«Όλοι, κάποια στιγμή, ακούσαμε μπουζούκι ενώ ήμασταν στην κοιλιά της μάνας μας»
Ο Ανέστης Μπαρμπάτσης και ο Φοίβος Κοντογιάννης, οι δύο δημιουργοί του ντοκιμαντέρ «Σπασμένος Ήχος» μιλάνε για την προγονική ανατριχίλα του Έλληνα όταν «δίνει βάση στην πενιά».
- «Πνιγμός στα 30.000 πόδια» - Αεροπλάνο άρχισε να πλημμυρίζει εν ώρα πτήσης [Βίντεο]
- Μπακογιάννη: Η Σακελλαροπούλου θα μπορούσε να προταθεί για την Προεδρία της Δημοκρατίας
- Δημήτρης Ήμελλος: Το τελευταίο αντίο στον αγαπημένο ηθοποιό -Τραγική φιγούρα η μητέρα του
- «Πρέπει να κάνουν δήλωση ότι σέβονται το πολίτευμα» - Οι όροι για να πάρουν την ιθαγένεια οι Γλύξμπουργκ
Πριν χρόνια, κι ενώ ακόμα ακροβατούσα ανάμεσα σε άγουρα ποπ ακούσματα και ώριμα ροκ σκιρτήματα, πολύ πριν ανακαλύψω τον ηλεκτρονικό ήχο, βρέθηκα σε ένα κέντρο, κάπου πίσω από το Χίλτον (αν θυμάμαι καλά), όπου ο Κώστας Φέρρης και μία καλοκουρδισμένη κομπανία ακροβατούσαν πάνω σε μεταμεσονύκτια μινόρε προλογίζοντας την αυγή.
«Και ό,τι γίνει εδώ μέσα, θα μείνει εδώ» λέει στο μικρόφωνο κάποια στιγμή ο μέγας καλλιτέχνης σε μια αναπαράσταση των υπόγειων συνδέσεων με την αφώτιστη πλευρά των ρεμπετάδικων, εκεί που αρχικά φώλιαζε η ψυχή όλων των κατατρεγμένων.
Από τα παράνομα καταγώγια, τους χασικλήδες, τη λογοκρισία και τους ρεμπέτες, το μπουζούκι κατάφερε μέσα σε λίγες δεκαετίες να γίνει το πιο αγαπητό, αλλά και διαδεδομένο όργανο στη χώρα. Σήμερα, με την κοινωνία μας να προσπαθεί ακόμη να επουλώσει τις πληγές της από διαδοχικές οικονομικές, και όχι μόνο, κρίσεις, η αναθεώρηση του τι είναι πραγματικά ουσιαστικό και τι όχι φαντάζει πιο επίκαιρη από ποτέ, ενώ η αλληλεγγύη και η διαφύλαξη της ταυτότητας μέσα από τη μουσική καθίσταται ουσιώδης.
Παρακολουθώντας τη μουσική εξέλιξη του μπουζουκιού, η ταινία «Σπασμένος Ήχος» επιχειρεί μια ιστορική, μουσική επισκόπηση, καθώς και μια πολιτιστική και κοινωνική αποτύπωση της εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας, μέσα από συνεντεύξεις μεγάλων προσωπικοτήτων της σύγχρονης ιστορίας του οργάνου, σε συνδυασμό με σπάνιο αρχειακό υλικό.
Ο Φοίβος Κοντογιάννης υπεύθυνος για τη σκηνοθεσία και ο Ανέστης Μπαρμπάτσης, υπεύθυνος για την ιδέα, την έρευνα, αρχισυνταξία, τη μουσική επιμέλεια, καθώς και την επιλογή και τις συνεντεύξεις των πρωταγωνιστών και των λοιπών ομιλητών μας οδηγούν σε ένα ταξίδι μνήμης στον ήχο του πιο αγαπητού λαϊκού οργάνου της χώρας ειπωμένο μέσα από τα μάτια μεγάλων προσωπικοτήτων της σύγχρονης ιστορίας του μπουζουκιού.
-Γιατί το μπουζούκι «μιλάει» σε όλους άσχετα με το αν κάποιος ακούει ή όχι λαϊκά και ρεμπέτικα;
Α.Μ.: Η πρώτη παγκόσμια ηχογράφηση μπουζουκιού συμβαίνει το 1917. Έκτοτε ακολουθούν και άλλες, όμως από τις αρχές τις δεκαετίας του 1930, καθιερώνεται και περνά αρκετές φάσεις δημιουργίας και εξέλιξης, με επιρροές από διαφορετικά μουσικά ιδιώματα, πιο σύνθετη ορχήστρα και μια ποικιλία θεματικής στίχων με αναφορές στο περιθώριο, τον έρωτα, την πολιτική, κοινωνικά προβλήματα κ.α. Σε όλη αυτή την πορεία το μπουζούκι μίλησε στις καρδιές ανθρώπων διαφορετικών κοινωνικών τάξεων και διαφορετικής καταγωγής.
Φ.Κ.: Μάλλον το μπουζούκι κυλάει στις φλέβες μας. Είναι στο DNA μας. Πράγματι και κάποιος που δεν αγαπάει τόσο το λαϊκό τραγούδι, όταν ακούσει μια πενιά, κάτι θα αισθανθεί. Ίσως «φταίει» ότι ακούσαμε όλοι κάποια στιγμή μπουζούκι ενώ ήμασταν στην κοιλιά της μάνας μας.
-Πώς από το μπουζούκι φτάσαμε στα μπουζούκια;
Φ.Κ.: Από την στιγμή που το μπουζούκι πρωταγωνίστησε στην δισκογραφία του λαϊκού τραγουδιού και μετά μπήκε στις δυο ιστορικές ταινίες «Ζορμπάς» και «Ποτέ την Κυριακή», έγινε πολύ εμπορικό και πήρε παγκόσμια αναγνώριση. Μετά από αυτά λοιπόν, είναι λογικό που έγινε αποδεκτό από ένα ευρύτερο κοινό. Έγινε πρωταγωνιστής παντού. Εξέφραζε όλα και όλων τα συναισθήματα. Γιατί όχι και στα «μπουζούκια».
– Μιλήστε μου για τον «Σπασμένο Ήχο». Πώς γεννήθηκε η σπίθα;
Α.Μ.: Στις αρχές του 2016 άρχισα να υλοποιώ την ιδέα και την έρευνα για τη δημιουργία ενός φιλμ, όπου πρωταγωνιστές θα είναι οι σολίστες του μπουζουκιού.
Η σπίθα όπως λέτε, ήταν αποτέλεσμα της βιωματικής μου σχέσης με το μπουζούκι ως μουσικός και καθηγητής σε Μουσικά Σχολεία, αλλά και μιας πορείας σπουδών. Έτσι λοιπόν, προέκυψε ένα ερωτηματολόγιο που επιθυμούσα να απευθύνω σε καταξιωμένους σολίστες του μπουζουκιού, ειδικότερα της παλαιότερης γενιάς. Η σύνταξη των ερωτήσεων έγινε με το σκεπτικό να αποτυπωθεί αυτή η «ερωτική» σχέση που εκφράζουν οι σολίστες για το μπουζούκι, δίνοντας ωστόσο έμφαση σε μια μουσικοκεντρική κατεύθυνση.
Οι συνεντεύξεις περιλαμβάνουν ερωτήσεις για τα βιώματα και τα ακούσματα των παικτών, τα κοινωνικά συμφραζόμενα της εποχής τους, τα μουσικά τους πρότυπα, αλλά εμβαθύνουν και σε μουσικά ζητήματα που αφορούν την περιγραφή του τρόπου που έμαθαν να παίζουν, τη μελέτη του προσωπικού τους ήχου, την έννοια της δεξιοτεχνίας, τον αυτοσχεδιασμό (ταξίμι), τις τεχνικές παιξίματος και την προφορική διδασκαλία του οργάνου, μέσα από μουσικά παραδείγματα. Επιπλέον, έμφαση δίνεται στο ερώτημα, εάν στις μέρες μας υπάρχουν καινοτόμες ηχητικές και συνθετικές προσέγγισης του μπουζουκιού ή επικρατεί μια αναπαραγωγή-περιγραφή του παρελθόντος.
Κατά την πρώτη προσέγγιση, οι σολίστες δέχθηκαν με μεγάλη προθυμία να απαντήσουν στις ερωτήσεις οι οποίες δεν περιορίζονται σε βιογραφικά στοιχεία αλλά αφορούν τη μουσική και συναισθηματική τους σχέση με το μπουζούκι. Η επιλογή των σολιστών έγινε με βασικό κριτήριο τη σφραγίδα του ήχου που αποτύπωσαν και αποτυπώνουν ο καθένας από αυτούς στο χωροχρόνο. Η διαδικασία της έρευνας πλαισιώθηκε από ερευνητές, κατασκευαστές μουσικών οργάνων, μουσικολόγους, ανθρωπολόγους, ώστε να καταθέτουν απόψεις και γνώση σχετικά με την οργανολογική εξέλιξη του μπουζουκιού και την ιστορική του διαδρομή.
Η ανάπτυξη του παραπάνω υλικού παρουσιάσθηκε στον συνοδοιπόρο Φοίβο Κοντογιάννη όπου πλέον από κοινού προχωρήσαμε στη δημιουργία του έργου.
Το ταξίδι του όλου εγχειρήματος όπως παρουσιάζεται στον «Σπασμένο Ήχο» αποτυπώνει τη χαρά της συνάντησης με τους κορυφαίους σολίστες, που καταθέτουν την αφοσίωση, το πάθος και την αγάπη τους για το μπουζούκι. Συναισθήματα και γνώση που τα μοιράζονται με μια νέα γενιά που αφήνει ελπίδες για το μέλλον του μπουζουκιού. Ωστόσο, θα πρέπει να πούμε ότι κάθε σολίστας μιλά on camera γύρω στις δύο ώρες. Αντιλαμβάνεστε ότι υπάρχει ένα σπουδαίο υλικό που δεν έχει αξιοποιηθεί ακόμη.
Φ.Κ.: Ο «Σπασμένος Ήχος» ξεκίνησε από μια ιδέα του Ανέστη Μπαρμπάτση που μου πρότεινε να κάνουμε μια ταινία για την τέχνη του μπουζουκιού. Εγώ έχω μεγαλώσει μέσα στο λαϊκό τραγούδι λόγο της οικογένειας μου που απάρτιζε την γνωστή ρεμπέτικη κομπανία. Επίσης, στις ταινίες μου η ελληνική μουσική και τα ζητήματα της παράδοσης είναι πάντα εκεί και με γοητεύουν. Η σπίθα λοιπόν είναι πάντα αναμμένη για τέτοια ζητήματα.
-Πόσο καιρό το δουλεύατε και τι μάθατε που ενδεχομένως δεν γνωρίζατε;
Φ.Κ.: Πήρε αρκετά χρόνια έρευνας στον Ανέστη για να μπούμε στη διαδικασία του σεναρίου και των γυρισμάτων παρέα με την υπόλοιπη ομάδα. Τα γυρίσματα και το μοντάζ της ταινίας πήρε κάτι παραπάνω από δύο χρόνια. Αρκετά είναι αυτά που δεν γνώριζα σε σχέση με τα μουσικά και τα ιστορικά θέματα του οργάνου αλλά δεν είναι αυτά που με εντυπωσίασαν περισσότερο. Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο είναι το ποσό τόσο διαφορετικοί χαρακτήρες έχουν τόσο κοινούς προβληματισμούς και ανησυχίες για το όργανο τους.
-Ποια ατάκα σάς έχει μείνει πιο πολύ από αυτές που ειπώθηκαν στο ντοκιμαντέρ;
Α.Μ.: Η ατάκα του σολίστα Γιάννη Παπαβασιλείου που ακούγεται στο τέλος, «Τελειώνει ο έρωτας; Δεν τελειώνει».
Φ.Κ.: «Αν κάτι δεν μπορείς να το πεις, παίχτο στο μπουζούκι!».
Δείτε το τρέιλερ του ντοκιμαντέρ «Σπασμένος Ήχος»
-«Μπουζούκι ίσον αλήτης», λέει κάποιος στο φιλμ. Μιλήστε μου για αυτό.
Α.Μ.: Το μπουζούκι, είναι γνωστό ότι ξεκίνησε από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, αλλά και από ανθρώπους με παραβατική συμπεριφορά. Αυτοί ήταν οι άνθρωποι που το στήριξαν και το αγκάλιασαν. Σταδιακά, ειδικότερα από τα τέλη του 1940, γίνεται αποδεκτό και από άλλες κοινωνικές τάξεις. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν μουσικοσυνθέτες όπως ο Τσιτσάνης και ο Χιώτης οι οποίοι με το έργο τους το έκαναν προσφιλές στο ευρύ κοινό. Καταλυτικό ρόλο έπαιξε η διεθνή ανάδειξή του μέσα από τον κινηματογράφο στη δεκαετία του 1960. Η προκατάληψη και τα αρνητικά στερεότυπα για το μπουζούκι νομίζω ότι παρέμειναν για αρκετά χρόνια. Σήμερα σίγουρα έχει αλλάξει. Αρκεί να δούμε ότι ολοένα και περισσότερα κορίτσια μαθαίνουν και παίζουν το ανδροκρατούμενο μπουζούκι, γεγονός που δεν συνέβαινε παλιότερα.
Φ. Κ.: Πιστεύω ότι δεν υπάρχει πλέον αυτό και ότι αναπαράγουμε μια γραφικότητα. Μπορεί στο παρελθόν το μπουζούκι να ήταν πράγματι συνυφασμένο με την αλητεία και την παραβατικότητα αλλά είναι πολλές δεκαετίες πια που το όργανο δεν ταυτίζεται απαραίτητα με αυτόν τον κόσμο. Εγώ πάντως όταν βλέπω κάποιον να παίζει μπουζούκι τον βλέπω με θαυμασμό. Δεν σκέφτομαι «να ένας αλήτης». Σκέφτομαι «να ένας καλλιτέχνης».
-Υπάρχει αγάπη για την τέχνη του μπουζουκιού σήμερα;
Α.Μ.: Φυσικά! Οι άνθρωποι που μαθαίνουν μπουζούκι σήμερα είναι περισσότεροι από ποτέ και το επίπεδο υψηλό. Υπάρχουν πάρα πολύ καλοί δάσκαλοι και η γνώση διαχέεται απλόχερα.
Φ.Κ.: Ίσως περισσότερο από ποτέ. Βλέπω όλο και περισσότερους νέους ανθρώπους να ασχολούνται παθιασμένα με την τέχνη του μπουζουκιού και γενικότερα των παραδοσιακών οργάνων. Η μουσική ενώνει τον κόσμο. Φτιάχνει παρέες που ανταμώνουν. Και αυτό είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. Το έχουμε μεγάλη ανάγκη αυτή την εποχή.
-Ποιο τραγούδι έχει το πιο «χαρακτηριστικό μπουζούκι» για εσάς;
Α.Μ.: Όπως σας ανέφερα και πριν η πορεία της εξέλιξης του μπουζουκιού υπήρξε ραγδαία και το ιδίωμα (φρασεολογία, προσωπικός ήχος) του κάθε παίκτη διαφορετικό και ενίοτε καινοτόμο. Προσωπικά μου αρέσουν πολλά στυλ παλαιότερα και σύγχρονα. Ωστόσο, μπορούμε να πούμε ότι το «Μινόρε του Τεκέ» από τον Χαλκιά το 1932, είναι ένα χαρακτηριστικό παίξιμο το οποίο ενέπνευσε και επηρέασε αρκετούς παίκτες, μεταξύ αυτών και τον Μάρκο Βαμβακάρη, ο οποίος έδωσε τη σκυτάλη στους επόμενους. Πρόκειται για ένα σόλο του οποίου η δεξιοτεχνία, με τη σφαιρική έννοια του όρου, παραμένει αξιοθαύμαστη, γι’ αυτό άλλωστε επιλέχθηκε να επενδύσει τα πρώτα λεπτά του «Σπασμένου Ήχου».
*Η ταινία «Σπασμένος Ήχος» παρουσιάζεται (με ζωντανή μουσική) την Τρίτη 25 Απριλίου και την Τρίτη 2 Μαΐου στις 19:30 στον κινηματογράφο Άστορ.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις