Η Αμφισβήτηση είναι επώδυνη υπόθεση. Λέω «υπόθεση» για να τονίσω ότι η Αμφισβήτηση δεν έχει μόνο διανοητική διάσταση. Είναι πολύ πιο σύνθετη έννοια. Γι’ αυτό θέλω να αποσαφηνίσω τα νοήματα με τα οποία θα εκφραστώ. Διότι οι λέξεις χάνουν καμιά φορά, πάνω στη μάχη των ιδεών, ακόμη και τον πυρήνα τους, όταν έχουν. Γίνονται ισχυρισμοί. Γίνονται όργανο της εκάστοτε άρχουσας παιδείας, των ΜΜΕ κ.ο.κ. Αυτές οι συντριπτικές εξουσίες προσπαθούν, με τη βία του αυθεντικού ή του ηλεκτρονικά επιβαλλόμενου λόγου, να δώσουν πάγιο και αντικειμενικό κύρος στα εκ των άνω δοσμένα νοήματα των λέξεων. Γι’ αυτό ξεκαθαρίζω:

Μιλώντας για «Αμφισβήτηση», εννοώ δύο ξεχωριστά πράγματα στην αρμονική τους σύνθεση: Εννοώ, πρώτα, την αντίθεση απέναντι στον αντικειμενικό κόσμο που μας περιβάλλει, απέναντι σε κάποια από όσα έγιναν, επιβλήθηκαν, καθιερώθηκαν ως δεδομένα. Η Αμφισβήτηση αρνείται στα συντελούμενα (πραττόμενα και λεγόμενα) την ιδιότητα του Λόγου.

Η Αμφισβήτηση λοιπόν, πρώτον, ανάγεται στο λόγο και στον εσωτερικό χώρο του ανθρώπου. Εννοώ, δεύτερον, την εξωτερίκευση, δηλαδή την πραγμάτωση αυτής της αντίθεσης. Όταν λέω πράξη δεν εννοώ την ολοκλήρωση (π.χ. την επανάσταση), ούτε όμως τη μη ακουόμενη διαμαρτυρία, που παραμένει τελικά ενδιάθετη και –κυρίως– ανώδυνη θέση. Εννοώ μια εξωτερίκευση της αντίθεσης, έτσι που ο αντικειμενικός κόσμος, το πολιτικό δεδομένο να αγγίζεται, να θίγεται, να απειλεί, τελικά να ζημιώνει αυτόν που το αμφισβητεί. Εννοώ μια διαμαρτυρία με την οποία τέλος πάντων κάτι να διακινδυνεύεται: Έστω μια θέση στην Κυβέρνηση, στη Βουλή, στο κόμμα, στο Πανεπιστήμιο, στην Ακαδημία, στην Αυτοδιοίκηση. Αμφισβήτηση με το αζημίωτο δεν υπήρξε ποτέ. Αυτό ισχύει κατεξοχήν σήμερα που οι εξουσίες αξιώνουν καθημερινό, ορατό, αποδεικνυόμενο τεμενά. Θέλω δηλαδή να επισημάνω ότι, μόνον όταν η σκέψη βάζει σε κίνδυνο και το σώμα, συντρέχει Αμφισβήτηση. Η εκ του ασφαλούς Αμφισβήτηση μοιάζει με αμφισβήτηση αλλά δεν είναι.

Με άλλα λόγια: η Αμφισβήτηση ή είναι πράξη κοινωνική ή δεν είναι Αμφισβήτηση. Όταν «αμφισβητώ», δεν διαφωνώ απλώς. Η Αμφισβήτηση εμπεριέχει κι ένα στοιχείο «ασυμβίβαστου», είναι άρνηση μιας εγκυρότητας, είτε αυτή η εγκυρότητα είναι κοινωνική, είτε ηθική, είτε γνωσιοθεωρητική.

Η Αμφισβήτηση δεν συμπίπτει με το διάλογο. Με τις «εγκυρότητες», τα παγιωμένα, τα «δεδομένα», τις εξουσίες, με την ατσάλινη δύναμη της ιδιωτικής οικονομίας, με τις κυρίαρχες παρέες αυτής της χώρας – με ένα λόγο με τους λίγους με την πολλή δύναμη δεν συνδιαλέγεσαι. Καμιά φορά κάνουν πως συνδιαλέγονται για να μοιάζει η οργάνωσή τους με Δημοκρατία. Αυτούς τελικά ή τους δέχεσαι ή τους αμφισβητείς.

Επιχειρώ κι εγώ μια θεωρία Αμφισβήτησης. Ως θεωρία καταλαβαίνω το σκεπτικό μιας πρακτικής. Όταν όμως κανείς θελήσει να μιλήσει για το σκεπτικό της δικής του πρακτικής, τότε η θεωρία έχει και πρόσθετα χαρακτηριστικά. Γίνεται και προσωπικός ισχυρισμός, απολογισμός ή και ομολογία και πάντως κινδυνεύει από την υποσυνείδητη διάθεση μιας αυτολογοκρισίας. Αποδέχομαι το μειονέκτημα αλλά το διακινδυνεύω.

«Τι διακινδυνεύεις, κύριε;» θα μου πει ο αναγνώστης. «Τα πρόσωπα έχουν όνομα, οι οργανώσεις τους επωνυμίες, τα αδικήματά τους νομικούς χαρακτηρισμούς. Γιατί προτιμάς τον αφηρημένο λόγο;» Για δύο λόγους, θα
απαντούσα:

Πρώτον, γιατί δεν ενδιαφέρουν τελικά τα πρόσωπα και οι πράξεις, ενδιαφέρουν μόνο τα φαινόμενα. Πρόσωπα γίνονται, τότε και μόνο, άξιοι λόγου κίνδυνοι όταν μετουσιώνονται σε φαινόμενα. Έγιναν επικίνδυνοι διότι έγιναν φαινόμενα.

Δεύτερον, γιατί ποιο νόημα θα έχει αν μου διακόψουν την παροχή του ρεύματος, οπότε ο αναγνώστης θα εμποδιστεί να διαβάσει και το κείμενο αυτό και άλλα πολύ σημαντικότερων ανθρώπων.

Επιστρέφω στις έννοιες. Γίνεται λόγος για την «πολιτεία». Εδώ ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει όχι το όραμα, το ζητούμενο, αλλά την παρακμιακή λειτουργία της πολιτείας στη σημερινή ελληνική ιστορική πραγματικότητα. Γι’ αυτό εδώ, ως (αμφισβητούμενη) πολιτεία νοείται η σχέση ανάμεσα στην κοινωνία που δεν μετέχει ουσιαστικά στις διαδικασίες που οδηγούν στην εξουσία. Είναι δηλαδή η εκάστοτε ιστορική αντίθεση μεταξύ της εν παρακμή εξουσίας και της αρχόμενης εν παρακμή κοινωνίας.

Οι λίγες αυτές σκέψεις για το τι είναι Αμφισβήτηση ισχύουν βέβαια και για τις τρεις φάσεις που πέρασε: εκείνη της παράνομης, εκείνη της «ύποπτης» κι εκείνη της μάταιης.

*«Τι σημαίνει Αμφισβήτηση» κατά τον αείμνηστο συνταγματολόγο Δημήτρη Θ. Τσάτσο (από το συγγραφικό πόνημά του «Αμφισβήτηση», Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, σειρά Σύγχρονοι Κλασικοί -4, Αθήνα, Μάρτιος 2022, πηγή: epoliteia.gr).

Η «Αμφισβήτηση» του Δημήτρη Τσάτσου πρωτοεκδόθηκε το 1977. Στον πρόλογο της τέταρτης έκδοσής της, το 2002, ο Τσάτσος έγραφε τα εξής:

Η Αμφισβήτηση, στην πρώτη μορφή της, ξεκίνησε ως απάντηση σε ένα ερώτημα της εφημερίδας Τα Νέα. Με πήρε μια μέρα, χρόνια τώρα, τον Μάιο του 1977, ο Γιάννης Καψής, που τότε διηύθυνε την εφημερίδα, και μου είπε: «Σου λέω μία λέξη: Αμφισβήτηση. Γράψε μου τι σημαίνει για σένα αυτό». Πού να φανταστώ πως σ’ εκείνο το ξαφνικό ερώτημα και στο κείμενο που έστειλα στον Γιάννη Καψή και που δημοσιεύτηκε στα Νέα, οφείλω το έναυσμα ενός ευρύτερου ξεσπάσματος.

Ο Δημήτρης Θ. Τσάτσος, που έφυγε από τη ζωή στις 24 Απριλίου 2010, σε ηλικία 77 ετών, υπήρξε διαπρεπής συνταγματολόγος, διεθνώς αναγνωρισμένος και τιμημένος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου και της Πολιτειολογίας σε ελληνικά και γερμανικά πανεπιστήμια.

Διετέλεσε, μεταξύ άλλων, υφυπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας του 1974, γενικός εισηγητής όλης της αντιπολίτευσης για το Σύνταγμα του 1975 και ευρωβουλευτής επί μία δεκαετία (1994-2004).

Όπως έχει γραφτεί, ο Τσάτσος αναζητούσε διαρκώς την ιδανική σύνθεση και ισορροπία ανάμεσα στα δύο ευγενή πάθη του: την αγάπη του για την ιδεατή Πολιτεία και την πίστη του στην αξία και στη δύναμη της πολιτικής. Η ιδέα της Πολιτείας τον ενέπνεε και η πολιτική τον προκαλούσε ακατάπαυστα.

Εμπνευσμένος δάσκαλος και συγγραφέας, ο Τσάτσος επιδόθηκε σε μια βαθυστόχαστη συγγραφή (στη γερμανική και στην ελληνική γλώσσα) μελετών και συγγραμμάτων που αφορούσαν το Σύνταγμα, την έννοια της πολιτικής και της δημοκρατίας, την Πολιτεία και τα κόμματα, καθώς και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.