Γιάννης Ρίτσος: Γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1909 στη Μονεμβασιά
Ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής με το πολύπλευρο έργο προτάθηκε το 1975 για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1909 και οι γονείς του ονομάζονταν Ελευθέριος και Ελευθερία. Μεγάλωσε στη Λακωνία και στην ηλικία των 12 ετών έχασε τη μητέρα και τον αδερφό του από φυματίωση.
Έφυγε από τη ζωή στις 11 Νοεμβρίου 1990, αφήνοντας πίσω του 50 ανέκδοτες ποιητικές συλλογές. Το κύριο σώμα του έργου του συγκροτούν πάνω από 100 ποιητικές συλλογές, 9 πεζογραφήματα και 4 θεατρικά έργα. Οι μελέτες για ομοτέχνους του, οι πολυάριθμες μεταφράσεις και χρονογραφήματα, καθώς και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν την εικόνα του.
Το ποίημα ξεπηδάει από μιαν ανάγκη να αποδοθεί η σιωπή
Την αντίληψή του για την ποίηση, παραθέτει ο Γιάννης Ρίτσος στο παρακάτω απόσπασμα από συνέντευξή του στο περιοδικό «Η λέξη» το 1981:
«Είναι λάθος να χωρίζουμε την ποίηση σε κατηγορίες. Η ποίηση είναι απέραντη σαν τη ζωή, ένα διαρκές γίγνεσθαι. Στο χώρο της δεν υπάρχουν όρια, δεν υπάρχουν απαγορεύσεις. Σε μια ομιλία του ο Ελυάρ είχε πει ότι, ενώ παλιότερα πίστευε πως υπάρχουν λέξεις απαγορευμένες για την ποίηση, αργότερα πείστηκε πως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Μέσα και πάνω στις λέξεις του ποιητή αποτυπώνονται πολιτιστικές μνήμες αιώνων, αποθησαυρίζεται η παγκόσμια ιστορία.
Το ποίημα ξεπηδάει από μιαν ανάγκη να αποδοθεί η σιωπή, από μιαν εντολή της ανθρώπινης προϊστορίας, ιστορίας και μεθιστορίας. Με εντολή που δίνεται στον ποιητή άθελά του κι εκφράζεται μέσα από αυτόν. Γράφοντας ποίηση κάνει, χωρίς να το ξέρει, μια μάχη, σώμα με σώμα, με το θάνατο. Κι όταν λέμε θάνατο δεν εννοούμε μόνο τον φυσικό, αλλά και όλες τις μορφές κοινωνικού θανάτου. Η καταπίεση, η σκλαβιά, οι επιθυμίες που δεν εκπληρώνονται, όλα αυτά είναι μια καθημερινή εκτέλεση, ένας θάνατος. Κι όσο θα υπάρχει θάνατος, θα υπάρχει και αντίσταση στο θάνατο. Μια αναμέτρηση μ’ αυτή τη μορφή θανάτου είναι η πολιτική ποίηση (τουλάχιστον η δική μου πολιτική ποίηση), μια μάχη για να φτάσουμε στο «αταξικό γαλάζιο», όπως γράφω σε ένα ποίημά μου για τον Νερούντα…».
Τα πρώτα βήματα στην τέχνη
Μόλις 16 χρόνων το 1925 έπιασε στην Αθήνα την πρώτη του δουλειά: «αντιγραφέας» της Εθνικής Τράπεζας. Ακολουθούν πέντε σκληρά χρόνια που σημαδεύονται από την οικονομική καταστροφή του εύπορου ως τότε πατέρα του, αλλά και της προσβολής και του ίδιου του Ρίτσου από φυματίωση.
Το 1930 ο Ρίτσος εργάζεται ως ηθοποιός και σκηνοθέτης στην Εργατική Λέσχη, αφού νιώθει την ανάγκη να εκφραστεί με κάθε μορφης τέχνης.
Ο «Επιτάφιός» του το 1936 γίνεται ανάρπαστος ξεπερνώντας τις 10.000 πωλήσεις, ενώ το 1937 ο Ρίτσος γράφει ακόμα ένα μνημειώδες έργο, «Το τραγούδι της αδέλφής μου» με το οποίο κέρδισε την αναγνώριση του Κωστή Παλαμά.
Ο Θεοδωράκης και ο Μπιθικώτσης
Το 1966 η «Ρωμιοσύνη», όπως πριν λίγα χρόνια και ο «Επιτάφιος», μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη και τραγουδήθηκε μοναδικά από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ο Μίκης Θεοδωράκης αναφέρεται στη συναυλία της Ρωμιοσύνης το 1966 στο γήπεδο της ΑΕΚ, στη Νέα Φιλαδέλφεια:
«Το καλοκαίρι του ’66 (σ.σ. λίγους μήνες πριν τη Χούντα του ’67) αποφασίσαμε να κάνουμε το μεγάλο άλμα: Συναυλία σε γήπεδο, μιας και δεν μας χωρούσαν πια οι κλειστές αίθουσες. Διαλέξαμε την ΑΕΚ στη Ν. Φιλαδέλφεια. Ήταν η πρώτη Λαϊκή Συναυλία σε ανοιχτό χώρο. Περάσαμε με το αυτοκίνητο και πήραμε απ’ το σπίτι τους το Γιάννη και τη Φιλίτσα. Μπροστά στο γήπεδο, καθισμένοι στα καφενεία οι ηλικιωμένοι άντρες και γυναίκες, όλοι τους αντιστασιακοί, περίμεναν να μπουν πρώτοι. (…)
Εκατοντάδες με στολές γύρω-γύρω, σαν μπαμπούλες, για να φοβίζουν. Άλλες εκατοντάδες χαφιέδες, για να αναγνωρίζουν και να τρομοκρατούν. (…)»
Ο Επιτάφιος και η πηγή έμπνευσης του
Από το 1930 ήδη έγραφε ποιήματα καρυωτακικής διάθεσης, που περιλήφθηκαν στις συλλογές Τρακτέρ (1934) και Πυραμίδες (1935). Το 1934 έγινε μέλος του ΚΚΕ και συνεργάστηκε με την εφημερίδα Ριζοσπάστης με το ψευδώνυμο Γ. Σοστίρ, από αναγραμματισμό του ονόματός του. (Χρησιμοποίησε επίσης τα ψευδώνυμα Πέτρος Βελιώτης, Κώστας Ελευθερίου.)
Τον Μάιο του 1936συγκλονισμένος από τις αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των καπνεργατών απεργών και των κρατικών δυνάμεων καταστολής στη Θεσσαλονίκη, έγραψε τον Επιτάφιο, ποίημα σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο και με έντονα στοιχεία του δημοτικού τραγουδιού στη γλώσσα και το ύφος, ένα μέρος του οποίου δημοσιεύθηκε αμέσως στον Ριζοσπάστη με τίτλο «Μοιρολόι». Ολόκληρο το έργο κυκλοφόρησε σε 10.000 αντίτυπα, που, μέχρι την κατάσχεσή τους τον Αύγουστο από το διδακτορικό καθεστώς του Μεταξά, είχαν σχεδόν εξαντληθεί.
Ο Επιτάφιος έκλεισε την πρώτη περίοδο της δημιουργίας του ποιητή, ο οποίος ήδη από το 1935 είχε στραφεί στον ελεύθερο στίχο.
Το τραγούδι της αδελφής μου
Με τη δημοσίευση (1937) του έργου του Το τραγούδι της αδελφής μου, ελεγείας για την αδερφή του Λούλα που ασθενούσε από ψυχική νόσο, εμφανίστηκε ως λυρικός ποιητής με προσωπικό ύφος και απέσπασε την αναγνώριση του τότε πατριάρχη των ελληνικών γραμμάτων Κωστή Παλαμά, ο οποίος, πολύ ενθαρρυντικός, τον χαιρέτισε έμμετρα:
«Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις». Ως το 1943, με συνεχείς οικογενειακές περιπέτειες (ο πατέρας του πέθανε στο ψυχιατρείο το 1938) και συνεχή την απειλή της φυματίωσης, εργαζόταν ως ηθοποιός και χορευτής στο Εθνικό Θέατρο και στην Εθνική Λυρική Σκηνή και έγραφε λυρικά ποιήματα με θέματα τον έρωτα, το ταξίδι, τη νοσταλγία της παιδικής ηλικίας, την ομορφιά.
Η περιπέτεια της Αριστεράς
Το 1945, μετά τα Δεκεμβριανά, όντας ήδη οργανωμένος στο ΕΑΜ, συνεργάστηκε με το Λαϊκό Θέατρο Μακεδονίας και επέστρεψε στην Αθήνα μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Από το 1948 ως το 1952 έζησε την περιπέτεια της Αριστεράς (εξορίστηκε στη Λήμνο, τη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη). Η περίοδος όμως που ακολούθησε ήταν πολύ γόνιμη και δημιουργική.
Το 1956 τύπωσε τη Σονάτα του σεληνόφωτος, για την οποία τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο ποίησης. Παράλληλα, οι πολιτικές διεργασίες στην τότε Σοβιετική Ένωση (διαδικασία απαλλαγής από τη σταλινική ιδεολογία) και στην Ελλάδα (καθαίρεση του Γραμματέα του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη) επέδρασαν στην ποιητική του, ο οποίος ήταν στέλεχος της ΕΔΑ.
Το 1960 κυκλοφόρησε η μελοποίηση του Επιτάφιου από τον Μίκη Θεοδωράκη. Το 1962 ταξίδεψε στην κομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη και το 1966 στην Κούβα. Την ίδια χρονιά τυπώθηκε αυτοτελώς η Ρωμιοσύνη (α’ δημοσ. 1954 στη συλλ. Αγρύπνια), η οποία παράλληλα μελοποιήθηκε από τον Θεοδωράκη. Ο ποιητής γνωρίζει μεγάλη δημοτικότητα.
Η εξορία
Το 1967 συνελήφθη και πάλι από την απριλιανή δικτατορία και εξορίστηκε στη Γυάρο και μετά στη Λέρο. Με την κινητοποίηση Ευρωπαίων διανοουμένων, με επικεφαλής τον Aragon, αλλά και εξαιτίας της ασθένειάς του, αφού χειρουργήθηκε στο αντικαρκινικό νοσοκομείο, παρέμεινε στο Καρλόβασι της Σάμου σε κατ’ οίκον περιορισμό μέχρι το 1970. Το 1973 εξέδωσε το έργο Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, που την ίδια χρονιά μελοποίησε ο Μ. Θεοδωράκης, για να παρουσιαστεί σε συναυλίες στο εξωτερικό.
Οι περιπέτειες με την υγεία του, καθώς και οι πολιτικές του περιπέτειες, συνεχίζονταν. Είχε όμως πλέον παγκόσμια αναγνώριση.
Μετά τη Μεταπολίτευση η καθιέρωση του Ρίτσου. συνοδεύτηκε από πλήθος τιμητικών εκδηλώσεων προς το πρόσωπό του, στην Ελλάδα και το εξωτερικό: προτάθηκε για το Βραβείο Νόμπελ (1975), του απονεμήθηκε το Βραβείο Λένιν για την ειρήνη (1977), ανακηρύχθηκε «Ποιητής Διεθνούς Ειρήνης» από τον ΟΗΕ (1986), τιμήθηκε με το μετάλλιο «Joliot-Curie», την ανώτατη διάκριση του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης (1990) κ.ά. Αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας των πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης (1975), Μπέρμιγχαμ (1978), Karl Marx Λιψίας (1984), Αθηνών (1987). Παρά την επισφαλή του υγεία, ήταν ως το τέλος της ζωής του δημιουργικός και δραστήριος.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις