Σουδάν: Πώς η Δύση έδωσε τη δυνατότητα στους αντιμαχόμενους στρατηγούς να οδηγήσουν τη χώρα στον εμφύλιο
«Θεωρούσαμε ότι είμαστε πραγματιστές, εκ των υστέρων αποδεικνύεται ότι επρόκειτο για ψευδαίσθηση» είναι τα χαρακτηριστικά λόγια αναλυτών για τους χειρισμούς της Δύσης και τις ευθύνες της -αφού δεν τον απέτρεψε- για τον εμφύλιο στο Σουδάν
- Η Αθηνά Λινού κάνει μήνυση στον Πολάκη – Καταθέτει δεκάδες κούτες με χιλιάδες έγγραφα στην εισαγγελία
- «Σκανδαλώδη» κατά τον Μπάιντεν τα εντάλματα σύλληψης για Νετανιάχου και Γκάλαντ
- Τα ζώδια σήμερα: Αστρολογία ώρα μηδέν
- Διακόπηκε για δεύτερη φορά η δίκη των Σπαρτιατών - Δεν εμφανίστηκε ξανά ο Στίγκας
Η βία που έχει ξεσπάσει στο Σουδάν καθώς οι δύο κορυφαίοι στρατηγοί της χώρας μάχονται για την εξουσία εκτραχύνεται κάθε ώρα που περνά.
Ωστόσο, όπως αναφέρει το CNN, η σύγκρουση προετοιμαζόταν από καιρό. Τα χρόνια που πέρασαν η διεθνής κοινότητα «νομιμοποίησε» τους δύο στρατιωτικούς αντιπάλους σε πολιτικούς παράγοντες με το να τους εμπιστευτεί τη δημοκρατική μετάβαση της χώρας, παρά τα πολλά σημάδια που έδειχναν ότι δεν είχαν καμία πρόθεση να το πράξουν.
Πλέον οι δύο άνδρες που ξεκίνησαν τις καριέρες τους στα πεδία θανάτου του Νταρφούρ, έχουν στραφεί ο ένας εναντίον του άλλου διακινδυνεύοντας το διαμελισμό του Σουδάν. Μάλιστα η Αφρικανική Ένωση έχει προειδοποιήσει ότι η σύγκρουση «θα μπορούσε να κλιμακωθεί σε μία πιο γενικευμένη σύρραξη», που θα μπορούσε να διαταράξει τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή.
Ο στρατηγός Αμπντέλ Φατάχ αλ-Μπουρχάν, στρατιωτικός ηγέτης του Σουδάν και επικεφαλής του στρατού, και ο στρατηγός Μοχάμεντ Χαμντάν Νταγκάλο (ευρέως γνωστός ως Χεμεντί), αναπληρωτής της χώρας και επικεφαλής της παραστρατιωτικής ομάδας των Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης (RSF), μοιράζονταν την εξουσία από το πραξικόπημα του 2021. Αυτή η ιδιότυπη συμμαχία, που δημιουργήθηκε τότε, σήμερα μετατρέπεται σε σύγκρουση μέχρι θανάτου.
«Το γεγονός ότι ήταν τόσο ετοιμοπόλεμοι δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν»
Στις εβδομάδες που προηγήθηκαν του εμφυλίου, οι δύο στρατηγοί «φλέρταραν» με μία συμφωνία που αφορούσε κυρίως τη μεταρρύθμιση του τομέα της ασφάλειας και την ενσωμάτωση των RSF στο στρατό, συμβάλλοντας στον εκδημοκρατισμό της χώρας. Συναντήθηκαν με ξένους μεσολαβητές και παρείχαν δεσμεύσεις για την παράδοση της εξουσίας.
«Το γεγονός ότι αυτές οι δυνάμεις ήταν ετοιμοπόλεμες και σε ετοιμότητα για να φτάσουν σε αυτό το επίπεδο βίας τόσο γρήγορα δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει κανέναν», δήλωσε ο Κάμερον Χάντσον, πρώην αναλυτής της CIA και πλέον ειδικός σε θέματα Αφρικής στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών.
Λάθος υπολογισμοί από τις ξένες κυβερνήσεις
Ακόμα προσέθεσε ότι οι ξένες δυνάμεις που συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις, δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βρετανία, καθώς και τα Ηνωμένα Έθνη και οι αφρικανικές και αραβικές κυβερνήσεις, είχαν μία σοβαρή λάθος κρίση, όταν πίστεψαν ότι οι δύο στρατηγοί ήταν πρόθυμοι για την επίτευξη μιας συμφωνίας.
Ο Χάντσον, ο οποίος υπηρέτησε ως επικεφαλής του επιτελείου των διαδοχικών ειδικών απεσταλμένων των ΗΠΑ για το Σουδάν κατά τη διάρκεια της απόσχισης του Νοτίου Σουδάν και της γενοκτονίας στο Νταρφούρ, δήλωσε: «Όσοι από εμάς παρακολουθούμε την εξέλιξη της υπόθεσης από το εξωτερικό και σίγουρα όσοι από εμάς έχουν ιστορικό στις συναλλαγές και στις διαπραγματεύσεις με τις σουδανικές ένοπλες δυνάμεις ή τις RSF γνωρίζουν ότι αυτοί οι τύποι έχουν ένα πολύ μακρύ ιστορικό στο να λένε το ένα πράγμα και να κάνουν το άλλο».
Οι στρατηγοί ισχυρίζονται ότι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να πάρουν τα όπλα ο ένας εναντίον του άλλου, ρίχνοντας βροχή από όλμους και βλήματα πυροβολικού στο Χαρτούμ και οργανώνοντας μάχες με πυροβόλα όπλα σε πλούσιες γειτονιές του κέντρου της πόλης. Καθώς η σύγκρουση παρατείνεται για δεύτερη εβδομάδα, και εξαπλώνεται σε ολόκληρη τη χώρα, ξένες κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είχαν εμπλακεί στην τεταμένη ειρηνευτική διαδικασία, αποσύρουν τους πολίτες τους, ενώ πολλοί Σουδανοί παραμένουν παγιδευμένοι στα σπίτια τους χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, τρόφιμα ή νερό και αναζητώντας απεγνωσμένα έναν τρόπο διαφυγής. Περισσότεροι από 400 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί και χιλιάδες έχουν τραυματιστεί κατά τη διάρκεια των μαχών.
Αλληλοκατηγορίες μεταξύ των στρατηγών
Μέσα σε λίγες ώρες από την έναρξη των επιθέσεων στις 15 Απριλίου, ο Χεμεντί έδωσε συνέντευξη στο τηλεοπτικό δίκτυο Al Jazeera TV, βάλλοντας κατά του συνοδοιπόρου του που έγινε αντίπαλός του, χαρακτηρίζοντας τον Μπουρχάν «εγκληματία» που «κατέστρεψε το Σουδάν» και απειλώντας τον με σύλληψη. «Ξέρουμε πού κρύβεσαι, θα σε βρούμε και θα σε παραδώσουμε στη Δικαιοσύνη, αλλιώς θα πεθάνεις όπως κάθε άλλο σκυλί», είπε, πριν ισχυριστεί ότι η RSF εκτελούσε υπό την «κυριαρχία του λαού».
Όταν το CNN εντόπισε τον Μπουρχάν αυτός απάντησε πως ο Χεμέντι είχε κάνει «ανταρσία» και εάν τον πιάσει θα τον παραδώσει στη Δικαιοσύνη για δίκη. «Αυτή είναι μία απόπειρα πραξικοπήματος και επανάστασης κατά του κράτους», είπε χαρακτηριστικά.
«Είναι μία μάχη μεταξύ δύο συνεταίρων σε ένα έγκλημα»
Η ανταλλαγή πυρών ανάμεσα στις δύο πλευρές υπογραμμίζει πόσο μικρή πρόοδος έχει σημειωθεί από το 2019, όταν μια λαϊκή εξέγερση οδήγησε στην απομάκρυνση του επί μακρόν δικτάτορα του Σουδάν, προέδρου Ομάρ αλ Μπασίρ. Τέσσερα χρόνια μετά, έχει αντικατασταθεί από δύο στρατιωτικούς ηγέτες που ανέβηκαν στην ιεραρχία υπό τη διεφθαρμένη και βάναυση 30ετή διακυβέρνησή του και οι οποίοι τώρα μάχονται μεταξύ τους για το ποιος θα επικρατήσει.
«Είναι μία μάχη μεταξύ δύο συνεταίρων σε ένα έγκλημα, το πραξικόπημα της 25ης Οκτωβρίου 2021, για τα λάφυρα του εγκλήματός τους. Πρόκειται για έναν πόλεμο μεταξύ δύο κακών που και οι δύο δεν έχουν το συμφέρον αυτής της χώρας στην καρδιά τους», ανέφερε σε πρόσφατη ανάρτηση στο ιστολόγιό του, ο Αμγκάντ Φαρέιντ, πρώην σύμβουλος του πρωθυπουργού Αμπντάλα Χαμντόκ που ανετράπη.
Πρόσθεσε ότι η διεθνής κοινότητα συνέβαλε στη δημιουργία της σημερινής κατάστασης που εκτυλίσσεται στο Σουδάν, συνεχίζοντας να πιέζει για τον σχηματισμό κυβέρνησης με οποιοδήποτε κόστος και προσδίδοντας νομιμοποίηση στους Χεμεντί και Μπουρχάν ως πολιτικούς παράγοντες, ακόμη και όταν προσπαθούσαν να ματαιώσουν τη διαδικασία και να αποφύγουν τις πραγματικές μεταρρυθμίσεις.
«Η ηγεσία του στρατού δεν ήταν ικανοποιημένη με το κάλεσμα στη διαδικασία μεταρρύθμισης στον τομέα της ασφάλειας αλλά ούτε και ο Χεμεντί ήταν. Στις ανακοινώσεις τους υποστήριζαν την πολιτική μετάβαση και τη μεταμόρφωση του Σουδάν. Ο Χεμεντί χρησιμοποίησε αυτές τις συζητήσεις ως ένα αιματοβαμμένο πουκάμισο για να διατηρήσει την επιρροή του στις ένοπλες δυνάμεις για μελλοντική χρήση», είπε ακόμα ο Φαρέιντ.
Το Νταρφούρ και οι «έφιπποι διάβολοι»
Προερχόμενος από τη νομαδική φυλή Mahariya Rizeigat, η οποία ζει από τις καμήλες στο Νταρφούρ, ο Χεμεντί ξεκίνησε ως διοικητής των Janjaweed, μίας πολιτοφυλακής γνωστής με το προσωνύμιο «έφιπποι διάβολοι» που αποτελούνταν στην πλειοψηφία της από Αραβο-σουδανικές φυλές και είχε σχεδιαστεί για να πολεμήσει επαναστάτες του Νταφούρ που είχαν πάρει τα όπλα κατά της κυβέρνησης και δεν ήταν Άραβες. Αυτές οι δυνάμεις κατηγορήθηκαν για κάποιες από τις πιο τρομερές φρικαλεότητες που συνέβησαν στο Ντερφούρ, συμπεριλαμβανομένων βασανισμών, εξωδικαστικών θανάτων και μαζικών βιασμών σύμφωνα με το Human Rights Watch. Η σύγκρουση ξεκίνησε το 2003 και εκτόπισε εκατομμύρια πολίτες, αφήνοντας πίσω της 300.000 νεκρούς.
Σε μία συνέντευξη που είχε δώσει το 2008 από μία περιοχή με θαμνώδη βλάστηση στο νότιο Ντραφούρ ο Χεμεντί φορώντας ένα τουρμπάνι γύρω από το πρόσωπό του είχε πει στο CNN, ότι προσωπικά ο Μπασίρ του είχε ζητήσει να ηγηθεί της εκστρατείας για την κατάπνιξη της ανταρσίας, ωστόσο ο ίδιος είχε αρνηθεί οποιαδήποτε εμπλοκή σε επιθέσεις σε πολίτες και ισχυρίστηκε πως είχε απορρίψει κυβερνητικές εντολές για κάτι τέτοιο. Σε αντίθεση με τον πρώην δικτάτορα του Σουδάν ο Χεμεντί δεν αντιμετωπίζει κατηγορίες από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.
Πάντως με τη βαναυσότητα που επέδειξε στο πεδίο των μαχών κέρδισε την εμπιστοσύνη του Μπασίρ, ο οποίος σύμφωνα με κάποιες αναφορές τον αποκαλούσε «Hamayti» (ο προστάτής μου). Πάντως και υπό το πρίσμα της διεθνούς κατακραυγής λόγω των ενεργειών της Janjaweed στο Ντραφούρ, ο Μπασίρ τους επισημοποίησε σε Μονάδες Πληροφοριών Συνόρων. Το 2013 δημιούργησε τις Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης (RSF) και με προεδρικό διάταγμα τοποθέτησε τον Χαμεντί επικεφαλής, αυξάνοντας τη στήριξη σε μία παραστρατιωτική ομάδα, ως φρουρά πραιτωριανών.
Εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία τους για να βγουν μπροστά
Όταν δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές υπέρ της δημοκρατίας κατέκλεισαν τους δρόμους του Χαρτούμ στις αρχές του 2019 ο Μπασίρ έδωσε εντολή στις ένοπλες δυνάμεις του Μπουρχάν και στις παραστρατιωτικές μονάδες του Χεμεντί να συνθλίψουν τις διαδηλώσεις, ωστόσο οι δυο τους βρήκαν την ευκαιρία να ανατρέψουν τον Μπασίρ και ενώθηκαν με τις δυνάμεις που του εναντιώθηκαν.
Αιματηρή καταστολή από το RSF
Δύο μόλις μήνες αργότερα, όταν νεαροί διαδηλωτές πραγματοποίησαν ειρηνική καθιστική διαμαρτυρία μπροστά από το αρχηγείο του στρατού ζητώντας την ταχεία μετάβαση σε πολιτική διακυβέρνηση, οι δυνάμεις του Χεμεντί προχώρησαν σε αιματηρή καταστολή. Σε μια τραγωδία που άφησε τουλάχιστον 118 νεκρούς, η RSF φέρεται να έκαψε σκηνές, να βίασε γυναίκες διαδηλώτριες και να πέταξε πτώματα στον ποταμό Νείλο. Αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι κάποιοι φώναζαν: «Συνηθίζατε να φωνάζετε ότι όλη η χώρα είναι το Νταρφούρ. Τώρα εμείς φέραμε το Νταρφούρ σε εσάς, στο Χαρτούμ».
Ο Χεμέντι αρνήθηκε ότι εμπλέκεται στη βία και οι κυρώσεις που ζητήθηκαν από ορισμένα μέλη του Κογκρέσου των ΗΠΑ με στόχο τα οικονομικά του συμφέροντα που δεν τέθηκαν ποτέ σε ισχύ. Αργότερα το ίδιο καλοκαίρι, διορίστηκε αναπληρωτής επικεφαλής του Μεταβατικού Κυρίαρχου Συμβουλίου που κυβέρνησε το Σουδάν σε συνεργασία με την πολιτική ηγεσία. Ο Μπουρχάν διορίστηκε επικεφαλής του.
«Έχουν αναλάβει δεσμεύσεις μόνο και μόνο για να τις αθετήσουν στη συνέχεια»
Το κοινό αίσθημα ατιμωρησίας των στρατηγών υπογραμμίστηκε τον Οκτώβριο του 2021, όταν πραγματοποίησαν πραξικόπημα, συλλαμβάνοντας τον Χαμντόκ και το υπουργικό του συμβούλιο. Ο Τζέφρι Φέλτμαν, ο οποίος ήταν τότε ο πρώτος ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ για το Κέρας της Αφρικής, δήλωσε ότι η σειρά των γεγονότων προκάλεσε σοκ. Μόλις πέντε ώρες νωρίτερα, ο ίδιος και η ομάδα του είχαν συναντηθεί με τον πρωθυπουργό, καθώς και με τους Χεμεντί και Μπουρχάν, οι οποίοι δήλωσαν ότι θα συμφωνούσαν σε ένα σχέδιο ανανέωσης της σχέσης μεταξύ πολιτών και στρατού.
«Οι ενέργειές τους έδειξαν ότι δεν είχαν ποτέ την πρόθεση να ανταποδώσουν. Έκτοτε, η ιστορία επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά: Οι ηγεσίες της SAF και της RSF έχουν αναλάβει δεσμεύσεις μόνο και μόνο για να τις αθετήσουν στη συνέχεια», ανέφερε ο Φέλτμαν σε πρόσφατο άρθρο του στην Washington Post.
Το κατά πόσον η συμφωνία-πλαίσιο για τη δημιουργία μιας πολιτικής κυβέρνησης στις αρχές Απριλίου θα ήταν αξιόπιστη – είτε για τα κινήματα διαμαρτυρίας του Σουδάν είτε για το λαό του – είναι ένα ανοιχτό ερώτημα. Αυτό όμως που είναι σαφές, είναι ότι η διεθνής κοινότητα έκανε λάθος που εμπιστεύτηκε και πίστεψε ότι ο Μπουρχάν και ο Χεμεντί ενδιαφέρονται για μεταρρυθμίσεις, δήλωσε ο Φέλτμαν.
«Διευκολύναμε τους δύο πολέμαρχους»
«Αποφύγαμε την επιβολή συνεπειών για τις επανειλημμένες πράξεις ατιμωρησίας, που διαφορετικά θα μπορούσαν να είχαν αναγκάσει σε αλλαγή του υπολογισμού. Αντ’ αυτού, αντανακλαστικά κατευνάσαμε και διευκολύναμε τους δύο πολέμαρχους. Θεωρούσαμε τους εαυτούς μας πραγματιστές. Η εκ των υστέρων σκέψη δείχνει ότι ο ευσεβής πόθος είναι μια πιο ακριβής περιγραφή».
Η βία προκάλεσε αλληλοκατηγορίες και ενδοιασμούς στην Ουάσιγκτον, με τον γερουσιαστή Τζιμ Ρισκ, τον κορυφαίο Ρεπουμπλικανό στην Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, να κατηγορεί την κυβέρνηση Μπάιντεν ότι απέτυχε να θέσει τον στρατό του Σουδάν προ των ευθυνών του για τις καταχρήσεις του.
«Τα γεγονότα των τελευταίων ημέρων στο Σουδάν όπως και του 2019 και του 2021, αντανακλούν ένα καθαρό μοτίβο συμπεριφοράς στο οποίο ισχυροί άνδρες προσπαθούν να κυβερνήσουν τη χώρα μέσω βίας. Δυστυχώς, η διεθνής κοινότητα και οι περιφερειακοί παράγοντες απέτυχαν ξανά να εκμεταλλευτούν τις καταστάσεις με το να εμπιστευτούν τη χούντα των στρατηγών Μπουρχάν και Χεμεντί όταν τους είπαν ότι θα παραδώσουν την εξουσία στους πολίτες», ανέφερε ο Ρισκ σε μία ανακοίνωση με την οποία ζητούσε από την κυβέρνηση Μπάιντεν κυρώσεις στους στρατηγούς.
Ο Χεμεντί αύξησε σημαντικά τη δύναμή του
Στα χρόνια μετά την επανάσταση του Σουδάν η δύναμη του RSF αυξήθηκε ταχύτατα με δεκάδες χιλιάδες άτομα και η επιρροή του Χεμεντί διευρύνθηκε σημαντικά τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Έχει αναπτύξει τις δυνάμεις του στην Υεμένη στον συνασπισμό υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας. Επίσης έχει συγκεντρώσει μεγάλο μέρος προσωπικού πλούτου έχοντας υπό την κατοχή του ορυχεία χρυσού στο Νταρφούρ και συνεργαζόμενος με τους Ρώσους. Σύμφωνα με τον ειδικό σε θέματα του Σουδάν Άλεξ ντε Γουαάλ από το 2019 ο Χεμεντί έχει γίνει το πρόσωπο του «παζαριού βίας και πολιτικής» της χώρας, δημιουργώντας μία παραστρατιωτική δύναμη που είναι πιο ισχυρή από τον στρατό.
«Τα τελευταία χρόνια, έχουμε παρακολουθήσει τον Χεμεντί να προσπαθεί αναδημιουργήσει τον εαυτό του με εκστρατείες δημοσίων σχέσεων και μέσω προφίλ στα κοινωνικά δίκτυα. Έχει αυτό το αιματηρό παρελθόν, αλλά δεν έχει κάποιο σημάδι στο ιστορικό του», είπε ο Χάντσον σύμφωνα με τον οποίο, οι ΗΠΑ έπρεπε να έχουν επιβάλλει κυρώσεις τόσο στον Χεμεντί όσο και στο RSF μετά τη βίαιη καταστολή τον Ιούνιο του 2019.
Έπρεπε να έχουν επιβληθεί κυρώσεις και στους δύο
Ακόμα προσέθεσε πως οι ΗΠΑ έπρεπε να έχουν επιβάλλει επίσης κυρώσεις και στον Μπουρχάν μετά το πραξικόπημα. Αντίθετα τόσο ο Μπουρχάν όσο και ο Χεμεντί είχαν τη δυνατότητα να εμφανίσουν τους εαυτούς τους ως εταίρους των πολιτικών κομμάτων του Σουδάν και να καλλιεργήσουν μία εικόνα αξιόπιστων πολιτικών παικτών.
«Υπήρξαν δύο ευκαιρίες για να βγάλουμε αυτούς τους δύο τύπους από την πολιτική σκήνη. Δεν τις αρπάξαμε. Αυτά ήταν τα δύο λάθη μας», είπε ο Χάντσον εξηγώντας πως το τρίτο ήρθε εντός της συμφωνίας πολιτικού πλαισίου πέρυσι όταν τους δόθηκε τη δυνατότητα να σταθούν ως ίσοι με τους πολίτες.
«Με το να μην τους τιμωρούμε, τους έχουμε ντε φάκτο νομιμοποιήσει και τους έχουμε κάνει πολιτικούς παράγοντες που δεν θα έπρεπε να είναι», κατέληξε.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις