Σε περισσότερα από 2,5 εκατομμύρια στρέμματα ανά την επικράτεια καλλιεργείται ο ελληνικός «λευκός χρυσός». Ο λόγος φυσικά για το βαμβάκι, μια καλλιέργεια με παράδοση στη χώρα μας, η οποία καταλαμβάνει παγκοσμίως την 9η-10η θέση σε παραγωγή και την 6η-7η θέση σε εξαγωγές.

Η απόδοση σε εκκοκκισμένο βαμβάκι είναι 110-120 κιλά/στρέμμα, ενώ η συνολική παραγωγή της χώρας σε εκκοκκισμένο κυμαίνεται από 270.000 ως 300.000 τόνους ή σε σύσπορο από 800.000 ως 900.000 τόνους περίπου, ανάλογα με τις καλλιεργούμενες εκτάσεις αλλά και την απόδοση ανά στρέμμα κάθε έτος.

Οι προκλήσεις

Πολλές είναι οι προκλήσεις με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη η βαμβακοκαλλιέργεια στην Ελλάδα. Το υψηλό κόστος παραγωγής εδώ σε συνδυασμό με το μικρό κλήρο και τον πολυτεμαχισμό της ελληνική υπαίθρου καθιστούν ακόμη πιο δύσκολες τις συνθήκες καλλιέργειας.

«Η μεγάλη αύξηση του κόστους ενέργειας έρχεται να εντείνει το πρόβλημα και να καθιστά το κόστος παραγωγής ένα αγκάθι για τη μελλοντική βιωσιμότητα της βαμβακοκαλλιέργειας» είπε στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Προϊστάμενος του Εθνικού Κέντρου Ταξινόμησης Βάμβακος του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, Μωχάμεντ Νταράουσε προσθέτοντας «το κόστος ενέργειας προκάλεσε σημαντικές αυξήσεις και στις τιμές των αγροεφοδίων, κυρίως των λιπασμάτων και σε μικρότερο βαθμό των άλλων αγροεφοδίων».

Σύμφωνα με τον ίδιο, δεύτερη πρόκληση αποτελούν τόσο η «πράσινη συμφωνία» όσο και οι περιβαλλοντικές απαιτήσεις που απορρέουν από τη νέα ΚΑΠ, όπως ο περιορισμός της χρήσης φυτοπροστατευτικών προϊόντων και άλλων σκευασμάτων όπως οι ρυθμιστές ανάπτυξης.

Επιπλέον, η κλιματική αλλαγή αποτελεί την τρίτη πρόκληση για την ελληνική βαμβακοκαλλιέργεια. Εκτός από αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγή και στην ποιότητα, θα επηρεάσει την ανακατανομή της καλλιέργειας καθώς το βαμβάκι φαίνεται να «μετακομίζει» σταδιακά από Στερεά και κεντρική Ελλάδα σε βορειότερες περιοχές, στις οποίες παράγεται προϊόν χαμηλότερης ποιότητας.

«Το σημαντικότερο μέτρο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων είναι η δημιουργία οργανωμένων συλλογικών σχημάτων παραγωγής (ομάδες και οργανώσεις παραγωγών) και η ενίσχυση του ρόλου τους», είπε ο προϊστάμενος του Εθνικού Κέντρου Ταξινόμησης Βάμβακος και πρόσθεσε «η ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής παραμέτρου στον τρόπο καλλιέργειας και η εισαγωγή νέων περιβαλλοντικών συστημάτων καλλιέργειας , η υιοθέτηση των οποίων από τους παραγωγούς απαιτεί χρόνο, εκπαίδευση και εισαγωγή του κατάλληλου εξοπλισμού που δεν διαθέτει σήμερα ο παραγωγός. Η αξιοποίηση και η ορθολογική χρήση της νέας τεχνολογίας στη διαχείριση της καλλιέργειας και τέλος η ορθολογική εκπαίδευση των παραγωγών όχι με τον παραδοσιακό τρόπο που γίνεται σήμερα».

Το «στοίχημα» σύμφωνα με τον ίδιο δεν θα πρέπει να είναι η αύξηση του όγκου της παραγωγής, αλλά η διατήρησή της στο σημερινό επίπεδο και η παραγωγή ενός πιο ανταγωνιστικού προϊόντος, περιβαλλοντικό, ποιοτικό, τυποποιημένο και πιστοποιημένο.

Προς αναζήτηση νέων εναλλακτικών αγορών

Μέχρι το 2022, το 65%-75% της παραγωγής είχε ως κύριο προορισμό την Τουρκία και την Αίγυπτο, κάτι που καθιστά το ελληνικό βαμβάκι «δέσμιο» των συνθηκών που επικρατούν σε αυτές τις δυο χώρες. «Η Ελλάδα θα πρέπει να αναζητήσει νέες εναλλακτικές αγορές, με στόχο την καλύτερη και ευρύτερη τοποθέτηση του προϊόντος στις διεθνείς αγορές» ανέφερε ο κ. Νταράουσε σημειώνοντας όμως ότι «αυτό όμως απαιτεί καλύτερη ποιότητα-τυποποίηση-πιστοποίηση, κυρίως καλύτερο κυτίο χρώματος, με λιγότερες ξένες ύλες».

Στόχος όπως είπε ο ίδιος θα πρέπει να είναι η παραγωγή ενός προϊόντος με ευρωπαϊκές προδιαγραφές, περιβαλλοντικό, ποιοτικό, τυποποιημένο και πιστοποιημένο, συγχρόνως να αξιοποιηθούν καλύτερα τα πλεονεκτήματα του ελληνικού βαμβακιού.

Σύμφωνα με τα όσα είπε ο κ. Νταράουσε «για την ανάπτυξη του Κλάδου, ο στόχος θα πρέπει να είναι η παραγωγή ενός προϊόντος με ευρωπαϊκές προδιαγραφές, περιβαλλοντικό, ποιοτικό, τυποποιημένο και πιστοποιημένο, συγχρόνως να αξιοποιηθούν καλύτερα τα πλεονεκτήματα του ελληνικού βαμβακιού. Ένα πλεονέκτημα του ελληνικού βαμβακιού είναι ότι, ίσως να είμαστε η μοναδική χώρα που ακόμη παράγουμε καθαρά μη γενετικά τροποποιημένο βαμβάκι χωρίς μολύνσεις».

Επιπλέον, η παραγωγή μεγάλων παρτίδων ομοιόμορφου τυποποιημένου προϊόντος, ονομασίας και προέλευσης. «Για να επιτευχθεί αυτό απαιτούνται καλά οργανωμένα συλλογικά σχήματα παραγωγής, τα οποία θα παράγουν προϊόν συγκεκριμένο για την αγορά και ή για την τον τελικό χρήστη. Η πολιτεία θα πρέπει να δώσει κίνητρα στα συλλογικά σχήματα και στην εκπαίδευση των παραγωγών για το συγκεκριμένο σκοπό της παραγωγής. Ο σκοπός είναι να κατευθύνουμε τον παραγωγό να παράγει για συγκριμένες χρήσεις της αγοράς και όχι μόνο για την επιδότηση και να ενταχθεί ενεργά στην αλυσίδα από την αρχή ως το τέλος» υπογράμμισε.

Τρία προγράμματα για την ανάπτυξη της ελληνικής βαμβακοκαλλιέργειας

Το 2016 το Εθνικό Κέντρο βάμβακος ξεκίνησε τρία σημαντικά προγράμματα για λογαριασμό της ΔΟΒ. Το πρώτο αφορά την ταξινόμηση της ποιότητας του ελληνικού βαμβακιού σε επίπεδο χώρας και περιφέρειας, το δεύτερο αφορά την μελέτη των ποιοτικών χαρακτηριστικών των ποικιλιών που καλλιεργούνται στην Ελλάδα και το τρίτο αφορά τον έλεγχο των ξένων υλών στο σύσπορο βαμβάκι. Τελικό αποτέλεσμα αυτών των έργων είναι το Εθνικός Φάκελος Ποιότητας.

Όπως είπε ο προϊστάμενος του Κέντρου «το 2023 εκτελεί ένα νέο πρόγραμμα που αφορά τη διαχείριση της βαμβακοκαλλιέργειας με χρήση της νέας τεχνολογίας για μείωση των εισροών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αλλά και την εκπαίδευση των παραγωγών. Όλα αυτά τα προγράμματα σε συνεργασία με την ΔΟΒ, ΠΕΕΕΒ και των εταιριών σποροπαραγωγής έχουν φέρει το ελληνικό βαμβάκι σε καλύτερη θέση».

Πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ