Τάκης Σινόπουλος: Ο διασωθείς ναυαγός
Η «λαχανιασμένη ανάσα»
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
- Διαρρήκτες «άδειαζαν» το εργαστήριο του γλύπτη Γεώργιου Λάππα στη Νέα Ιωνία
Τη λέξη «επικίνδυνος», στον τίτλο της σύντομης αυτής εισαγωγής, τη δανείζομαι από ένα σχόλιο του Νικηφόρου Βρεττάκου. Ο μεσσήνιος ποιητής κατάθεσε αρκετά έγκαιρα (και ανεπίγνωστα πιστεύω) τη γενικότερη αμηχανία της γενιάς του (της γενιάς του ’30) μπροστά στον ποιητικό λόγο του Σινόπουλου. Ενός μεταπολεμικού ποιητή που, ξεπερνώντας μια πρώτη φάση ερωτοτροπίας με την κλασική έκφραση της γενιάς του ’30 και το «αστραφτερό γλωσσικό της ιδίωμα», όπως το χαρακτήρισε ο Βασίλης Στεριάδης, είχε αρχίσει να καταθέτει ένα λόγο αρκετά ιδιόρρυθμο και πρωτοποριακό ή, όπως τον χαρακτήρισε ο Βρεττάκος, «διαλυτικό» και «επικίνδυνο».
«Επικίνδυνο», προσθέτω, κυρίως από ειδολογική σκοπιά, αφού η ένταξή του στον κανόνα που είχε επιβάλει η γενιά του ’30 δημιουργούσε εγγενείς δυσχέρειες. Και όχι μόνο. Επρόκειτο για λόγο που, από ένα σημείο και πέρα, δεν τηρούσε ούτε τις μοντερνιστικές προδιαγραφές (όπως τις εμπέδωσαν στην Ελλάδα ο Σεφέρης και ο Ελύτης) ούτε φυσικά τις υπερρεαλιστικές, ενώ δεν μπορούσε να ενταχθεί ούτε στη λεγόμενη «ποίηση με υψηλή κοινωνική συνείδηση», όπως ήταν αυτή του Ρίτσου και του Βρεττάκου, καθώς δεν τηρούσε τον βασικό κώδικα περί επικοινωνιακής ομαλότητας, δεν προέβαλλε δηλαδή ένα εύκολα αναγνωρίσιμο κοινωνικό μήνυμα.
[…]
Τι είναι λοιπόν αυτό που τελικώς κάνει τον Σινόπουλο να ξεχωρίζει ως μια νέα ποιητική φωνή, έστω και αν η ποίησή του φαίνεται να εντάσσεται (ή να επιζητεί να ενταχθεί) σε αυτή την πρώτη περίοδο (σ.σ. δεκαετία του ’50) στον κανόνα της μοντερνιστικής ποίησης, όπως τον εισήγαγε και τον επέβαλε στην Ελλάδα κυρίως ο Σεφέρης;
Νομίζω ότι είναι, πριν απ’ όλα, η αποφασισμένη στάση του απέναντι στο θέμα της τέχνης. Ο Σινόπουλος δεν είναι ευκαιριακός ποιητής. Διακατέχεται από γνήσιο πάθος, όχι μόνο για την κατάκτηση μιας όσο γίνεται πιο δραστικής ποιητικής γλώσσας, αλλά και για την εμβάθυνση σε μια θεματολογία που μοιάζει να ορίζει εξαρχής τη δημιουργία μιας αναγνωρίσιμης ποιητικής περιοχής. Περιοχής δηλαδή που δεν θα είναι δανεική, αλλά υπαγορευμένη από μια βαθιά, τίμια σχέση με την εποχή του και με τον τόπο του. Δεν ξέρω άλλον ποιητή, δικό μας ή ξένο, του οποίου η πρώτη φράση, στον πρώτο στίχο, του πρώτου ποιήματος, στην πρώτη συλλογή που εξέδωσε, να μπορεί να θεωρηθεί ως το πιο εύστοχο σήμα, προκειμένου να περιγραφεί το κυρίαρχο αίσθημα που αποκομίζει ο αναγνώστης από την επαφή με το σύνολο έργο του: «Τοπίο θανάτου» είναι η φράση. […]
Το πρώτο αυτό ποίημα τιτλοφορείται «Ελπήνωρ», κάτι που ευθέως προβάλλει την πρόθεση του ποιητή να εγγράψει την ποίησή του σ’ ένα ευρύτερο σύστημα μυθολογικών συμφραζομένων που ορίζει η αναβίωση (ενίοτε ανατρεπτική) ομηρικών κυρίως θεμάτων, επιζητώντας να παρέμβει από τη δική του σκοπιά στην ποιητική περιοχή που σημάδεψαν με το έργο τους ο Καβάφης, ο Καζαντζάκης, ο Pound, ο Giraudoux, ο Joyce, ο Eliot, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος κ.ά.
[…]
Ο Σινόπουλος σαν να ταλαντεύτηκε ανάμεσα σε δύο ρεύματα: του μοντερνισμού από τη μια, της υπερρεαλιστικής πρόκλησης από την άλλη.
Στο ποιητικό όραμα του μοντερνισμού ο Σινόπουλος δόθηκε δίχως επιφυλάξεις, γοητευμένος από τις δυνατότητες που του πρόσφερε για νέους τρόπους εκφραστικής συμπεριφοράς, αλλά και κοσμοθεωρητικής στάσης απέναντι στον νέο κόσμο που γεννιούνταν πάνω στα συντρίμμια των δύο μεγάλων πολέμων που είχαν εξουθενώσει ηθικά και υλικά την ανθρωπότητα. Κατόρθωσε πάντως να μην παραμείνει κάτω από τη βαριά σκιά των μεγάλων του ευρωπαϊκού και του ελληνικού μοντερνισμού, αλλά, ξεπερνώντας μια πρώτη περίοδο συνειδητής μαθητείας, να δώσει το στίγμα μιας προσωπικής, μοντέρνας και νεωτερικής φωνής.
Από την άλλη, του υπερρεαλισμού το απόλυτο σάρωμα κάθε παραδοσιακής αξίας στην τέχνη σαν να το φοβήθηκε. Όμως στάθηκε αρκετά πανούργος (ως τεχνίτης) ώστε να απορροφήσει πλείστα όσα στοιχεία τού φαίνονταν αναγκαία για να ξεπεράσει κάποιες από τις ουσιαστικές εκφραστικές δυσκολίες του. Στον Σεφέρη υποτάχτηκε, μα στάθηκε ικανός, με συνθέσεις όπως ο Νεκρόδειπνος και το Χρονικό, να τον κυριέψει και σε ορισμένα σημεία να τον υπερβεί.
[…]
Αν, προτού κλείσουμε, θελήσουμε να δώσουμε, επιλογικά, ένα σύντομο κριτικό σχόλιο για την ποιητική ιδιοσυγκρασία του Σινόπουλου, τότε νομίζω πως μπορούμε να στηριχθούμε στην ακόλουθη δική του μαρτυρία:
Ξέρεις εκεί, και στον Νεκρόδειπνο ακόμα, αισθάνομαι σαν ναυαγός που διασώθηκε από την τρικυμία και τον πνιγμό. Στο βιβλίο που θα τυπώσω αργότερα, που θα ’ναι όλη μου η δουλειά έως το 1964, δηλαδή από το Μεταίχμιο ως την Ποίηση της Ποίησης, ίσως θα υπάρχει ένα μότο από τον Dante, από το πρώτο «Άσμα» της Κόλασης, τρεις στίχοι μονάχα: «όπως αυτός που με λαχανιασμένη ανάσα, βγαίνοντας στ’ ακρογιάλι απ’ την τρικυμισμένη θάλασσα, γυρνάει τα μάτια του και τα πελώρια κύματα αγναντεύει.
Τούτη η «λαχανιασμένη ανάσα», όχι μόνο των «αφανών» ηρώων του έργου του, αλλά και της ίδιας της ασθματικής ανάσας του Σινόπουλου, του οποίου η ποιητική τεχνική εύστοχα χαρακτηρίστηκε και ως «εγγαστρίμυθη» (δηλαδή ως ποιητικός λόγος που παράγεται στα σωθικά), διασώζεται στο ποιητικό του έργο. Ένα έργο πολυφωνικό, πολυδιάστατο και πολύτροπο, του οποίου το ποσοτικό και ποιοτικό βάρος σίγουρα επιτρέπει, αν δεν επιβάλλει πλέον, ν’ αναγνωρίσουμε στο πρόσωπο του φλογερού δημιουργού και επιδέξιου μάστορα δύσκολων, μα αριστοτεχνικά κατορθωμένων ποιητικών συνθέσεων, όπως ο Νεκρόδειπνος, το Χρονικό και το Άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου, όχι απλώς τον σημαντικότερο ποιητή της λεγόμενης πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, αλλά έναν αναμφίβολα μεγάλο ποιητή της εποχής του, και, οπωσδήποτε, όχι μόνο του τόπου μας.
*Αποσπάσματα από κείμενο του κύπριου λογοτέχνη, κριτικού και πανεπιστημιακού δασκάλου Μιχάλη Πιερή (1952-2021) για τον Τάκη Σινόπουλο υπό τον τίτλο Ένας «επικίνδυνος» ποιητής. Ριψοκίνδυνη εισαγωγή στην ποίηση του Σινόπουλου. Η εν λόγω μελέτη του Πιερή, γραμμένη σε δύο χρονικές περιόδους, το 2000 και το 2017, αποτέλεσε την ανακοίνωσή του σε ημερίδα αφιερωμένη στον Σινόπουλο, που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου τον Ιούνιο του 2017.
Ο Μιχάλης Πιερής
Ο Τάκης Σινόπουλος απεβίωσε αιφνιδίως (από συγκοπή) στον Πύργο στις 26 Απριλίου 1981, ανήμερα του Πάσχα, σε ηλικία 64 ετών.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις