Θέλει όντως ο Αλέξης Τσίπρας να κερδίσει αυτές τις εκλογές;
Η προεκλογική εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ παραπέμπει περισσότερο σε μια στρατηγική που βλέπει την επιστροφή στην εξουσία αργότερα από αυτές τις εκλογές
Έχει γραφτεί πολλές φορές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επένδυσε σε μεγάλο βαθμό την προηγούμενη τετραετία σε μια επιστροφή στην εξουσία με όρους «ώριμου φρούτου». Δηλαδή, μια τακτική όπου κατά βάση η αντιπολίτευση επενδύει στην αναπόφευκτη φθορά της κυβέρνησης από το πολιτικό κόστος των επιλογών της, αναμένοντας ότι αυτό θα οδηγήσει στην επιστροφή στην εξουσία
Και όντως φάνηκε ως ένα βαθμό να είναι μια στρατηγική που μπορούσε να αποδώσει. Η κυβέρνηση της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη συγκρούστηκε με αρκετά κομμάτια της κοινωνίας, είχε πρακτικές που μπορούν να θεωρηθούν ιδιαίτερα αυταρχικές, βρέθηκε αντιμέτωπη με το οξύ πρόβλημα του πληθωρισμού, και βεβαίως χρεώθηκε πολιτικά την τραγωδία στα Τέμπη.
Ειδικά η τελευταία λειτούργησε και ως ένας καταλύτης για επιτάχυνση μιας σχετικής κρίσης νομιμοποίησης όχι μόνο της κυβέρνησης αλλά και συνολικά του πολιτικού συστήματος.
Τότε φάνηκε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ένα «παράθυρο ευκαιρίας» να πάει στις εκλογές με όρους μιας κατάρρευσης της κυβέρνησης υπό το βάρος της πραγματικής φόρτισης αλλά και των πραγματικών ευθυνών που αυτή είχε.
Που είναι η δυναμική της ανατροπής;
Ωστόσο, η εκκίνηση της προεκλογικής εκστρατείας δείχνει έναν ΣΥΡΙΖΑ χωρίς μια δυναμική μεγάλης πολιτικής ανατροπής, χωρίς εκείνο τον «αέρα» που έχει ένα κόμμα όταν έχει συναντηθεί με εκείνο το είδος κοινωνικών δυναμικών που φέρνουν και σημαντικές αλλαγές του πολιτικού σκηνικού.
Διάφοροι παράγοντες δείχνουν να συντελούν σε αυτό. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει απαλλαγεί από το κόστος του 2015 – και δεν αναφέρομαι στην «περιπέτεια» για την οποία τον κατηγορούν οι αντίπαλοί του, αλλά στην έλλειψη πολιτικής ειλικρίνειας που αποτύπωσε η συνθηκολόγηση και το τρίτο Μνημόνιο. Δεν έχει κάνει μια πραγματική και αυτοκριτική αποτίμηση του τι έγινε στην περίοδο 2015-2019, ούτε έχει προσφέρει εγγυήσεις ότι αυτή τη φορά τα πράγματα θα είναι διαφορετικά. Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ επί της ουσία δεν έχει προσφέρει ένα σαφές και συγκεκριμένο σχέδιο για το πώς θα κυβερνήσει εάν επιστρέψει στην εξουσία. Ούτε βοηθάει στη διαμόρφωση της πολιτικής δυναμικής η διαρκής ταλάντευση ως προς την απεύθυνση στο ΠΑΣΟΚ ή ακόμη και το ΜέΡΑ25, που αποτυπώνεται στην ταυτόχρονη διεκδίκηση πρωτιάς – άρα και δυνητικά αυτοδυναμίας – και κυβέρνηση συνεργασίας.
Ουσιαστικά, το κεντρικό σημείο της προεκλογικής εκστρατείας του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι υπόσχεται την απαλλαγή από τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως έναν στόχο καθαυτό. Μόνο που όσο και εάν όντως αυτό ισχύει για μια μερίδα του εκλογικού σώματος που αυτή τη στιγμή θα θεωρούσε ότι αυτό αξίζει από μόνο του, σίγουρα δεν καλύπτει τις απαιτήσεις μιας «ηγεμονικής» απεύθυνσης σε ολόκληρη την κοινωνία.
Γιατί μια τέτοια «ηγεμονική» απεύθυνση, θα περνούσε πρώτα και κύρια μέσα από ένα επεξεργασμένο πρόγραμμα, ικανό να παρουσιαστεί ως εναλλακτική αφήγηση για τη χώρα και το οποίο θα επέτρεπε σε ευρύτερα κομμάτια να ταυτιστούν μαζί του, να αναγνωρίσουν τη δική του διέξοδο στην προοπτική που ο ΣΥΡΙΖΑ προσφέρει.
Ελλείψει αυτής της ηγεμονικής απεύθυνσης, ο ΣΥΡΙΖΑ καταλήγει πέραν του στενού του ακροατηρίου να εκπέμπει ένα μήνυμα σχετικής αμηχανίας και μιας προεκλογικής εκστρατείας χωρίς ιδιαίτερες «γωνίες» πέραν της γενικής πολεμικής και χωρίς την αίσθηση ότι διαμορφώνεται δυναμική «ανατροπής». Είναι σαφές ότι υποδέχεται ένα μέρος της δυσαρέσκειας, αλλά όχι στην κλίμακα που θα διαμόρφωνε μεγάλη αλλαγή συσχετισμών. Και τα πράγματα δεν κάνει καλύτερα ο τρόπος που φαντάζει ένα κόμμα ευάλωτο ακόμη και σε πολεμικές γύρω από θέσεις άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης, όπως έγινε με το «Σχέδιο Δήμητρα» του ΜέΡΑ25. Ούτε βοηθάει η προβολή στόχων όπως η «κυβέρνηση ανοχής».
Προφανώς και θα μπορούσε κάποιος να πει ότι οι δυναμικές που θα ενισχύσουν τελικά τον ΣΥΡΙΖΑ παραμένουν «υπόγειες» και δεν αρθρώνονται ακόμη με τρόπο που να αποτυπώνονται στις δημοσκοπήσεις. Ακόμη και στις εκλογές του 2019 το τελικό αποτέλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν καλύτερο των προσδοκιών ακόμη και των στελεχών του, και σίγουρα πάνω από τις δημοσκοπικές προβλέψεις, κυρίως γιατί ένα κομμάτι λαϊκών στρωμάτων επέλεξε τελικά να στηρίξει το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα. Όμως, ακόμη κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται.
Και αυτό είναι που γεννά το ερώτημα γιατί έχουμε αυτή την εικόνα. Σίγουρα κάποιος θα μπορούσε να απαντήσει ότι αυτό δείχνει τα πραγματικά πολιτικά όρια του ΣΥΡΙΖΑ, που μπορεί αντικειμενικά να καταλαμβάνει τη θέση της κεντροαριστερής αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχει και πειστική και επεξεργασμένη πολιτική πρόταση.
Πότε είναι προτιμότερη μια νίκη;
Όμως, υπάρχει και μια άλλη διάσταση. Και αυτό είναι το ερώτημα πότε και πώς θέλουν ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας να επιστρέψουν στην εξουσία. Θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει χωρίς να είναι εντελώς στη σφαίρα του παραλόγου, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα προτιμούσε να επιστρέψει στην εξουσία μετά από την κατάρρευση της δεύτερης κυβέρνησης Μητσοτάκη. Σε ένα τέτοιο σενάριο μια οριακή νίκη της ΝΔ στις δεύτερες εκλογές, θα οδηγούσε σε μια συνθήκη όπου μια κυβέρνηση με μικρότερη απήχηση και νομιμοποίηση από αυτή του 2019, θα προχωρούσε σε ένα νέο γύρο «μέτρων» που αυτή τη φορά δεν θα συναντούσαν την αμηχανία, αλλά τη μαζική κινητοποίηση, οριακά σε κλίμακα κοινωνικών εκρήξεων. Μια τέτοια κατάσταση θα οδηγούσε σε μια κατάρρευση της κυβέρνηση και πρόωρες εκλογές που θα οδηγούσαν εύκολα σε νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και σχηματισμό μιας κυβέρνησης, που θα χρειάζεται πια να κάνει ακόμη λιγότερες «ανατροπές»
Μα στο μεταξύ θα έχει αμφισβητηθεί η ηγεσία Τσίπρα, θα υποστήριζαν κάποιοι, όμως θα παράβλεπαν τόσο το γεγονός ότι η αριστερά δεν χρεώνει συνήθως με τον ίδιο τρόπο ευθύνες στην ηγεσία, όσο και το παράδειγμα του Γ. Παπανδρέου, που έχασε δύο εκλογικές μάχες πριν κερδίσει το 2009.
Αντιλαμβάνομαι ότι αρκετοί θα θεωρήσουν υπερβολική μια ανάλυση που θέτει το ερώτημα εάν ένα κόμμα θέλει όντως να κερδίσει τις εκλογές. Σε τελική ανάλυση τι πιο αναμενόμενο από το να θέλουν όντως να κερδίσουν τις εκλογές τώρα. Όμως, κάποιες φορές στην πολιτική υπάρχουν και «μύχιοι πόθοι», πιο σωστά πολιτικές προσδοκίες που τελικά έστω και έμμεσα διαμορφώνουν την τακτική, ιδίως όταν φαντάζουν πιο συνεπείς απέναντι σε ένα ορισμένο αφήγημα.
Έτσι, εάν υιοθετήσει ένα κόμμα το αφήγημα του «ώριμου φρούτου», τότε δεν είναι παράλογο να κινείται, έστω και χωρίς συνειδητό σχεδιασμό, με την τακτική που ταιριάζει στην ώρα που όντως το φρούτο θα είναι «περισσότερο ώριμο παρά ποτέ».
Ακόμη και εάν αυτό το κάνει να δείχνει ότι κινείται ως εάν δεν θέλει ακόμη να κερδίσει εκλογές…
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις