Ανάλυση: Γιατί οι ΗΠΑ χρειάζονται ακόμα την Ευρώπη – Ο ρόλος της σε έναν πόλεμο με την Κίνα
Ο πόλεμος στην Ουκρανία πυροδότησε μια αινιγματική εξέλιξη στη σκέψη για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ.
Με την άνοδο της συνεργασίας ΗΠΑ – Ευρώπης, μια ομάδα αμερικανών μελετητών, αναλυτών, και σχολιαστών με επιρροή έχει αρχίσει να πιέζει την Ουάσιγκτον να προετοιμαστεί για τον ριζικό περιορισμό της δέσμευσής της στη γηραιά ήπειρο (στη φωτογραφία του Reuters/Francois Lenoir, επάνω, οι σημαίες ΗΠΑ και ΕΕ κυματίζουν μπροστά από την έδρα της Κομισιόν στις Βρυξέλλες).
Ρεαλιστές και «γεράκια»
Η βασική ιδέα δεν είναι καινούργια: ρεαλιστές προσανατολισμένοι στον περιορισμό, όπως η Emma Ashford, ο John Mearsheimer, ο Barry Posen, και ο Stephen Walt, έχουν ζητήσει εδώ και καιρό από τις Ηνωμένες Πολιτείες να επανεξετάσουν τη στάση ασφαλείας τους στην Ευρώπη.
Τώρα, ωστόσο, έχει προστεθεί σ’ αυτούς μια σημαίνουσα ομάδα «γερακιών» για την Κίνα, μ’ επικεφαλής τον πρώην αξιωματούχο του Πενταγώνου, Elbridge Colby, η οποία υποστηρίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να περιορίσουν τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις τους.
Η κύρια διαμάχη, πιστεύει αυτή η ομάδα, εστιάζεται στον Ινδο-Ειρηνικό, ενάντια στην Κίνα, και η Ουάσιγκτον πρέπει να επικεντρώσει όλους τους πόρους της σ’ αυτή την αντιπαράθεση, γράφει σε ανάλυσή του στο Foreign Affairs ο Michael J. Mazarr, ανώτερος πολιτικός επιστήμονας στη Rand Corporation, μιας από τις σημαντικότερες δεξαμενές σκέψης των ΗΠΑ.
Οι συγκεκριμένες επιθυμίες αυτών των ρεαλιστών και γερακιών είναι συχνά ασαφείς. Συνδυάζουν ακαθόριστες περικοπές στις δυνάμεις των ΗΠΑ στην Ευρώπη, από την οποία απαιτούν να ενισχύσει τη δική της ασφάλεια, αν και χωρίς απαραίτητα να καλείται η Ουάσιγκτον να εγκαταλείψει το ΝΑΤΟ.
Αλλά εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να μειώσουν τις υποχρεώσεις τους προς το ΝΑΤΟ και να προχωρήσουν ολοκληρωτικά στην αντιμετώπιση της κινεζικής απειλής, όπως υποστηρίζουν, θα πρέπει να περικόψουν τις δυνάμεις τους στην Ευρώπη και τουλάχιστον να εγείρουν την πιθανότητα αποχώρησης από τη συμμαχία.
Αυτοκαταστροφική μια τέτοια επιλογή
Σ’ ένα εννοιολογικό επίπεδο, αυτή η ιδέα είναι τολμηρή και προκαλεί προβληματισμούς. Θεωρητικά, παροτρύνοντας τους συμμάχους ν’ αναλάβουν την ηγεσία στην Ευρώπη και απελευθερώνοντας τους πόρους των ΗΠΑ για χρήση στην Ασία, η Ουάσιγκτον μπορεί να ενισχύσει σημαντικά τη θέση της στον Ινδο-Ειρηνικό.
Εικόνα από το Reuters/Dado Ruvic
Αλλά μια πιο προσεκτική ματιά στις δυναμικές που αναπτύσσονται δείχνει πόσο αυτοκαταστροφική θα ήταν στην πράξη μια τέτοια αλλαγή. Αντί να δυναμώσει το χέρι της Ουάσιγκτον στην Ασία, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι η επώδυνη αποδυνάμωση των Ηνωμένων Πολιτειών στον αυξανόμενο ανταγωνισμό τους με την Κίνα.
Καταρχάς, η ανάγκη εναλλαγής μεταξύ της Ευρώπης και του Ινδο-Ειρηνικού δεν είναι τόσο μεγάλη όσο προτείνουν ορισμένοι σκεπτικιστές. Οι στρατιωτικές απαιτήσεις των δύο περιοχών είναι αρκετά διαφορετικές.
Ο Ινδο-Ειρηνικός, λόγω των τεράστιων αποστάσεων και του θαλάσσιου προσανατολισμού του, επιβαρύνει πρωτίστως τα εναέρια και θαλάσσια μέσα των ΗΠΑ (αν και οι χερσαίες δυνάμεις έχουν ουσιαστικό ρόλο).
Η Ευρώπη απαιτεί πιο ισχυρή χερσαία δύναμη. Και τα δύο θέατρα όντως θέτουν απαιτήσεις για κοινές δυνατότητες, συμπεριλαμβανομένης της αεροπορικής και πυραυλικής άμυνας καθώς και προηγμένων πυρομαχικών, αλλά το υπουργείο Αμυνας αγοράζει τώρα περισσότερα, και οι σύμμαχοι μπορούν να βοηθήσουν σ’ αυτούς τους τομείς.
Μια εσφαλμένη κατηγορία
Σε κάθε περίπτωση, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πρέπει να κρίνουν την εναλλαγή με βάση κάποια μυθική ικανότητα να πολεμούν σε δύο τεράστια, ταυτόχρονα μέτωπα, αλλά αν μπορούν να διατηρήσουν μια αξιόπιστη στάση εν καιρώ ειρήνης και στα δύο θέατρα.
Η μακροχρόνια κατηγορία ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αφιερώνουν άσκοπα πόρους στην Ευρώπη είναι επίσης εσφαλμένη.
Το 2018, για παράδειγμα, μια εκτίμηση του συνολικού κόστους των συνεισφορών των ΗΠΑ στους προϋπολογισμούς του ΝΑΤΟ, των αμερικανικών δυνάμεων στην Ευρώπη, των προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Πρωτοβουλίας Αποτροπής, και της βοήθειας για την ασφάλεια ανήλθε σε περίπου 36 δισεκατομμύρια δολάρια, που ήταν λιγότερο από το 6% του αμυντικού προϋπολογισμού των ΗΠΑ εκείνο το έτος.
Με την απόφαση της κυβέρνησης Μπάιντεν να αναπτύξει περίπου 20.000 επιπλέον στρατεύματα στην Ευρώπη μετά τον Φεβρουάριο του 2022, αυτός ο λογαριασμός αυξήθηκε, αλλά μόνο προσωρινά. Ο αμυντικός προϋπολογισμός του 2024 ανέρχεται στα 842 δισεκατομμύρια δολάρια, από τα οποία οι ευρωπαϊκές δεσμεύσεις των Ηνωμένων Πολιτειών αντιπροσωπεύουν μόνο ένα μικρό κλάσμα.
Οι υποστηρικτές της αποδέσμευσης από την Ευρώπη συχνά αγνοούν ένα δυσάρεστο γεγονός. Ο μόνος τρόπος για να ξεφύγουν σημαντικά από τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις θα ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες να κάνουν το πιο ακραίο και επικίνδυνο βήμα αποχώρησης από το ΝΑΤΟ – ένα βήμα που ελάχιστοι, αν όχι κανένας, από τους επικριτές της Ευρώπης προτείνουν.
Οι παράγοντες Κίνα – Ρωσία
Ωστόσο, θα ήταν απαραίτητο: κανένα άλλο μέτρο δεν θα οδηγούσε σε μεγάλες μειώσεις. Αν, για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν απλώς να μειώσουν την παρουσία τους στην Ευρώπη αλλά να παραμείνουν στο ΝΑΤΟ, θα πρέπει να διατηρήσουν επαρκείς δυνάμεις και ικανότητες για να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους στη βορειοατλαντική συμμαχία. Ο λογαριασμός για την άμυνα των ΗΠΑ δεν θα συρρικνωνόταν κατά πολύ.
Τα συμφέροντα των ΗΠΑ αποκλείουν κάθε πλήρη διαχωρισμό από την Ευρώπη. Σκεφτείτε τι θα συνέβαινε εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκατέλειπαν το ΝΑΤΟ για να επικεντρωθούν στον Ινδο-Ειρηνικό και στη συνέχεια η Ρωσία αποφάσιζε να επιτεθεί σε μια από τις χώρες της Βαλτικής ή στην Πολωνία.
Βομβαρδισμένο κτίριο στην Ουκρανία (φωτογραφία Reuters/Chingis Kondarov)
Είναι αδιανόητο ένας πρόεδρος των ΗΠΑ να μπορεί να κάθεται και να μην κάνει τίποτα καθώς η Ευρώπη θα πάλευε για τη ζωή της ενάντια σ’ έναν βάναυσο αυταρχικό ηγέτη. Μια τέτοια αδράνεια θα ήταν ιδιαίτερα απίθανη αν η Ρωσία έπαιρνε μεγάλη βοήθεια από την Κίνα, την ίδια τη δύναμη που οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είχαν θέσει ως προτεραιότητα για την αντιμετώπισή της.
Αν είναι σχεδόν βέβαιο ότι ένας ευρωπαϊκός πόλεμος θα προκαλέσει τις Ηνωμένες Πολιτείες, τότε ο καλύτερος τρόπος για να αποφευχθεί το τεράστιο κόστος και ο κίνδυνος είναι να μην κάνουν τσιγκουνιές σε καιρό ειρήνης.
Η πιο οικονομική επιλογή είναι να παραμείνουν, να ενισχύσουν τις υπάρχουσες συμμαχίες, και να αποτρέψουν εξαρχής τον πόλεμο. Επιπλέον, η αυξανόμενη εταιρική σχέση μεταξύ Ρωσίας και Κίνας σημαίνει ότι η Ευρώπη και ο Ινδο-Ειρηνικός είναι πλέον άρρηκτα συνδεδεμένοι.
Μπορεί να προκαλέσει τον πόλεμο
Οσο και αν επιθυμούν οι Ηνωμένες Πολιτείες να δώσουν προτεραιότητα στη μια περιοχή έναντι της άλλης, η υποχώρηση από την Ευρώπη θα ενδυναμώσει τη Ρωσία, τον πρωταρχικό εταίρο και σύμμαχο της Κίνας, πολύ περισσότερο όταν τροφοδοτεί τα αφηγήματα του Πεκίνου για την παρακμή των ΗΠΑ και τον θρίαμβο της απολυταρχίας.
Η πρόταση να μετακινηθούν στρατεύματα από την Ευρώπη για την ενίσχυση του Ινδο-Ειρηνικού παρερμηνεύει τις απαιτήσεις για αποτροπή. Η Κίνα είναι πολύ πιθανό να επιτεθεί στην Ταϊβάν αν απελπιστεί, πιστεύοντας ότι θα χάσει κάθε ελπίδα για ενοποίηση εάν δεν δράσει.
Σε μια τέτοια στιγμή, το Πεκίνο είναι απίθανο ν’ αποτραπεί από μέτριες πρόσθετες δυνατότητες που θα έχουν μετατοπιστεί από την Ευρώπη. Πράγματι, μια τέτοια αναδιάταξη θα μπορούσε εύκολα να πυροδοτήσει την κινεζική κλιμάκωση, σηματοδοτώντας την έναρξη μιας πιο αποφασιστικής φάσης των προσπαθειών των ΗΠΑ να «περιορίσουν» την Κίνα.
Με άλλα λόγια, η δραματική επίδειξη της αποδέσμευσης των ΗΠΑ από την Ευρώπη για την ενίσχυση της στρατιωτικής τους παρουσίας στον Ινδο-Ειρηνικό θα μπορούσε κάλλιστα να προκαλέσει πόλεμο παρά να τον αποτρέψει.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποκομίζουν επίσης διάφορα οφέλη από τη συμμετοχή τους στο ΝΑΤΟ, τα οποία συμβάλλουν άμεσα στην παγκόσμια στρατιωτική τους αποτελεσματικότητα και στον Ινδο-Ειρηνικό.
Η συνεργασία της Ουάσιγκτον με τους ευρωπαίους συμμάχους σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των συντονισμένων επιχειρήσεων άμυνας βαλλιστικών πυραύλων, ενισχύει τις δραστηριότητες των Ηνωμένων Πολιτειών για την αντιμετώπιση απειλών πέρα από την Ευρώπη.
Η συμμετοχή των ΗΠΑ σε ασκήσεις του ΝΑΤΟ — για παράδειγμα, η εκπαίδευση σε περιοχές της Αρκτικής με φινλανδικά και νορβηγικά στρατεύματα ή η εξάσκηση σε αμφίβιες επιχειρήσεις με τη Σουηδία — βελτιώνει τις δεξιότητες των δυνάμεων των ΗΠΑ.
Αξιοποίηση γνώσεων
Η σθεναρή απάντηση του ΝΑΤΟ σε άλλα είδη απειλών, συμπεριλαμβανομένων των εκστρατειών παραπληροφόρησης, έχει προσφέρει γνώσεις που αξιοποιούν οι ΗΠΑ και οι εταίροι για τις απαντήσεις αλλού μέσω ανταλλαγής πληροφοριών, κοινού σχεδιασμού και ασκήσεων, και συνδυασμένης ανάλυσης.
Οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ αναπτύσσουν επίσης δυνατότητες για κοινές πληροφορίες και στόχευση σε κοινό χώρο μάχης, μια προσπάθεια που είναι πιθανό να προσφέρει κρίσιμα διδάγματα για παρόμοιες πρωτοβουλίες στον Ινδο-Ειρηνικό.
Τέλος, το ΝΑΤΟ έχει αρχίσει να εργάζεται για την καταπολέμηση του κυβερνοπολέμου, ανακοινώνοντας μια ολοκληρωμένη πολιτική άμυνας (Comprehensive Cyber Defense Policy), σχηματίζοντας ομάδες ταχείας αντίδρασης (Cyber Rapid Reaction), και χτίζοντας ένα Κέντρο Αριστείας Κυβερνοάμυνας (Cyber Defense Center of Excellence) στην Εσθονία, για ανταλλαγή πληροφοριών, ανάπτυξη κοινών σχεδίων και κανόνων για την κυβερνοάμυνα και συμμετοχή σε κοινή εκπαίδευση και ασκήσεις.
AUKUS: Σύμπραξη Αυστραλίας – ΗΠΑ – Βρετανίας στον Ινδο-Ειρηνικό (φωτογραφία Reuters/Leah Millis)
Τα πλεονεκτήματα που προσφέρει το ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον, λοιπόν, δεν περιορίζονται στην Ευρώπη. Πράγματι, είναι ολοένα και πιο σαφές ότι, σε περίπτωση σύγκρουσης στον Ινδο-Ειρηνικό, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα καλούσαν το ΝΑΤΟ για βοήθεια.
Αν και έχει συχνά υποτεθεί ότι η συμμαχία θα ήταν θεατής σε πολέμους αλλού, μια μεγάλη σύγκρουση με την Κίνα θα αμφισβητήσει αυτές τις υποθέσεις.
Επιθέσεις κατά των ΗΠΑ
Οπως περιγράφεται από εμπειρογνώμονες άμυνας, συμπεριλαμβανομένων των Jeffrey Engstrom, Mark Cozad, και Tim Heath, το κινεζικό στρατιωτικό δόγμα απαιτεί παραλυτικά χτυπήματα κατά των στρατιωτικών, κοινωνικών, και πολιτικών συστημάτων ενός εχθρού στην αρχή του πολέμου.
Τέτοιες επιθέσεις θα μπορούσαν κάλλιστα να φτάσουν στις ηπειρωτικές Ηνωμένες Πολιτείες, κάτι που θα παρείχε τουλάχιστον θεωρητικά λόγους για τους ηγέτες του ΝΑΤΟ να επικαλεστούν το Αρθρο 5, απαιτώντας από τα άλλα μέλη της συμμαχίας να προστρέξουν σε βοήθεια της Ουάσιγκτον.
Πράγματι, υπάρχει προηγούμενο για ένα τέτοιο αίτημα: το ΝΑΤΟ επικαλέστηκε το Αρθρο 5 μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η γενική πεποίθηση ήταν – και δικαίως παραμένει – ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα είναι πρόθυμες ν’ αποφύγουν μια σύγκρουση ΗΠΑ – Κίνας.
Αυτή η επιθυμία έγινε σαφής από τη δήλωση του γάλλου προέδρου, Εμανουέλ Μακρόν, στις αρχές Απριλίου ότι η Ευρώπη δεν πρέπει να «εμπλακεί σε κρίσεις που δεν είναι δικές μας».
Αλλά ένα μαζικό χτύπημα στις δυνάμεις των ΗΠΑ ή στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί ν’ αφήσει τους ευρωπαίους ηγέτες μ’ ελάχιστες επιλογές από το να βοηθήσουν με κάποιο τρόπο.
Παρουσία στον Ινδο-Ειρηνικό
Και τα τελευταία χρόνια, οι ευρωπαίοι σύμμαχοι της Αμερικής έχουν πλησιάσει περισσότερο στην ανοιχτή υποστήριξη για τις δεσμεύσεις των ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό.
Αρκετά μέλη του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένων του Καναδά, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ολλανδίας, και του Ηνωμένου Βασιλείου, έχουν στείλει πλοία στον Ινδο-Ειρηνικό. Μόνο το 2021, υπήρξαν 21 τέτοιες αναπτύξεις.
Το ΝΑΤΟ εμβαθύνει επίσης τις θεσμικές του συνεργασίες με την Αυστραλία, την Ιαπωνία, τη Νέα Ζηλανδία, και τη Νότια Κορέα, αναγνωρίζοντας την κινεζική απειλή. Δεν προκαλούν έκπληξη όλες αυτές οι ενέργειες.
Η Γαλλία έχει εδώ και καιρό παρουσία στον Ινδο-Ειρηνικό και εξακολουθεί να διατηρεί πάνω από 7.000 στρατιώτες εκεί.
Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει επίσης ιστορικούς δεσμούς με την περιοχή και η συμμετοχή του, με την Αυστραλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, στο τριμερές σύμφωνο ασφαλείας AUKUS το έχει δεσμεύσει άμεσα με την ασφάλεια του Ινδο-Ειρηνικού.
Τα επίσημα έγγραφα στρατηγικής του ΝΑΤΟ χαρακτηρίζουν όλο και πιο ξεκάθαρα την Κίνα ως απειλή.
Αυτές οι δεσμεύσεις υφίστανται και τα μέλη του ΝΑΤΟ, με μικρότερες ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις και σοβαρές ευρωπαϊκές και μεσογειακές ευθύνες, θα μπορούσαν να στείλουν μόνο μέτριες δυνάμεις στον Ινδο-Ειρηνικό.
Κρίσιμη υποστήριξη
Ακόμη και σε περίπτωση εισβολής στην Ταϊβάν, πολλοί ευρωπαίοι σύμμαχοι ίσως κάλλιστα να επιλέξουν να περιορίσουν τη βοήθειά τους σε μη μαχητικούς ρόλους.
Αλλά μια τέτοια υποστήριξη μπορεί να είναι κρίσιμη με πολλούς τρόπους: ανταλλαγή πληροφοριών, συνεργασία στον τομέα της κυβερνοάμυνας, αύξηση της παραγωγής πυρομαχικών, παροχή υλικοτεχνικών, ιατρικών, και άλλων λειτουργιών υποστήριξης, και πιθανή ανάπτυξη συμβολικών μονάδων σε άλλες χώρες του Ινδο-Ειρηνικού.
Ναυτική δύναμη Αυστραλίας – ΗΠΑ στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας (φωτογραφία Petty Officer 3rd Class Nicholas Huynh/U.S. Navy via Reuters)
Μια τέτοια βοήθεια θα μπορούσε ν’ απαλλάξει τις Ηνωμένες Πολιτείες από άλλες ανάγκες, να καλύψει κενά και να στείλει ισχυρά μηνύματα για μια ενιαία απάντηση σε οποιαδήποτε περαιτέρω επιθετικότητα.
Ο στενός συντονισμός με την Ευρώπη είναι επίσης κρίσιμος για τις προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών ν’ αντιταχθούν στην εκστρατεία της Κίνας να κυριαρχήσει στις νόρμες, τους κανόνες, και τους θεσμούς του διεθνούς συστήματος.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να το κάνουν αυτό μόνες τους. Η ευρωπαϊκή υποστήριξη σε πολλά αναδυόμενα ζητήματα – από το κλίμα και τις απειλές στον κυβερνοχώρο έως την τεχνητή νοημοσύνη – θα είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί ότι αυτοί οι κανόνες δεν τίθενται με τρόπους που υπονομεύουν τα κοινά συμφέροντα.
Είναι αλήθεια ότι κάποιο επίπεδο συνεργασίας θα συνεχιζόταν αν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποχωρούσαν από τη συμμαχία.
Το πληγωμένο κύρος
Αλλά το πληγωμένο κύρος, τα αισθήματα εγκατάλειψης, και το πολιτικό χτύπημα που θα ξεσπούσε αν η Ουάσιγκτον θεωρείτο ότι αποκόπτεται από την Ευρώπη θα έκανε τις απογοητευμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πιο αποφασισμένες να χαράξουν μια πορεία ανεξάρτητη από τους στόχους των ΗΠΑ.
Τέλος, οι άλλοι θα παρακολουθούν οποιαδήποτε αποσύνδεση των ΗΠΑ από την Ευρώπη και θα βγάλουν τα συμπεράσματά τους.
Η Ουάσιγκτον δύσκολα θα περίμενε από τις κυβερνήσεις του Ινδο-Ειρηνικού να εμπιστευθούν ένα έθνος που θα είχε αθετήσει τις δεσμεύσεις του προς τους πιο ένθερμους συμμάχους του. Το Πεκίνο θα αμφέβαλλε αν οι Ηνωμένες Πολιτείες που είχαν εγκαταλείψει την Ευρώπη θα εκπληρώσουν πραγματικά τη δέσμευσή τους να υπερασπιστούν την Ταϊβάν.
Η πρόταση για την αποδέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών από την Ευρώπη παρερμηνεύει τη στρατηγική της τρέχουσας εποχής.
Από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν υποστηρίξει τον διεθνή ρόλο τους ως χορηγού μιας κοινής τάξης αμοιβαίου οφέλους.
Το παγκόσμιο δίκτυο φίλων και συμμάχων
Μετά από δύο δεκαετίες απειλών για το κύρος των ΗΠΑ – από το Ιράκ έως την οικονομική κρίση, το «πρώτα η Αμερική» και μέχρι το Αφγανιστάν – ο συντονισμός των απαντήσεων στη ρωσική επιθετικότητα στην Ουκρανία επιβεβαίωσε την αξία της αμερικανικής ηγεσίας.
Η απογύμνωση, ή ακόμη και η σημαντική υποβάθμιση, των ευρωπαϊκών δεσμεύσεων των Ηνωμένων Πολιτειών θα κατέστρεφε μεγάλο μέρος αυτής της συσσωρευμένης νομιμότητας.
Θα επιβεβαίωνε τη ζοφερή εικόνα που παρουσιάζουν τώρα η Κίνα και η Ρωσία για τις Ηνωμένες Πολιτείες, ότι είναι ανελέητα ιδιοτελείς και συναλλακτικές, και θα υπονόμευε σοβαρά τις επίπονες προσπάθειές τους να χτίσουν τη φήμη αυτής της σπάνιας μεγάλης δύναμης που προσφέρει κάτι στον κόσμο εκτός από καθαρή φιλοδοξία.
Το κύριο ανταγωνιστικό πλεονέκτημά τους στον ανταγωνισμό με την Κίνα είναι το κυρίαρχο παγκόσμιο δίκτυο φίλων και συμμάχων τους. Τώρα είναι η ώρα να ενισχύσουμε αυτούς τους πολυπόθητους δεσμούς στην Ευρώπη και αλλού.
- Στουρνάρας: Σε καλή πορεία η οικονομία – «Η οικονομική ανάκαμψη δεν έχει ολοκληρωθεί»
- Προαιρετικές οι συγχωνεύσεις των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης και Αποχέτευσης
- Λεσόρ: Τους ένωσε όλους
- Βραζιλία: Απαγορεύτηκε η χρήση κινητών τηλεφώνων στα σχολεία – «Βελτιώνει τις μαθητικές επιδόσεις»
- That Christmas – Το νέο χριστουγεννιάτικο anination που θα γλυκάνει τη ψυχή
- Χριστουγεννιάτικες διακοπές χωρίς τον σκύλο μας – Πώς θα του το «πούμε»