«Φαίνεται πια πως τίποτα δε μας σώζει» – «Ξέρω κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει»: Ποιος είναι ο Καίσαρ στο ποίημα του Καββαδία
Στις 24 Απριλίου του 1970 έφυγε από τη ζωή ο ποιητής Καίσαρ Εμμανουήλ, της γενιάς των Καρυωτάκη και Ουράνη, «πρωταγωνιστής» σε ένα από τα πιο δημοφιλή ποιήματα του Νίκου Καββαδία που έγινε τραγούδι από τον Δημήτρη Ζερβουδάκη.
Ο Νίκος Καββαδίας δημοσίευσε το 1933 την ποιητική συλλογή «Μαραμπού». Ανάμεσα στα ποιήματα της συλλογής συμπεριλαμβάνεται και το ποίημα «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Ἐμμανουήλ» με το οποίο φέρεται να απαντά σε κάποιους στίχους του Εμμανουήλ.
Συγκεκριμένα, στο ποίημα του Καίσαρα Εμμανουήλ «Taedium Vitae» συναντώνται δύο φορές οι στίχοι «Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δε μας σώζει» ενώ ο Νίκος Καββαδίας στο δικό του ποίημα απαντά «Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει… ».
Το παράδοξο της υπόθεσης είναι ότι σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, το ποίημα του Νίκου Καββαδία το οποία φέρεται να απαντά στο ποίημα του Καίσαρα Εμμανουήλ δημοσιεύτηκε πρώτο (το 1933 στην ποιητική συλλογή «Μαραμπού»), ενώ το ποίημα του Εμμανουήλ «Taedim Vitae» (Κουρασμένος από τη ζωή) δημοσιεύτηκε στη ποιητική συλλογή «Stillae sanguinis» (Σταγόνες αίματος), το 1951, δηλαδή 18 χρόνια μετά το ποίημα του Καββαδία.
Μια λογική εξήγηση θα ήταν το ποίημα του Εμμανουήλ να είχε δημοσιευτεί σε κάποιο λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής πολλά χρόνια προτού εκδοθεί η συλλογή «Stillae sanguinis», απ’ όπου και να το διάβασε ο Καββαδίας ώστε να εμπνευστεί την απάντησή του.
TAEDIUM VITAE (του Καίσαρα Εμμανουήλ)
Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δε μας σώζει.
Του δωματίου σου η χλιδή, η ευωδιαστή ατμοσφαίρα,
το σώμα σου, ένα αμάλγαμα από σμάλτο και κοράλλι,
που ως τρόπαιο, ακόλαστη, όρθωσες μπροστά μου αχτινοβόλο,
λυτή την άγρια αφήνοντας αγέλη των ιμέρων,
όπλα σκληρά είναι που χτυπούν απελπισμένα απόψε
τα σινικά της πλήξης μας τα τείχη!
Προς τη Σιωπή με τα πικρά και σφραγισμένα χείλη
έχω, οδοιπόρος που η σκληρή θύελλα μαστίζει, στρέψει.
Σ’ αυτή την επικίνδυνη και σκοτεινή καμπύλη,
όταν ωραία θα φλέγεσαι, μαρμάρινη εσύ στήλη,
μη με ζητήσεις: μιά κλειστή θα κρούεις και ξένη πύλη!
Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δε μας σώζει.
Από μια κούραση βαθιά θανατωμένες πέφτουν,
πέφτουν και σήπονται σωρό των στοχασμών οι αλκυόνες
μες στου κρανίου μας τις βουβές και νυχτωμένες κόχες.
Κάτω απ’ αυτό το αχάτινο του πολυελαίου μας φέγγος
(σα να θρηνεί στην οροφή μια τρυφερή σελήνη!)
μες στην πυκνή κι ευωδιαστή της κοίτης σου ατμοσφαίρα,
όπου η ηδονή σα θάνατος φενακισμένος έρπει,
μια μέθη αλλόκοτη η θολή γεύεται απόψε σκέψη:
πως ρόδα εβένινα ο ουρανός από ψηλά κυλώντας,
μια πομπική, νεκρώσιμη μας ετοιμάζει στέψη!
Ποιος ήταν ο Καίσαρ Εμμανουήλ
Ο Καίσαρ Εμμανουήλ εννήθηκε το 1902 ή το 1904 στην Αθήνα αλλά η καταγωγή του ήταν από την Πάτρα. Δεύτερος ξάδελφος του ήταν ο ποιητής Ζαν Μορεάς. Εγγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών διακόπτοντας τις σπουδές του στο τελευταίο έτος λόγω των στρατιωτικών του υποχρεώσεων.
Αποφοίτησε τελικά το 1938 μιας και παράλληλα εργαζόταν σε ασφαλιστική εταιρεία στον Πειραιά, ενώ κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940 υπηρέτησε ως διερμηνέας ιταλικών. Νωρίτερα είχε ιδρύσει στο Νέο Φάληρο το Ινστιτούτο Κλασικών Σπουδών στο οποίο ο ίδιος δίδασκε την αρχαία ελληνική και την ιταλική γλώσσα.
Από το 1937 έως το 1940 υπήρξε ανταποκριτής της ρουμανικής εφημερίδας Le moment όπου έγραφε φιλολογικά άρθρα στα γαλλικά, και στην Κατοχή εργάστηκε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αθήνας. Μετά από αυτήν και έως το 1958 εργάστηκε σε δημόσια και ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Αργότερα συνέχισε το εκπαιδευτικό του έργο στην Κύπρο και την Αίγυπτο διδάσκοντας στα εκεί ελληνικά σχολεία.
Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα ασχολήθηκε με την ποίηση και τις μεταφράσεις έργων μέχρι το τέλος της ζωής του. Πέθανε από σακχαρώδη διαβήτη στο Δημοτικό Νοσοκομείο Αθηνών στις 24 Απριλίου 1970.
Η γνώση της αγγλικής, της γαλλικής και της ιταλικής γλώσσας τον βοήθησε στη μελέτη των καλλιτεχνικών ρευμάτων που κυριαρχούσαν στην Ευρώπη την εποχή εκείνη.
Η πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα έγινε το 1924 όταν άρχισε να συνεργάζεται με τα περιοδικά Μούσα, Κριτική και Τέχνη, Νέοι Βωμοί, Ελληνική Επιθεώρησις, Νέα Εστία, Λόγος, Κύκλος, Ρυθμός, Μπουκέτο, Οικογένεια, Αναγέννησις, Νέα Επιθεώρησις, Το τρίτο μάτι και Μακεδονικά Γράμματα μεταξύ άλλων.
Εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ο παράφωνος αυλός το 1929, ενώ στη συνέχεια ακολούθησαν τρεις ακόμη συλλογές.
Το μεγαλύτερο μέρος των έργων του αποτελούνταν από ποιητικές, πεζογραφικές και θεατρικές μεταφράσεις και διασκευές.
Τα έργα του συγκαταλέγονται στο κίνημα της ελληνικής μεταπολεμικής ποίησης και πιο συγκεκριμένα στους νεότερους ποιητές της Γενιάς του ’20. Τα ποιήματα του διακρίνονται για την άψογη μορφή τους και τον έντονο αισθηματισμό τους.
O συγγραφέας Κώστας Στεργιόπουλος διαχωρίζει το έργο του σε δύο περιόδους. Η πρώτη εξ αυτών είχε στοιχεία νεορομαντισμού και κοσμοπολιτισμού, ενώ η δεύτερη είχε επηρεαστεί από από το ρεύμα του συμβολισμού και τα έργα των Γάλλων Σαρλ Μπωντλαίρ, Στεφάν Μαλαρμέ, Πωλ Βαλερύ αλλά και του Έλληνα Απόστολου Μελαχρινού.
Γράμμα στόν ποιητή Καίσαρα Ἐμμανουήλ (του Νίκου Καββαδία)
Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ’ αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατέλειωτη γη.
Κάτι που θα ‘κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά.
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.
Κάτι που θα’ κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
που αβρές μαθήτριες τ’ αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιο τρόπο που, ως λεν, δε γέλασαν ποτέ.
Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ… Σκεφτήτε… Εγώ.
Ένα καράβι… Να σας πάρει, Καίσαρ… Να μας πάρει…
Ένα καράβι, που πολύ μακριά θα τ’ οδηγώ.
Μιά μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
– Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κι’ οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.
Οι πολιτείες ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιό απομακρυσμένες
κι’ εγώ σ’ αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.
Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
γιά τους αστερισμούς ή γιά τα κύματα
γιά τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.
Όταν πυκνή ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν’ ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ’ ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.
Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι’ ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει.
εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουϊσκυ.
Και μιά γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,
– μιά γριά σ’ ένα πολύβουο καφενείο –
μιά αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,
κι’ ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.
Και μιά βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια
στα μάτια μιάς Ινδής που θα χορέψει
γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,
θα δήτε – ίσως – τη Γκρέτα να επιστρέψει.
Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι’ από ένα χωμάτινο πεζό μνήμα,
δε θα ‘ναι ποιητικώτερο και πι’ όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ’ άγριο κύμα;
Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,
που ίσως διαβάζοντας τα να με οικτείρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.
Η μόνη μου παράκληση όμως θα ‘τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευθήτε.
Κι’ όπως εγώ για έν’ αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθήτε.
Το ποίημα του Νίκου Καββαδία «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ» μελοποιήθηκε και τραγουδήθηκε από τον Δημήτρη Ζερβουδάκη. Το τραγούδι πήρε τον τίτλο «Γράμμα σ’ έναν ποιητή» και συμπεριλήφθηκε στον δίσκο «Ακροβάτης» (1989).
Ακούστε το
- Αμαλιάδα: Τι έλεγε η Ειρήνη λίγο μετά τον θάνατο του μικρού Παναγιωτάκη
- Αμετάβλητη διατήρησε την αξιολόγηση της Ελλάδας η Fitch
- Ανησχυχία για παιδί που βρέθηκε θετικό στη γρίπη των πτηνών
- Παρί Σεν Ζερμέν – Τουλούζ 3-0: Πέμπτη σερί νίκη για τους πρωταθλητές (vid)
- Επίκειται επέλαση της ρωσικής ελίτ των χάκερ – Σήμανε συναγερμό η Google
- Αυτά είναι τα μέλη της συμμορίας που ρήμαζε σπίτια στην Αττική με λεία 1,5 εκατ. ευρώ