Δεν ισχυρίζεται κανείς πως θα είχαμε πολιτικό πολιτισμό αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης προέτρεπε τους ψηφοφόρους του να ψηφίσουν τον Αλέξη Τσίπρα, ή αν ο Αλέξης Τσίπρας πρότεινε στους δικούς του ψηφοφόρους να ψηφίσουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αν και θα ήταν μια κίνηση που σωστά οργανωμένη – όσο κι αν μοιάζει ως το άκρον άωτον του παραλογισμού – ενδέχεται να απέφερε πολύ ουσιαστικά για την κοινωνία αποτελέσματα, δεν φαίνεται να διαγράφεται ούτε καν ως υποψία.

Ομως πολιτικός πολιτισμός ή μάλλον σκέτος πολιτισμός – που είναι και το ουσιαστικότερο – θα υπήρχε αν τα δύο κόμματα συναινούσαν, παραδέχονταν ή είχαν το σθένος να εκφράζονται με εκτίμηση για περιστατικά, όπως αντικειμενικά πιστώνονται ευεργετικά είτε στο ένα είτε στο άλλο κόμμα. Κάνοντας μια μικρή παρένθεση αξίζει να θυμηθούμε τον αλησμόνητο καθηγητή της Φιλοσοφίας και ακαδημαϊκό Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλο, που ως υπουργός Παιδείας τη δεκαετία του ’60 είχε προτείνει το μάθημα της «Αγωγής του Πολίτη» να χαρακτηρίζεται απλά ως μάθημα «Αγωγής». Τεκμηρίωνε την άποψή του αυτή, λέγοντας πως όταν αποκτά κανείς αγωγή, αυτή αφορά όλες τις εκφάνσεις ενός ανθρώπου, επομένως περιλαμβάνει και αυτή του «πολίτη». Είναι σαν να ονομάζεις τη συγκάλυψη ως «αλήθεια».

Το γεγονός είναι γνωστό αλλά χρειάζεται να αναφερθεί ξανά έστω εν τάχει. Αφορά τη δριμεία κατηγορία του ΣΥΡΙΖΑ ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη «τσιμεντοποιεί» την Ακρόπολη. Το κλιμάκιο όμως της Ουνέσκο που την επισκέφθηκε πέρυσι τον Απρίλιο, έναν χρόνο πριν δηλαδή, αποφάσισε πως «η αποκατάσταση και η διαπλάτυνση των διαδρομών που πραγματοποιήθηκε υπό την επιστημονική εποπτεία του ακαδημαϊκού και προέδρου της επιτροπής συντήρησης Μνημείων Ακροπόλεως, Μανόλη Κορρέ δεν επέδρασε αρνητικά στην «εξέχουσα οικουμενική αξία του μνημείου»». Η κατηγορία του ΣΥΡΙΖΑ όσο και αν διαψεύστηκε με τον πιο υπεύθυνο και εντυπωσιακό τρόπο, θα έπρεπε να μας έχει προβληματίσει σε σχέση με μια παράμετρο που συνήθως αγνοείται στις μεγάλες πολιτικές κυρίως αντιδικίες.

Οταν πρόκειται για έργα-μνημεία που μας έχουν κληροδοτηθεί και δεν θα μπορούσε ακόμη και στα πιο παράτολμα όνειρά μας να θεωρηθεί πως έχουμε συμβάλει στη δημιουργία τους, όταν μας γίνεται χάρη ακόμα και να τα αγγίζουμε, συμπεριφερόμαστε με έναν πολύ πιο σώφρονα και καθόλου επιθετικό τρόπο σε περίπτωση που αισθανόμαστε πως υπάρχει ανάγκη να τα υπερασπισθούμε.

Αν το μυαλό μας δεν έχει τελείως καταστραφεί, δεν διανοούμαστε ότι μπορούμε να τα καταχωρίσουμε ως «πλεονέκτημα» αρνητικό ή θετικό στην αντιπολιτευτική και συμπολιτευτική μας φαρέτρα. Οταν υποχρεούσαι να στέκεσαι προσοχή σε κάτι το πολύ μεγάλο, που απλώς για ένα χρονικό διάστημα είχες την τύχη να «συναντηθείς» μαζί του, αυτόματα παροπλίζεσαι σε σχέση με τον τρόπο που ολοκληρώνεις καθημερινά τις οποιεσδήποτε αντιδικίες ή ενστάσεις σου με τους άλλους – ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τους πολιτικούς σου αντιπάλους.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση ενώ ο κατήγορος πολιτικός σχηματισμός μοιάζει να υπερασπίζεται το μεγαλείο ενός μνημείου, στην πραγματικότητα κονταίνοντάς το, το φέρνει  στα μέτρα μιας αντίληψης, ή μάλλον μιας άποψης πως οτιδήποτε υφίσταται μέσα στον κόσμο μπορεί να χρησιμοποιείται για αλλότριους σκοπούς σε σχέση με τις ανάγκες που το ενέπνευσαν. Ακόμα κι αν πρόκειται για την Ακρόπολη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ