Η υπονόμευση της συνεργασίας
Αν ένα κόμμα από μόνο του δεν φθάνει, θα πρέπει να αναζητήσει στήριξη -κοινοβουλευτική σίγουρα, κυβερνητική πιθανώς - τουλάχιστον από ένα ακόμη - έτσι, όμως, όπως πάνε, μέχρι στιγμής, τα πράγματα, η στήριξη σχεδόν δεν μπορεί να έρθει από πουθενά
Το χαρακτηριστικό, συγχρόνως και το παράδοξο, της πρώτης φάσης της εκλογικής περιόδου είναι, κατά τη γνώμη μου, το ακόλουθο: ενώ όλα τα δεδομένα – το εκλογικό σύστημα, η πολιτική συγκυρία, ιδίως μετά τα Τέμπη, οι ανάγκες της χώρας – ωθούν σε συγκλίσεις ενόψει μιας πιθανής κυβέρνησης συνεργασίας, τα κόμματα κάνουν τα πάντα – ή δείχνουν ότι κάνουν τα πάντα – για να καταστήσουν από εξαιρετικά δυσχερές έως αδύνατο αυτό το ενδεχόμενο. Ομως έτσι χαμένος δεν είναι μόνο ο δημόσιος διάλογος σήμερα, αλλά και οι δημοκρατικές προοπτικές για την επόμενη μέρα.
Από θεσμική άποψη, θεωρώ ότι οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα μιας κυβέρνησης συνεργασίας όχι ως κάποιο θέσφατο ή ανάγκη, αλλά ως απόρροια του εκλογικού συστήματος και της έκφρασης της λαϊκής βούλησης. Η απλή αναλογική στις πρώτες εκλογές και η ενισχυμένη – αλλά με το πολύ 30 έδρες «μπόνους», ενώ στις τελευταίες εκλογές το πρώτο κόμμα λάμβανε ακατέβατες 50 – στις δεύτερες, εφόσον χρειαστούν, είναι πολύ πιθανό να μη δώσουν την απόλυτη πλειοψηφία σε κανένα κόμμα, αφού θα χρειαζόταν ποσοστό περίπου 48% στις πρώτες εκλογές και κοντά στο 38% στις δεύτερες.
Αν ένα κόμμα από μόνο του δεν φθάνει, θα πρέπει να αναζητήσει στήριξη -κοινοβουλευτική σίγουρα, κυβερνητική πιθανώς – τουλάχιστον από ένα ακόμη – έτσι, όμως, όπως πάνε, μέχρι στιγμής, τα πράγματα, η στήριξη σχεδόν δεν μπορεί να έρθει από πουθενά. Το κυβερνητικό κόμμα οικοδομεί τη στρατηγική του πάνω στο θεσμικά έωλο και πολιτικά ριψοκίνδυνο τρίπτυχο αναζήτηση αυτοδυναμίας από τις πρώτες εκλογές-προσωποποίηση της μάχης (εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ)-άρνηση συζήτησης με τον κατεξοχήν δυνητικό εταίρο (το ΠΑΣΟΚ). Η αξιωματική αντιπολίτευση δολιχοδρομεί ανάμεσα στα επίσης αστήρικτα κι ακόμα πιο ακατανόητα ιδεολογήματα της «κυβέρνησης ηττημένων» (από τη στιγμή που θα μπορέσει να σχηματιστεί κυβέρνηση, οι μετέχοντες σε αυτήν δεν θα είναι ηττημένοι αλλά νικητές) και της «προοδευτικής συμμαχίας» (χωρίς να έχει υπάρξει καμία προσπάθεια να τεθούν οποιεσδήποτε βάσεις για δημιουργία της). Το κρίσιμο για τη συγκρότηση κάθε κυβέρνησης συνεργασίας ΠΑΣΟΚ θέτει σε πρώτο πλάνο τη διαφοροποίηση από τους δυο διεκδικητές της εξουσίας.
Είναι μια επιλογή που στηρίζεται στη λογική του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και συσπειρώνει το κοινό του, αλλά δυσκολεύει κάθε μετεκλογική συνεννόηση: ιδίως ο «όρος» περί «τρίτου προσώπου ως Πρωθυπουργού» μόνο ως ξεκίνημα και όχι ως κατάληξη της συζήτησης μπορεί να νοηθεί. Οποια δε «μικρότερα» κόμματα θα μπορούσαν να παίξουν τον ρόλο του εταίρου, φρόντισαν ήδη να αυτό-αποκλειστούν, η μεν Ελληνική Λύση με τον λούμπεν και αποκαλυπτικό αντιδημοκρατικότητας εσωτερικό σπαραγμό, η δε Μέρα25 με την ανάσυρση του φάσματος εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Αλλά και από ευρύτερα πολιτική άποψη θεωρώ ότι η υπονόμευση είναι μια άφρων επιλογή: η συνεργασία θα μπορούσε, τόσο σε σχέση με το κυβερνητικό πρόγραμμα όσο και στην άσκηση της εξουσίας, να πλουτίσει και να εκδημοκρατίσει το πολίτευμα. Οπως δείχνει με τρόπο εμπεριστατωμένο και πειστικό ένα πρόσφατο ειδικό βιβλίο («Κυβερνήσεις συνασπισμού και προγραμματικές συμφωνίες», επιμ. Χ. Ανθόπουλου, με τη συμμετοχή και των Χ. Ακριβοπούλου, Ν. Γαρυπίδη, Γ. Ζώη, Π. Κολιοστάση, Β. Περγαντή), οι κυβερνήσεις συνεργασίας δεν είναι ούτε σπάνιες – διεθνώς, αλλά και στην Ελλάδα – ούτε θεσμικά «παράδοξες», ούτε δημοσιονομικά πιο σπάταλες, ενώ, αντίθετα, είναι συχνά πιο τολμηρές και μεταρρυθμιστικές.
Κόβοντάς τους, για λόγους εκλογικής σκοπιμότητας και ανέλεγκτης τοξικότητας, τον δρόμο, ρισκάρουμε ακόμα κρισιμότερα από την κυβερνησιμότητα δημοκρατικά αγαθά.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις