Φοίβος Κοντογιάννης: «Ακούγεται πιο πολύ μπουζούκι από ποτέ, αλλά…»
Ο νέος και βραβευμένος σκηνοθέτης μιλάει με αφορμή το νέο ντοκιμαντέρ του, μια μεγάλη έρευνα για το δημοφιλές λαϊκό όργανο
Καθόμαστε στη Δεξαμενή στο Κολωνάκι κάτω απ’ τον ήλιο με τον σκηνοθέτη Φοίβο Κοντογιάννη, και η αφήγηση τα έχει όλα: μπουζούκι, καΐκια, ιταλικό σινεμά. Σκέφτομαι πως με το μέρος έχει μια εκλεκτική συγγένεια. Μένει εδώ γύρω, πατέρας πια, αλλά και πριν από περίπου 40 χρόνια, μια μέρα πριν γεννηθεί, η μάνα του ήταν στην ιστορική συναυλία του περιοδικού «Ντέφι» στον Λυκαβηττό, πιο πάνω δηλαδή, με τον Μανώλη Αγγελόπουλο.
Εκεί όπου πολύς κόσμος συναντήθηκε στο απόλυτο πανηγύρι απενοχοποίησης του λαϊκού αισθήματος. Κι αυτό το τελευταίο νομίζω πως καθορίζει την πορεία του Φοίβου Κοντογιάννη στο σινεμά. Η αναζήτηση του λαϊκού. Το κάνει τώρα με το νέο του ντοκιμαντέρ σε σενάριο και έρευνα του Ανέστη Μπαρμπάτση και με θέμα το μπουζούκι. Ο «Σπασμένος Ηχος», τίτλος του ντοκ, είναι το ταξίδι σε ένα όργανο που διαπερνά την Ιστορία μας.
Είναι όμως – και αυτό το ξέρω – και μια επιστροφή του Φοίβου στα καταγωγικά του ίχνη. Γιος του λαϊκού τραγουδιστή Δημήτρη Κοντογιάννη και ανιψιός του Γιώργου Κοντογιάννη, δημοσιογράφου και βαθύ γνώστη και υποστηρικτή του είδους για δεκαετίες. Το ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι πως η ταινία του θέτει ερωτήματα περισσότερο από ό,τι απαντά. Δείγμα της δυναμικής του λαϊκού ήχου και τρόπου που παραμένει εδώ γύρω ζωντανός αν και.. σπασμένος.
Ας ξεκινήσουμε από τον «Σπασμένο Ηχο», το νέο σας ντοκιμαντέρ για το μπουζούκι. Αναρωτιέμαι αν έπαιξε κάποιο ρόλο το περιβάλλον σας ή έτσι κι αλλιώς θα εκβάλλατε σε μια τέτοια ενασχόληση;
Ε, σίγουρα έπαιξε ρόλο. Αλλά ο «Σπασμένος Ηχος» έρχεται έπειτα από τρεις μικρού μήκους ταινίες μου και ένα μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ που και αυτά είχαν έντονη επιρροή απ’ το περιβάλλον μου. Τώρα επιβεβαιώνει και τη βιωματική σχέση που έχω με το λαϊκό τραγούδι.
Και γιατί «Σπασμένος Ηχος»;
Σπασμένος ήχος, μου πρόκυψε από έναν συνδυασμό πραγμάτων. Το ένα είναι πως οι ειδικοί που ομιλούν στο ντοκιμαντέρ έκαναν μια αναφορά-ανάλυση για τον τίτλο κι αν προέρχεται από τον ταμπουρά, κατέληγαν σε έναν σπασμένο ήχο από μια παράφραση του μπουζούκ – ντουζέν, τέλος πάντων δεν είμαι ειδικός να το αναλύσω αλλά κατάλαβα πως υπήρχε μια τέτοια σχέση στην ορολογία του οργάνου. Από κει και πέρα δουλεύοντας την ταινία με τον Ανέστη Μπαρμπάτση και τον μοντέρ Γιώργο Γεωργόπουλο κατέληγε όλο αυτό σε ένα ερώτημα, έβγαινε το σενάριό της: είναι το μπουζούκι κάτι που μας αφορά πλέον κοινωνικά και συναισθηματικά; Είναι κάτι που έχει πεθάνει; Είναι μια μνήμη; Είναι φολκλόρ; Ακόμη και το ερωτηματικό ήταν πιθανό και το σκεφτήκαμε να μπει στον τίτλο της ταινίας. Κάπως έτσι βγήκε ο τίτλος, συμβολισμός και ορολογία…
Αφού το θέτετε, το θέτω κι εγώ. Είναι μέσα στη ζωή μας το μπουζούκι, στη ροή ή γίνεται εξωτικό πράγμα;
Αυτό αναρωτιέται και το ντοκιμαντέρ. Δεν είναι τυχαίο πως οι άνθρωποι που μιλάνε στην ταινία μας για το μπουζούκι μιλάνε για τα δύο άκρα του συμπεράσματος. Εχουν σχεδόν μια κυκλοθυμία. Τη μία λένε πως τέλειωσε, μας κόψανε, πεθάναμε. Από την άλλη πως δεν πεθαίνει ποτέ όλο αυτό. Είμαστε στην εποχή που έχουμε τους περισσότερους οργανοποιούς, νέους μουσικούς, ένα σωρό χώρους όπου ακούγεται μπουζούκι. Πιο πολύ από ποτέ.
Είναι μια επιτυχία του μπουζουκιού πως μέσα στα χρόνια ήταν και στη λαμπερή πίστα αλλά και στο ουζερί;
Εγώ μουσικός δεν είμαι. Ως σκηνοθέτη, με γοητεύει πάρα πολύ πως αυτό το όργανο έχει κάνει και έχει παίξει τα πάντα. Με την ταινία το είδα ακόμη περισσότερο. Σε μια σεκάνς αναφέρεται σε πόσες εθνικότητες και σε πόσα κράτη έχει πάει. Εντυπωσιάστηκα που είδα να υπάρχει με Γιαπωνέζους, Κινέζους, χιπ χοπ μπάντες, μέταλ, συμφωνικά, σουίνγκ. Εχει κάνει τα πάντα, έχει πάει παντού. Πολύ ευέλικτα.
Πώς ξεκίνησε το ντοκιμαντέρ και η ιδέα του;
Ο Ανέστης Μπαρμπάτσης είχε κάνει μια μακροχρόνια έρευνα για το θέμα. Είχε φτιάξει κι ένα ερωτηματολόγιο για το τι ήθελε να εκμαιεύσει αλλά και ποια πρόσωπα δεν έπρεπε να λείπουν. Μαζί τα γυρίσματα πήραν δυόμισι ή τρία χρόνια. Η επιλογή των ομιλούντων ήταν και λίγο με την καταξίωση ποιοι έχουν κάνει δισκογραφία, ποιοι έχουν προσωπικό ήχο. Κώστας Παπαδόπουλος, Γιάννης Μωραΐτης, Θύμιος Στουραΐτης, Μανώλης Καραντίνης, Μανώλης Πάππος, Νίκος Τατασόπουλος κ.ά. Η προτελευταία σκηνή στη Βαρβάκειο είναι το μεγαλύτερο μέρος της νέας γενιάς. Και η τελευταία είναι με παιδική χορωδία στην Πάτρα.
Υπάρχει νέα σκηνή τελικά;
Ισως πιο πολύ από ποτέ. Γίνεται μια μεγάλη αναβίωση.
Γιατί όμως δεν έχουμε ρεύμα σαν του ’60, π.χ. με συνθέτες; Ο Μανώλης Χιώτης έγραφε κιόλας, δεν ήταν απλώς δεξιοτέχνης, όπως και ο Παπαϊωάννου ή ο Τσιτσάνης.
Αυτό σίγουρα είναι ένα πρόβλημα. Ενώ βλέπω τεράστιο όγκο και ποσότητας και ποιότητα δεν βλέπουμε τόσο νέες συνθέσεις αλλά αυτό θα το απαντήσουν άλλοι. Από την άλλη υπάρχει η εκδοχή πως γράφονται πράγματα μα δεν τα ακούμε. Λαϊκά όργανα μπαίνουν σε άλλα είδη, έχουμε νέας λογικής συνθέσεις αλλά δεν φτάνουν στα αφτιά μας. Μπορεί να ‘ναι και τα δύο. Σίγουρα δεν υπάρχει η ίδια έμπνευση με παλιά.
Εφυγε κάποιος και δεν πρόλαβε την ταινία ενώ μιλάει;
Ο Βαγγέλης ο Λιόλιος έφυγε στα γυρίσματα, ενώ και ο Στέλιος Βαμβακάρης που ήταν στην επιλογή μας να μιλήσει δεν πρόλαβε και έφυγε πριν ξεκινήσουμε. Δυστυχώς ο μαέστρος της Χορωδίας Εν Χορδώ της Πάτρας Θοδωρής Γεωργόπουλος, επίσης πέθανε.
Πού θα το δούμε;
Θα το δούμε από αύριο, στο Αστορ και στο τέλος κάθε προβολής θα έχουμε και ένα γλεντάκι, ενώ παράλληλα θα γίνουν προβολές και στη Θεσσαλονίκη. Μετά την προβολή αύριο, θα ακολουθήσει γλέντι με τους Ιουλία Καραπατάκη, Σώτο Τσόγκα και Αγη Παπαπαναγιώτου.
Επειδή το Αστορ είναι σε μια συζήτηση σε σχέση με τα ιστορικά σινεμά που κινδυνεύουν να κλείσουν, τι θέση έχεις για το θέμα; Μήπως και το κοινό δεν υποστηρίζει πια τις αίθουσες;
Σίγουρα φταίμε και εμείς. Οι κινηματογράφοι στην Αθήνα μετριούνται ήδη στα δάχτυλα. Το θέμα όμως δεν είναι μόνον να στηρίξουμε τις ταινίες αλλά το πρόβλημα είναι και κοινωνικό. Αμα κλείνουμε τα μέρη όπου κοινωνικοποιούνται οι άνθρωποι που βλέπουν Τέχνη, την πατήσαμε. Αν όλα αυτά τα κάνουμε ο καθένας μόνος του δεν έχει νόημα. Σινεμά δεν πας απλώς για να δεις μια καλή ταινία αλλά για να τη δεις μαζί με άλλους ανθρώπους και να μοιραστείς μια ενέργεια. Να μοιραστείς μια εμπειρία.
Το ρωτώ γιατί υπάρχει ή άποψη των αμείλικτων νόμων της αγοράς που πολλοί επικαλούνται…
Δεν πάει έτσι. Υπάρχει πάντα η κοινωνική ανάγκη να μοιραστούν οι άνθρωποι τη θέαση ενός έργου.
Πάμε πίσω στη δική σας πορεία. Εχετε κάνει ανάμεσα σε άλλα μια ταινία για καΐκι για παράδειγμα…
Το πρώτο μου ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους «Αθηνά εκ του μηδενός» ήταν αυτό και το έκανα μαζί με τον Κώστα τον Γουζέλη. Ημασταν παρέα και ήταν και ο πατριός μας, ένας άνθρωπος σπουδαίος αρχιτέκτονας και γλύπτης και μεγάλος λάτρης της θάλασσας και των καϊκιών. Πέρασαν μεγάλα σκαριά από τα χέρια του. Επαιρνε παλιά και με τη βοήθεια καραβομαραγκών τα έφερνε στην αρχική τους μορφή. Ετσι πρωτοπήρε το καΐκι του Ανδρέα Ζέππου, το θρυλικό από το τραγούδι του Γιάννη Παπαϊωάννου. Με αυτό έκανε ο Κώστας μια σειρά 13 επεισοδίων με τον αείμνηστο σκηνοθέτη Γιώργο Κολόζη στην ΕΡΤ που λεγόταν «Αιγαίο νυν και αεί». Μια περιήγηση σε νησιά και πρόσωπα με το καΐκι του Ζέππου. Περνώντας τα χρόνια ο Κώστας αποφάσισε να φτιάξει εκ του μηδενός ένα καΐκι μόνος με τον σπουδαίο καραβομαραγκό Νίκο Δαρουκάκη που είναι στην Αίγινα. Και μου λέει «ρε συ δεν ξεκινάμε να τραβάμε; Η Ευρώπη με απόφαση τα σπάει πια τα καΐκια. Θα είναι μια ιστορική διαδικασία που είμαστε (τότε) στο 2012 και θα κατασκευάσουμε ένα σκαρί».
Και;
Μη στα πολυλογώ, μαζευτήκαμε μια παρέα και παρακολουθήσαμε για χρόνια την κατασκευή. Και κάναμε το ντοκιμαντέρ σε μουσική του Τζίμη Πανούση και των Ιμάμ Μπαϊλντί. Ο Κώστας είχε έδρα την Πάρο, εκεί μεγαλώσαμε και πήγα και σχολείο ένα διάστημα.
Εχετε κάνει κι άλλα όμως. Πάμε να τα δούμε;
Οι τρεις μικρού μήκους που έχω κάνει είναι μυθοπλασίας. Το «Φιλίζι», «Βασίλης Καραγιώργος» και «Ο Ανεπιθύμητος». Το «Φιλίζι» είναι η πρώτη μου και για συναισθηματικούς λόγους είναι στην Πάρο, αφορά την πρώτη επανάσταση που κάνουμε στην παιδική μας ηλικία και είναι για ένα παιδάκι που το σκάει από τους γονείς του και πρωταγωνιστής είναι ο Οδυσσέας Πάππος, γιος του Μανώλη και σήμερα δημοσιογράφος και μεταφραστής. Μουσική είχαν κάνει ο Πάππος και ο Βασίλης Μασσαλάς. Η δεύτερη είναι ο «Βασίλης Καραγιώργος», όλη γυρισμένη στη Δαύλεια Βοιωτίας, τόπο καταγωγής του πατέρα μου Δημήτρη με πρωταγωνιστές τον Γιάννη Στάνκογλου και την Ηλέκτρα Νικολούζου και μιλά για την εσωτερική μετανάστευση. Με πολύ λαϊκό και σκυλάδικο τραγούδι. Και η τρίτη, είναι ο «Ανεπιθύμητος» που είναι εμπνευσμένη από το ομώνυμο τραγούδι των Νικολόπουλου – Πυθαγόρα με τον Στέλιο Καζαντζίδη και παίζει ο Βαγγέλης Μουρίκης. Μια ταινία για τον χωρισμό, χωρίς λόγια. Τώρα, ετοιμάζω εδώ και καιρό μια μεγάλου μήκους με τον Μουρίκη και τον Κώστα Περούλη αλλά και μια μικρού.
Το μικρόβιο, αλήθεια, για τις ταινίες πώς σας μπήκε;
Φέτος το καλοκαίρι συνάντησα τυχαία στην Ηρακλειά, τη Μαρίκα, δασκάλα μου στη σχολή Χιλλ, που ήταν με τον άνδρα της και έκαναν μπάνια με το καΐκι τους. Και μου λέει: «Σε θυμάμαι στα μορφωτικά προγράμματα που είχαμε μια κάμερα για να γυρίσουμε κάτι για την Πλάκα και ήσουν ο πιο παθιασμένος». Κάπου στην εφηβεία άρχισα να τραβώ φωτογραφίες με έναν κολλητό μου. Οντας τραγικός μαθητής τέλειωσα το σχολείο και δεν ήξερα τι να κάνω. Επρεπε να δω τι θα κάνω. «Τι αγαπάς πρέπει να δεις πώς θες». Αρχισα να σκέφτομαι τη φωτογραφία και έτσι μπήκε ο κινηματογράφος αφού σκέφτηκα πως εξέλιξη της εικόνας είναι η κινούμενη. Εψαξα σχολές. Ολοι τότε πήγαιναν Αγγλία. Το απέρριψα αμέσως. Ηθελα κάτι πιο μεσογειακό. Ανακάλυψα τη σχολή κινηματογράφου μέσα στην Τσινετσιτά, στη Ρώμη. Σπουδάζεις μέσα, συμμετέχεις σε ό,τι σχεδόν γυρίζεται, είσαι σε αυτό το περιβάλλον διαρκώς. Τότε, μόλις πρωτοπήγα είχε γυριστεί ένα μέρος των «Συμμοριών της Νέας Υόρκης» και περπάτησα στο σκηνικό. Πριν από τη Ρώμη, προηγήθηκε η Σχολή Βακαλό αφού είχε και εικαστικά και όλα και ήθελα να δω σίγουρα τι μου αρέσει. Και είδα πως μου άρεσε και εκεί η φωτογραφία.
Στη Ρώμη πόσο μείνατε;
Πήγα για δύο χρόνια, έμαθα πολλά, με δασκάλους π.χ. τον Φράνκο ντι Τζιάκομο, διευθυντή φωτογραφίας του Σέρτζιο Λεόνε. Τότε ο πατριός μου ο Κώστας αντέγραψε 120 ταινίες από κασέτες με ταινίες του ιταλικού σινεμά και κυρίως νεορεαλισμού. Φτιάχτηκαν στη σχολή και οι πρώτες παρέες, μπήκαν όλοι στο σινεμά. Οι πρώτες μου ταινίες έχουν 50% ιταλικό συνεργείο με φίλους από τότε! Βέβαια μπήκε το δίλημμα: γυρίζω Ελλάδα; Μόλις τέλειωσα τη σχολή. Και πάω στο πανεπιστήμιο ROMA 3 στη Σχολή Τέχνης και Κινηματογράφου. Εμεινα συνολικά έξι χρόνια στην Ιταλία. Πέρασα όλες τις ειδικότητες του σινεμά. Οπερατέρ, κουβάλαγα, φωτογραφία, όλα. Γύρισα, έκανα την ταινία «Βασίλης Καραγιώργος» και σιγουρεύτηκα πως είμαι σκηνοθέτης και αυτό θέλω. Για οκτώ χρόνια δούλεψα πολύ με Ελληνες και ξένους ως βοηθός σκηνοθέτη. Από Ελληνες με τον Γιάννη Οικονομίδη, τον Σωτήρη Γκορίτσα, τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη κ.ά. Αποφάσισα να σκηνοθετώ και βιοποριστικά κι έτσι άρχισα να κάνω και διαφημιστικές ταινίες.
Δεν αναιρείται η δουλειά σας στη μυθοπλασία, από τη διαφήμιση;
Αντιθέτως, αισθάνομαι πως ενδυναμώνεται. Με κρατάει σε εγρήγορση. Δυστυχώς στη χώρα μας για να κάνει ένας Ελληνας μια ταινία και να κάνει μετά την επόμενη μεσολαβούν πολλά χρόνια και αυτό είναι επιβλαβές. Οι απαιτήσεις στη διαφήμιση είναι μεγάλες και δουλεύεις με καλά εργαλεία.
«Η ραπ του Λεξ γιατί να μην είναι λαϊκό τραγούδι»
Ποια είναι η τάση στο ελληνικό σινεμά;
Εχει να κάνει με την τάση νομίζω που υπάρχει στην κοινωνία ή στις αδικίες. Π.χ. το Μεταναστευτικό. Περάσαμε μια περίοδο που μιλούσαν για την κρίση. Μετά είχαμε πολλές που μιλούσαν για τους πρόσφυγες. Τώρα ασχολούνται αρκετά για την ενδοοικογενειακή βία, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τον αυτοπροσδιορισμό.
Το weird ήταν τάση;
Είναι. Και όχι φτιαχτή τάση. Ηταν και μια ματιά στην κλειδαρότρυπα της ελληνικής οικογένειας. Το σινεμά από μόνο του είναι τάση και κάθε ταινία βοηθάει την άλλη.
Γιατί ασχολείστε με τον λαϊκό πολιτισμό; Γιατί επιστρέφετε εκεί;
Μπορεί επειδή άκουσα πολύ μπουζούκι. Μπορεί επειδή η μάνα μου ήταν στη συναυλία του Μανώλη Αγγελόπουλου στον Λυκαβηττό, μια μέρα πριν γεννηθώ. Τον Ιούνιο του 1983. Η αυθεντικότητά του με συγκινεί, όπως το ίδιο και η γνησιότητα του καραβομαραγκού Νίκου Δαρουκάκη. Δεν το αναλύω πολύ. Πάω με μια αθωότητα. Με τον ένστικτό μου. Η φυσικότητα στην ερμηνεία, η αλήθεια στην ιστορία – αυτά με γοητεύουν. Πάντα υπάρχει λαϊκό τραγούδι και λαϊκός κόσμος ταξικά. Μπορεί να μην είναι απαραίτητο να είναι αυτό που φανταζόμαστε, τρεις λιμενεργάτες στον Πειραιά. Μπορεί να είναι το νεοδημοτικό.
Η τραπ;
Η τραπ, δεν ξέρω. Είμαι πιο επιφυλακτικός γιατί δεν βλέπω εδώ την ποίηση στον στίχο. Η καλή ραπ όπου ο στίχος απευθύνεται στη λαϊκή τάξη και έχει ποιητική προσέγγιση και αφορά πολύ κόσμο γιατί να μην είναι λαϊκό; Ο Λεξ ας πούμε.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις