Ευάγγελος Παπανούτσος: Το «ίσως», το «πιθανόν» και το «ενδέχεται»
Στις επάλξεις του αγώνα για την πνευματική εξύψωση και την ηθική αναμόρφωση των Ελληνίδων και των Ελλήνων
Στις 2 Μαΐου 1982 απεβίωσε, σε ηλικία 82 ετών, ο Ευάγγελος Παπανούτσος, εξέχων παιδαγωγός, φιλόσοφος και δοκιμιογράφος του 20ού αιώνα.
Ο Παπανούτσος, που καταγόταν από την Αροανία (Σοποτό) Καλαβρύτων, σπούδασε Θεολογία, Φιλολογία, Φιλοσοφία και Παιδαγωγικά στα Πανεπιστήμια Αθηνών, Βερολίνου, Τυβίγγης (Τύμπινγκεν) και Παρισίων. Αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Τυβίγγης.
Διακόνησε το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα από διάφορες θέσεις, αρχής γενομένης από τη δεκαετία του ’20. Αφού υπηρέτησε επί μακρόν στο Αβερώφειο Γυμνάσιο της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου, ανέλαβε, τη δεκαετία του ’30 πλέον, διευθυντικά καθήκοντα στο Διδασκαλείο της Μυτιλήνης. Στη συνέχεια, έως το 1944, διηύθυνε τις Παιδαγωγικές Ακαδημίες Αλεξανδρούπολης, Ιωαννίνων, Τρίπολης, καθώς και τη Ράλλειο Παιδαγωγική Ακαδημία του Πειραιά.
Αμέσως μετά την Απελευθέρωση, ως γενικός διευθυντής του υπουργείου Παιδείας επί πρωθυπουργίας Γεωργίου Παπανδρέου, ο Παπανούτσος έδωσε τα πρώτα δείγματα των νεωτεριστικών αντιλήψεών του για την παιδεία.
Στα κατοπινά χρόνια διετέλεσε δύο φορές γενικός γραμματέας του ίδιου υπουργείου, επί κυβερνήσεως Νικολάου Πλαστήρα στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και επί κυβερνήσεως του Γέρου της Δημοκρατίας τη δεκαετία του ’60, όταν πρωτοστάτησε στη συντελεσθείσα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, που αποτέλεσε τομή στο χώρο της ελληνικής παιδείας.
Εξάλλου, το 1976 ο Παπανούτσος διετέλεσε πρόεδρος της Διακομματικής Επιτροπής για την Παιδεία ως βουλευτής Επικρατείας του κόμματος της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης (Ένωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις).
Ο Παπανούτσος έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα στον παιδευτικό χαρακτήρα της Φιλοσοφίας. Για εκείνον η θεωρία του φιλοσόφου ήταν συνυφασμένη με την πράξη του παιδαγωγού, η φιλοσοφία και η παιδεία ήταν αξεχώριστες. Σε αυτό το πλαίσιο, δίδαξε επί μία εικοσαετία (1947-1967) θέματα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής, Ψυχολογίας και Κοινωνιολογίας στο Μορφωτικό Σύλλογο «Αθήναιον», ενώ εξέδωσε και διηύθυνε το μηνιαίο παιδαγωγικό περιοδικό «Παιδεία και Ζωή» (1952-1961) με συνεργάτες ορισμένους από τους πλέον προοδευτικούς παιδαγωγούς και στοχαστές εκείνων των χρόνων.
Το πλούσιο συγγραφικό έργο του Παπανούτσου, καρπός εμβριθούς κριτικής μελέτης και πνευματικής ρωμαλεότητας, θεωρείται κλασικό στο χώρο της παιδείας και της νεοελληνικής φιλοσοφίας. Δεκάδες τόμοι έργων αρχαίων ελλήνων συγγραφέων εκδόθηκαν στη δημοτική υπό τη διεύθυνση του Παπανούτσου, ο οποίος συνέγραψε πλήθος βιβλίων (στην ελληνική, στη γερμανική, στην αγγλική και στη γαλλική γλώσσα), δοκιμίων και άρθρων (υπήρξε επί πολλά έτη τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας «Το Βήμα»).
Επί εξήντα και πλέον χρόνια ο ακαδημαϊκός και κοινωνικός δάσκαλος Παπανούτσος βρέθηκε στην πνευματική πρωτοπορία του τόπου, στις επάλξεις του αγώνα για την πνευματική εξύψωση και την ηθική αναμόρφωση των Ελληνίδων και των Ελλήνων, αφήνοντας ανεξίτηλη τη σφραγίδα της προσωπικότητάς του στην ελληνική παιδεία και στην ελληνική διανόηση.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 30.9.1979, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Σε ένα από τα αναρίθμητα άρθρα του που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Το Βήμα», στις 30 Σεπτεμβρίου 1979, ο Παπανούτσος έγραφε μεταξύ άλλων τα εξής (το κείμενό του έφερε τον τίτλο «Η αρετή του σοφού»):
Εκείνο που χαρακτηρίζει τον αληθινό επιστήμονα και μαρτυρεί τη σοβαρότητά του είναι η επιφυλακτική και εφεκτική στάση του απέναντι στις ιδέες που υποστηρίζει, στις υποθέσεις όπου οδηγήθηκε με την επεξεργασία των παρατηρήσεών του, στις πεποιθήσεις που έχει σχηματίσει με τις σκέψεις και τις αναλύσεις του. Η αμφιβολία, ο φόβος ότι η ερμηνεία που έδωσε στα δεδομένα του προβλήματός του δεν είναι η μόνη, αλλά και κάποια άλλη, πολύ διαφορετική, ενδέχεται να διεκδικήσει μεγαλύτερην ακρίβεια και σιγουριά, δεν τον αφήνει να αγκυροβολήσει σε μιαν αδιάσειστη βεβαιότητα και να κοιμηθεί ήσυχος. Γι’ αυτό προσέχει πάρα πολύ στη διατύπωση των πορισμάτων της έρευνάς του, ώστε πάντα να μένει ανοιχτός και στον ίδιο και σε κάθε ομότεχνό του ο δρόμος προς μια μεγαλύτερη και ασφαλέστερη προσέγγιση της ζητούμενης αλήθειας.
Από τον τρόπο που παρουσιάζει τις λύσεις του, μπορείς να κρίνεις την ωριμότητα και τη φερεγγυότητα ενός επιστήμονα ερευνητή. Όταν εμφανίζεται τόσο βέβαιος και ικανοποιημένος από τα ευρήματά του, ώστε αποκλείει και περιφρονεί τον αντίλογο· όταν δεν αφήνει να φτάσουν στην άκρη της πένας του εκφράσεις ενδοιασμού και ανησυχίας, όπως οι λέξεις «ίσως», «πιθανόν», «ενδέχεται» κ.τ.λ., ο ίδιος μάς δίνει το δικαίωμα να αμφισβητήσουμε την αξιοπιστία του. Γιατί ο χρυσός κανόνας της επιστημονικής έρευνας είναι ότι κάθε πρόταση που έχει την αξίωση να είναι αληθής «ισχύει μέχρι αποδείξεως του εναντίου» και το «εναντίον» εμφανίζεται –φευ– πολύ συχνά. Η ιστορία της επιστήμης, όπως είπε κάποιος, είναι ένα απέραντο μουσείο ιδεών που έχουν εγκαταλειφθεί και αχρηστευθεί. Ποιος, λοιπόν, μας εγγυάται ότι δεν θα βρεθούν νέα στοιχεία, άγνωστα ως τώρα, ή δεν θα διορθωθούν τα υπάρχοντα με ακριβέστερες παρατηρήσεις, ή ότι μια τελειότερη μέθοδος δεν θα επιτρέψει καλύτερη και πληρέστερη επεξεργασία των δεδομένων, με αποτέλεσμα να ανατραπεί το οικοδόμημα των λύσεών μας; Εφόσον νέα μέσα επινοούνται διαρκώς για τη συλλογή και τον έλεγχο των πληροφοριών μας, και νέοι εγκέφαλοι χρησιμοποιούνται ακατάπαυστα για την ανάλυση και τη σημασιολόγησή τους, ο κίνδυνος να διαψευσθούμε στις ερμηνείες και στις εκτιμήσεις μας δεν εξαλείφεται ποτέ.
Η επιστήμη έχει, εκτός από την τεχνική, και την ηθική δεοντολογία της· και πρώτο άρθρο αυτής της δεοντολογίας είναι να αποκτήσει ο ερευνητής βαθιάν επίγνωση του κινδύνου που κάθε στιγμή διατρέχει να διαψευσθεί στις θέσεις που υποστηρίζει, και ανάλογα να εκφράζεται: σεμνά και επιφυλακτικά, όχι δογματικά και με αλαζονεία.
[…]
Η αδιάσειστη βεβαιότητα σε κατεστημένες δοξασίες γεννάει τη δογματικήν ακαμψία, ακινητοποιεί τη σκέψη, κάνει τον άνθρωπο πείσμονα και φανατικό. Απεναντίας, το αποτελεσματικότερο κίνητρο στη δραστηριότητα του πνεύματος είναι η αμφιβολία. Όχι η «αμφιβολία για την αμφιβολία» των Σκεπτικών, που οδηγεί στην άρνηση, αλλά η αμφιβολία ως μέθοδος να μένει πάντα άγρυπνος ο κριτικός νους, για να ασκεί τον έλεγχό του. […] Εκείνος που αμφιβάλλει με αυτόν τον τρόπο έχει την πρόθεση όχι να αχρηστέψει ό,τι έχει ήδη με κόπο κερδηθεί, ούτε να ματαιώσει κάθε νέαν απόπειρα, αλλά να προχωρήσει πέρα από τις πιθανές αμφισβητήσεις σε μια στερεότερη, ασφαλέστερη λύση. Που κι αυτήν είναι πρόθυμος να εγκαταλείψει αν αποδειχτεί απρόσφορη ή ανεπαρκής. Πάλι η αμφιβολία θα αναφτερώσει το πνεύμα του, δεν θα το αφήσει να αδρανήσει. Έχει παρατηρηθεί ότι προς την αδρανή, τη δογματική βεβαιότητα ρέπουν οι πολύ νέοι και οι πολύ γερασμένοι επιστήμονες. Οι πρώτοι από απειρία και βιασύνη, οι δεύτεροι από πνευματικό κάματο και αλαζονεία. Εκείνοι με τις αφελείς, τις απλοϊκές θεωρίες τους, και αυτοί με τις απολιθωμένες ιδέες τους συναντώνται στο ίδιο σημείο: στη σιγουριά της αδιαλλαξίας. Δύσκολα μπορεί κανείς να συνεννοηθεί μαζί τους, και ακόμη δυσκολότερα να τους πείσει (να επιτρέψουν ή να ανεχθούν) να τον ακούσουν. Τι να συζητούμε; «Το αληθές έχει από καιρό βρεθεί…» (Γκαίτε).
*Η κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου προέρχεται από το βιβλίο «Πρόσωπα του 20ού αιώνα – Έλληνες που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα», πρόλογος – επιμέλεια Βασίλη Παναγιωτόπουλου, εκδόσεις Λιβάνη, 2000 (πηγή: searchculture.gr, πάροχος: Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών).
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις