχετε την εντύπωση ότι ακούτε πυροβολισμούς, ήχους πολεμικούς, και νομίζετε ότι δεν είναι στο όνειρό σας, ότι είναι τελικά πραγματικοί. Μεγαλώσατε σε μία Ελλάδα με ανοιχτές τις πληγές του εμφύλιου σπαραγμού. Σας καθόρισε αυτό;

Είναι αλήθεια ότι θυμάμαι ήχους από αυτούς τους κρότους. Οταν μεγάλωσα, έμαθα την πραγματικότητα, διάβασα την ιστορία, άκουσα πράγματα και τότε υπέθεσα ότι αυτοί οι κρότοι μπορεί να ήταν κρότοι από τουφέκια. Εγώ επιστρέφω πάντα μέσω της μνήμης μου στην παιδική μου ηλικία, γι’ αυτό και σε ένα ποίημά μου γραμμένο το 1973 – μια χρονιά που μπορεί ο άνθρωπος να καταλάβει τι σήμαινε, επί σκλαβιάς της δικτατορίας -, το οποίο έχει τίτλο «Επί πιστώσει», ένας στίχος λέει: «Κάτι παιδιά πιστολόριχναν να προλάβουν το κακό ή τον εμφύλιο / μα όσοι γνώριζαν από τέτοια / βλέπανε που η μοναξιά παράδερνε και η ενοχή που ενέδρευε».

Ενα στοιχείο της διαμόρφωσης της προσωπικότητας ανθρώπων της γενιάς σας εμπεριείχε και το στοιχείο των ενόχων, όπως μου αναφέρατε;

Δεν μπορούσε ένα παιδί να τα συλλάβει συνειδητά όλα, απλώς ίπταντο ως αίσθηση. Δεν σας κρύβω ότι, παρόλο που μεγάλωσα σε έναν τόπο όπου είχαμε εννέα μήνες τον χρόνο άνοιξη, στο βάθος του μυαλού μου – ανεξήγητα, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί -, όταν κλείνω τα μάτια, όλη η ατμόσφαιρα και όλος ο ουρανός μού φαίνεται ότι είναι γεμάτα από καπνό και κάποιου είδους εκρηκτικό μείγμα έρχεται στα ρουθούνια μου. Θυμάμαι όταν διάβασα τον στίχο του αγαπημένου μου φίλου και σπουδαίου ποιητή Πάνου Κυπαρίσση, που λέει «η ιστορία πάντοτε γράφεται στις γάζες». Τι συγκλονιστικό που είναι! Αυτό μου έχει μείνει και με έχει χαράξει.

Στην ποίηση σας οδήγησαν στίχοι που σας χαράκωσαν, όπως αυτός που μου αναφέρατε;

Τι ωραία που με ρωτάτε. Πριν σας δώσω απάντηση, θα πρέπει να κάνω μία διευκρίνιση: υπάρχουν οι ποιητές και οι ποιητικοί άνθρωποι. Οι ποιητές είναι εκείνοι που έχουν την ικανότητα κάτι που βλέπουν να το εκφράσουν και γραπτώς. Οι ποιητικοί άνθρωποι είναι εκείνοι που δεν μπορούν βεβαίως να το εκφράσουν, αλλά το εκπέμπουν και το ζουν και εκείνοι υποσυνείδητα. Ταυτοχρόνως το εισπράττεις και το ζεις κι εσύ. Θυμάμαι κάτι μικρούς βοσκούς, οι οποίοι πρόσεχαν τα πρόβατα των αφεντικών τους, να πηγαίνουν σε καλοκαιρινά ξωκκλήσια, στις εορτές της Αγίας Παρασκευής, του Σωτήρος, του Αγίου Παντελεήμονος, και να ψέλνουν.

Πώς αντιδρούσατε;

Εμείς ως παιδάκια ζωηρά τούς πετούσαμε στραγάλια και καλαμπόκια. Δεν σταματούσαν και συνέχιζαν να ψέλνουν. Αυτά τα πλάσματα μέσα σ’ αυτή την ευωδία μάς μάθαιναν όλη τη μελωδία των «ερουρέμ» και των «τεριρέμ». Μπορεί να έχω πολύ τυπικές σχέσεις με την εκκλησία, αλλά έχω βαθιές με την τέχνη και τη λογοτεχνία της εκκλησίας – πολύ μεγάλης συγκινήσεως πράγματα. Υπήρχαν άλλοι άνθρωποι, φτωχοί, που έπαιζαν βιολί ή μαντολίνο στα πανηγύρια. Ενώ μπορεί κανείς να μην τους έδινε σημασία, αυτοί συνέχιζαν να παίζουν, λες και διαγωνίζονταν με τον Θεό και από το αποτέλεσμα κρινόταν η νίκη της ζωής ενάντια στον θάνατο.

Τι θυσιάσατε για την ποίηση;

Αυτό που έχει γράψει ο Τάσος Λειβαδίτης: «δεν θα πεθάνω ποτέ αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα». Κάθε μέρα νιώθεις τον πόνο των άλλων κατάσαρκα. Και αυτό είναι πολύ βαρύ φορτίο.

Το γεγονός ότι δεν κάνατε οικογένεια θα το αποδίδατε και στο γεγονός ότι θέλατε να αφοσιωθείτε στην τέχνη σας;

Μπορεί, αλλά ίσως ο λόγος να βρίσκεται στον τίτλο του βιβλίου του Εριχ Φρομ «Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία» (σ.σ.: εκδόσεις Διόπτρα). Δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά. Παραμένω εν πλήρει συγχύσει αθώος.

«Σήμερα η καρδιά της ποιητικής οικογένειας είναι σ’ ένα κρεβάτι χειρουργείου. Ενα παιδί τόσο καλό που για χάρη του αξίζει και στη φωτιά να πέσει κάποιος», είχε αναφέρει σ’ ένα κείμενό του ο Μάνος Ελευθερίου για εσάς. Θα ήθελα να μου μιλήσετε για τα δικά σας συναισθήματα όταν δίνατε τη μάχη με τον καρκίνο στο στόμα.

Δεν το συνειδητοποίησα αμέσως. Θυμάμαι ότι μου είχε κλείσει διά της βίας ο Χριστόφορος Λιοντάκης ραντεβού με μια στοματολόγο. Του οφείλω τη ζωή μου.

Αλλαξε ο τρόπος που σκέφτεστε, που γράφετε, που τοποθετείστε απέναντι στη ζωή;

Ολα αυτά τα έχω αποτυπώσει στη συλλογή «Κρυφός κυνηγός». Ο άνθρωπος μετά από αυτό γίνεται πιο αφιλοκερδής, πιο τρυφερός, πιο βαθύς, με μεγαλύτερη κατανόηση, αλλά πολλές φορές πιο μελαγχολικός, πιο λυπημένος και πιο φοβισμένος. Ακούγοντας ότι αυτή η ασθένεια συνέβη σε άλλους ανθρώπους, αμέσως κάνεις προβολή δικών σου ανησυχιών, που είναι πολύ βασανιστικό πράγμα. Νιώθεις, ακόμη πιο συχνά, ότι είσαι μετανάστης «εδώ».

Ολοι μετανάστες είμαστε. Τι σας βοηθάει να δραπετεύετε από αυτόν τον φόβο;

Η ίδια η ζωή, η δύναμή μου, η συγκροτημένη – θέλω να πιστεύω – προσωπικότητά μου.

Είστε ένας ευτυχισμένος άνθρωπος;

Ναι, βέβαια. Και νιώθω αυτή την ευτυχία όταν αντιλαμβάνομαι ότι φάνηκα χρήσιμος, έστω και στο ελάχιστο, σε κάποιον συνάνθρωπό μας. Ακόμη, όταν με αποδέχεται για την καλοσύνη μου ο ίδιος μου ο εαυτός. Οσοι κρατούν αποστάσεις από την καλοσύνη θα βρεθούν μόνοι τους σε μια αχανή πεδιάδα και από μακριά θα βλέπουν να τους πλησιάζει ένα μικρό παιδάκι, το οποίο θα προχωρά μέχρι να φτάσει δίπλα τους και θα δουν ότι είναι ο μικρός τους εαυτός. Θα τους κοιτάξει, δεν θα τους αναγνωρίσει και θα φύγει.

Οπότε ο πιο αυστηρός κριτής μας και αυτός που μπορεί να μας αποδώσει τη σκληρότερη τιμωρία είναι το «παιδί» που εγκαταλείψαμε.

Ακριβώς.