Ο πρώτος μου ρόλος στο θέατρο – Τι αποκαλύπτουν 6 πρωταγωνιστές
Εξι πρωταγωνιστές του ελληνικού θεάτρου θυμούνται την εκκίνησή τους και τον πρώτο ρόλο με τον οποίο πήραν το περίφημο «βάπτισμα»
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Economist: Οι εργαζόμενοι αγαπούν τον Τραμπ, τα συνδικάτα πρέπει να τον φοβούνται
- Πώς διαμορφώνονται οι τιμές από το χωράφι στο ράφι
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
«Noblesse oblige», «η ευγένεια υποχρεώνει», λένε οι Γάλλοι, μια ρήση που τη χρησιμοποιούμε κι εμείς εδώ και πολλά χρόνια, χωρίς ωστόσο να την έχουμε βαθύτερα ενστερνιστεί. Ομως όσο υποχρεώνει η «ευγένεια» άλλο τόσο υποχρεώνει και η «επιτυχία». Το αφιέρωμα των «Προσώπων» πριν από μερικές εβδομάδες με τις εξέχουσες πρωταγωνίστριες του θεάτρου (Λήδα Πρωτοψάλτη, Λυδία Κονιόρδου, Αννα Φόνσου, Λυδία Φωτοπούλου, Φιλαρέτη Κομνηνού, Ολια Λαζαρίδου), να μιλάνε για τον πρώτο ρόλο που ενσάρκωσαν στη σκηνή, είχε τόση επιτυχία ώστε θα ήταν το λιγότερο άκομψο να μην επαναληφθεί το ερώτημα σε άνδρες, επίσης πρωταγωνιστές του θεάτρου.
Με μια θητεία το λιγότερο πενήντα και εξήντα χρόνων στο θέατρο ο καθένας τους, επόμενο είναι ο πρώτος τους ρόλος και η αναπόλησή του, αν συνδυαστούν με τη μετεγενέστερη εξέλιξή τους, να αποκτούν τα χαρακτηριστικά ενός καλλιτεχνικά ιστορικού συμβάντος. Οποιες κι αν θα είναι οι αντιδράσεις σε ένα – ακόμη και με μια αίσθηση ταπεινοφροσύνης – σπαρταριστό αφιέρωμα δεν μπορεί να μη σταθεί κανείς σε μια σύμπτωση ανάμεσα στα έξι κείμενά του που αναδεικνύει μια μορφή του θεάτρου, τον Κάρολο Κουν, ως «λίθον επικεφαλής γωνίας». Ακόμη και στα δύο κείμενα που δεν μνημονεύεται ρητά, δηλαδή σε αυτά του Νικήτα Τσακίρογλου και του Θανάση Παπαγεωργίου, θα χαρακτήριζες την παρουσία του ως καταλυτική αν αναλογιστείς τη μακρόχρονη συνεργασία του πρώτου με τον δημιουργό του Θεάτρου Τέχνης και τη «συμπεριφορά» του Θεάτρου Στοά, δημιούργημα του δεύτερου, για ένα θέατρο όπου τα φώτα και η λάμψη αντιστρατεύονται τους όρους της γνήσιας καλλιτεχνικής δημιουργίας. Συμπληρώνονται το 2034 εκατό χρόνια από την ίδρυση του Θεάτρου Τέχνης που ξεκίνησε τις παραστάσεις του στα 1934 με την «Ερωφίλη» του Χορτάτση και σκηνικά του Γιάννη Τσαρούχη. Αισθανόμαστε δικαιολογημένα τη διάρκεια αυτή να μας θυμίζει μια τρομερή φράση του Νίκου Εγγονόπουλου στους φοιτητές της Αρχιτεκτονικής Σχολής, όπως τη διασώζει σε ένα κείμενό του ο Σωτήρης Σόρογκας, την ημέρα που έγινε γνωστός ο θάνατος του Πικάσο στα 1973: «Τον αιώνα μας δεν τον σφραγίζει η μετάβαση του ανθρώπου στο φεγγάρι αλλά το έργο του Πάμπλο Πικάσο».
Γιώργος Κωνσταντίνου
Ερμής στον «Πλούτο», Θέατρο Τέχνης, 1957
Ηταν καλοκαίρι του 1957. Μαθητής στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, μαζί με τον Κώστα Καζάκο αλλάζαμε τα σκηνικά και τα αντικείμενα στις παραστάσεις, στο υπόγειο θέατρο, και μ’ αυτό τον τρόπο δεν πληρώναμε δίδακτρα στη σχολή. Χρόνια ανέχειας αλλά και ευτυχίας, μιας και το μικρόβιο του θεάτρου είχε μπει στις φλέβες μας. Για εμάς κάθε παράσταση ήταν και ένα θαύμα, μια μυσταγωγία. Τη βγάζαμε με ρέγγες που ψήναμε στο πίσω μέρος του θεάτρου, στην έξοδο κινδύνου και μοσχοβολούσε ο τόπος, χωρίς να γνωρίζει ο Κουν από πού προέρχεται εκείνη η μυρωδιά. Στριμωγμένοι στις κουίντες, παρακολουθούσαμε τις παραστάσεις και μαγευόμαστε με τη διδασκαλία αυτού του μεγάλου θεατράνθρωπου. Φυσικά είμαστε και κομπάρσοι σε κάποια έργα και η υπερηφάνειά μας ήταν μεγάλη. Ο ανταγωνισμός για μόρφωση δεν περιγράφεται. Αμόρφωτα σχεδόν παιδιά ακόμα – πού να μορφωθείς μετά την Κατοχή, σε μια εποχή που το μέλλον ήταν αόρατο και η φτώχεια μεσουρανούσε. Ετσι εκεί στη φωλιά της τέχνης, ήταν αδιανόητο να μην έχεις διαβάσει Σαίξπηρ, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Τένεσι Ουίλιαμς, Τσέχωφ, αρχαίους τραγικούς. Γίναμε βιβλιοφάγοι, γίναμε μύστες της τέχνης, γίναμε ηθοποιοί. Αργότερα σκηνοθέτες, συγγραφείς και φυσικά ιστορικοί του θεάτρου, αφού αυτό ήταν όλη μας η ζωή.
Το 1957 έγινε το Φεστιβάλ Αθηνών. Μόλις είχα τελειώσει τη σχολή. Ο Κουν αποφάσισε να ανεβάσει το «Πλούτο» του Αριστοφάνη. Μου έδωσε λοιπόν τον ρόλο του Ερμή. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή την παράσταση. Οχι μόνο γιατί θα έπαιζα για πρώτη φορά έναν υπεύθυνο ρόλο, αλλά για τη μαγεία που εξέπεμπε ο δάσκαλος. Ο Κώστας Μπάκας, ο Γιώργος Λαζάνης, η Μάρθα Βούρτση, ο Δημήτρης Χατζημάρκος και πολλοί άλλοι άξιοι συνάδελφοι, μεταμορφωθήκαμε σε αριστοφανικούς υποκριτές. Ηταν ένα όνειρο. Ενα όνειρο, που απογειωνόταν με τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι.
Θυμάμαι ότι είχα πάρει και μια κριτική. Κάποιος έγραψε ότι του θυμίζω ένα παλιό ηθοποιό, τον Διονύση Ταβουλάρη. Φυσικά δεν τον ήξερα, αλλά το πήρα θετικά, ότι δηλαδή θα ήταν ένα αξιόλογος ηθοποιός. Ετσι με συνέφερε να σκέπτομαι. Μπορεί να είχα παίξει στο μεταξύ κάποιους μικρούς ρόλους, αλλά και κάποιον μεγαλύτερο, όπως στον «Καταδότη» του Μπρεχτ, για μένα όμως, σε σχέση με το ευρύ κοινό, ο Ερμής ήταν εκείνος που μετρούσε. Εκτοτε έπαιξα σε αρχαίες κωμωδίες, σε τραγωδίες, όλα τα είδη θεάτρου, αλλά χαραγμένο στη μνήμη μου θα μένει εκείνο το νεαρό, ψηλό, κοκαλιάρικο παιδί, που μεταμφιεσμένο στον θεό του Ολύμπου, έτρεχε σ εκείνο το μεγάλο θερινό θέατρο, προφυλαγμένο από μια ομπρέλα, για να γλιτώσει από τους κεραυνούς του Δία, μιας και το είχε σκάσει για να πάει να προσκυνήσει τον Πλούτο.
Στέφανος Ληναίος
Κάσσιος στον «Οθέλλο», Θέατρο Κοτοπούλη, 1953
Είμαστε η ανήσυχη γενιά του 1950. Μόλις τέλειωνε ο Εμφύλιος. Ο στόχος μας ήταν το πανεπιστήμιο αλλά τα κοινωνικά φρονήματα δεν μας επέτρεψαν ποτέ να σπουδάσουμε. Είχαμε κάνει το μεγάλο «λάθος» να περάσουμε από το μεγάλο σχολείο «Αετόπουλα», Επονίτες της Εθνικής Αντίστασης. Και το θέατρο ήταν η σωτηρία μας. Ηρθαμε από τις μικρές μας πατρίδες στην Αθήνα κυνηγημένοι, χωρίς ταυτότητες. Αναγκαστήκαμε. μερικοί, να αλλάξουμε το επώνυμό μας. Ετσι «γεννήθηκε» και ο Στέφανος Ληναίος. Είμαστε τυχεροί, μπαίνοντας στη Δραματική Σχολή του Σωκράτη Καραντινού. Με σπουδαίους δάσκαλους, μάθαμε και αγαπήσαμε το μεγάλο Θέατρο. Ε. Π. Παπανούτσος, Κ. Θ. Δημαράς, Γιάννης Σιδέρης, Γιώργος Πολίτης, Κάρολος Κουν, Γιώργος Παππάς, Μιράντα Μυράτ. Με τον Αγγελο Σικελιανό, τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Νίκο Γκάτσο να μας απαγγέλλουν. Και στα θεωρητικά, όλους τους σπουδαίους ομιλητές του Μορφωτικού Συλλόγου «Αθήναιον». Ακόμη και νομοθεσία Θεάτρου. Αθάνατοι δάσκαλοι. Ηταν μια ουσιαστική διέξοδος στα όνειρά μας για έναν καλύτερο κόσμο. Ο πρώτος μεγάλος μου ρόλος ήταν στο θέατρο «Κοτοπούλη», μόλις τέλειωσα τη Σχολή. Ο Κάσσιος, στον «Οθέλλο». Το 1953, μόλις τέλειωναν τα πρώτα πέτρινα χρόνια. Ως τότε πολλοί μικροί ρόλοι στη διάρκεια της Σχολής. 1947 – 1950. Σε μικρές ανήσυχες θεατρικές ομάδες. Με τον Μάνο Κατράκη που μόλις είχε γυρίσει από τη Μακρόνησο. Τον Αλέξη Δαμιανό και την Ασπασία Παπαθανασίου. Και κομπάρσος στο «Ιντεάλ», στον θίασο Κατερίνας. Στον «Αντώνιο και Κλεοπάτρα». Στο πλάι του μεγάλου Αιμίλιου Βεάκη. Τους βλέπω ακόμη στον ύπνο μου.
Στο «Κοτοπούλη» έμεινα τρία χρόνια, 1953 -1956. Μεγάλος θίασος. Πατέρας Μήτσος Μυράτ και γιος Δημήτρης Μυράτ. Η Μελίνα Μερκούρη, ο Νίκος Τζόγιας, η Τζόλυ Γαρμπή, ο Θόδωρος Μορίδης, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Απόστολος Αβδής, ο Βύρων Πάλλης, ο Χρήστος Τσαγανέας. Σε μια εποχή που βασίλευε η χρυσή θεατρική γενιά. Κυβέλη, Μινωτής, Παξινού, Κατράκης, Χορν, Λαμπέτη, Λογοθετίδης, Αργυρόπουλος, Διαμαντόπουλος. Παντελής Ζερβός. Πρόσωπα και γεγονότα που δεν πρέπει να ξεχαστούν.
Ξεκίνησα με έναν πολύ μικρό ρόλο υπηρέτη. Είχα όμως την τύχη στην πρώτη μου πρόβα, να ζει και να είναι στην πλατεία η μεγάλη Μαρίκα Κοτοπούλη. Είπα τα λιγοστά λόγια μου και φαίνεται ότι της έκανα καλή εντύπωση γιατί αμέσως φωνάζει: «Δημήτρη, δύο χρόνια συμβόλαιο στο παιδί…». Στα τρία χρόνια στο «Κοτοπούλη», ήμουν πολύ τυχερός. Συμμετείχα σε μεγάλα έργα, σε μεγάλες παραστάσεις, με μεγάλους ηθοποιούς και δύο μεγάλες περιοδείες, με πέντε μεγάλα έργα στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Τότε παίζαμε τουλάχιστον τρία έργα τον χρόνο. Δώδεκα παραστάσεις την εβδομάδα. Πέντε ώρες πρόβα το πρωί και δύο παραστάσεις κάθε μέρα. Χωρίς καμιά αργία.
Εκεί, γίναμε ηθοποιοί. Μάθαμε το θέατρο, που μας βοήθησε, αργότερα, σε ένα δικό μας χώρο, να πούμε αυτά που ήταν απαγορευμένα κάποτε. Και μετά από πολλά χρόνια και πολλούς αγώνες, να πετύχουμε και καλύτερους όρους εργασίας.
Μαζί με τον Κάσσιο, κατάφερα και έβγαλα και το πρώτο μου βιβλίο, τίτλος του «Μερικοί θάνατοι». Ολα όσα έπαθε κι όλα όσα έμαθε η γενιά μου, στα πέτρινα χρόνια μας. Και το 1981 το δεύτερο βιβλίο μου. «Το αυριανό θέατρο». Ολα όσα μάθαμε και αγαπήσαμε από τους μεγάλους δασκάλους μας, μαζί με τις δικές μας νέες αναζητήσεις.
Ετσι ξεκίνησα με τον Κάσσιο το 1953 στο «Κοτοπούλη» και τέλειωσα με τον «Εχθρό του λαού», το 2016 μαζί με την Ελλη Φωτίου, στο δικό μας «Θέατρο Αλφα». Με ενδιάμεσο ωφέλιμο σταθμό την αυτοεξορία μας, λόγω δικτατορίας, 1967-1970, στο Λονδίνο. Με κέρδος μια πλούσια ευρωπαϊκή θεατρική εμπειρία και έναν τίτλο τιμής: Ισόβιο, επίτιμο μέλος του Σωματείου Βρετανών Ηθοποιών.
Αφήνουμε τη μάχη στη σκηνή και συνεχίζουμε, όσο μπορούμε πια, τη μάχη στη ζωή. Και παραχωρούμε το «Θέατρο Αλφα» σε δυο σημαντικές θεατρικές ομάδες. Επιχείρηση και ευθύνη του Τάσου Ιορδανίδη και καλλιτεχνική συνεργασία του Κώστα Γάκη, που μας έκαναν την τιμή και το βάφτισαν «Θέατρο Αλφα – Ληναίος – Φωτίου». Επιλέγουμε και κρατάμε λίγα καλά λόγια που γράφτηκαν για μας, από κάποιες σημαντικές πένες: «Το Θέατρο «Αλφα», έχει ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα, από τα πρώτα του βήματα. Ενα θέατρο που ενδιαφέρει όλο τον κόσμο και το καταλαβαίνει όλος ο κόσμος» (Ε. Π. Παπανούτσος)
Θανάσης Παπαγεωργίου
Επί σκηνής στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού
Ιούνιο δώσαμε πτυχιακές εξετάσεις και Ιούλιο, μαζί με δύο ακόμα συμμαθητές από τη Δραματική Σχολή, βρεθήκαμε κουρεμένοι γουλί στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Νεοσυλλέκτων της Κορίνθου. Σεπτέμβριο, παρουσιαστήκαμε στη φοβερή ΣΕΑΠ, στο Ηράκλειο, για να πάρουμε το αστέρι και να γίνουμε ανθυπολοχαγοί. Φτάσαμε στις 5.30 το πρωί και στα παράθυρα της Σχολής είχαν παραταχθεί οι «άγιοι», τα πρώην «ψάρια», που τώρα που έφυγαν οι προηγούμενοι άγιοι πήραν τη θέση τους για να υποδεχτούν τα φρέσκα ψαράκια, εμάς. Κάθε τρεις μήνες γινόταν αυτή η εναλλαγή, επί χρόνια. Μας υποδέχτηκαν με πολλή αγάπη. Είχαν στήσει τα οπλοπολυβόλα στα παράθυρα του πρώτου ορόφου και μας σημάδευαν. Τα χρειαστήκαμε, όσο παράλογο και απίστευτο φαινόταν αυτό που βλέπαμε. Περάσαμε τρεις μαύρους μήνες, που η μανία να εκδικηθούν όσα είχαν τραβήξει από τους προηγούμενους, έπαιρνε διαστάσεις εξόντωσης. Μετά θα ήμασταν στη θέση τους, για να πάρουμε από άλλους αθώους την εκδίκησή μας.
Είχα την ατυχία να με «αναλάβει» ένας απόφοιτος της Θεολογίας από τη Βέροια, που μαθαίνοντας ότι είμαι απόφοιτος Δραματικής Σχολής, είχε πολύ χολωθεί από το πρώτο βράδυ στο ΚΨΜ, επειδή αρνήθηκα να ανέβω πάνω στην μπάρα και να απαγγείλω Μάκβεθ. Ετσι ανέλαβε να με συνετίσει βγάζοντας πάνω μου όλα τα συμπλέγματα που του είχε διδάξει η επιστήμη του για τους θεατρίνους: Δεν μ’ άφησε σε κανένα διάλειμμα να καπνίσω βάζοντας με να τρέχω πάνω – κάτω, με μόνη παραχώρηση, αν θέλω να ανάψω τσιγάρο, να το κάνω τρέχοντας, παριστάνοντας το βατράχι. Φύγανε και γίναμε εμείς άγιοι. Ηρθαν οι καινούργιοι και άρχισε η εξόντωσή τους.
Είχαμε βρεθεί σ’ εκείνη τη σειρά μια παρέα, ας πούμε καλλιτεχνών, που αρνιόμασταν όλη αυτή τη βαρβαρότητα. Ηταν αδύνατο να παρακολουθήσουμε αυτή την τακτική της αντεκδίκησης, προσπαθούσαμε να βοηθήσουμε φίλους και γνωστούς που ήρθαν με τους καινούργιους και ψάχναμε τρόπο να διαφοροποιηθούμε, πράγμα πολύ δύσκολο, γιατί τότε σε θεωρούσαν προδότη και φίλο του εχθρού με κίνδυνο να στραφεί πάνω σου όλο το μένος τους. Η μαλακία σύννεφο! Σκεφτήκαμε πονηρά και προτείναμε στη Διοίκηση να κάνουμε ένα καλλιτεχνικό τμήμα που θα παρουσιάζει κάθε Κυριακή ένα ψυχαγωγικό πρόγραμμα. Η Διοίκηση ενθουσιάστηκε, αλλά περισσότερο εμείς, αφού θα αναλαμβάναμε τη συγγραφή, τη σκηνοθεσία και την εκτέλεση του προγράμματος, πράγμα που σήμαινε ότι όλη την εβδομάδα θα ασχολιόμασταν με την προετοιμασία, παρακολουθώντας μειωμένο πρόγραμμα διδασκαλίας. Μπορούσαμε να ξενυχτάμε γράφοντας και φουμάροντας, να κάνουμε μουσικές πρόβες σε ιδιαίτερο χώρο και να ζούμε μια μποέμικη ζωή μέσα στο άντρο της παράνοιας.
Κάποιος από μας έπαιζε κιθάρα, ένας κορνέτα, άλλος ακορντεόν, εγώ φυσαρμόνικα. Ημουν ο μόνος ακραιφνής ηθοποιός της παρέας, πράγμα που σήμαινε ότι είχα αναλάβει όλη την παρουσίαση του προγράμματος και κάθε μέρος της «παράστασης» που χρειαζόταν υποκριτικό τάλαντο, τρομάρα μου. Κάθε Κυριακή, παραμερίζοντας κάθε μέτρο σοβαρότητας, παριστάναμε τους τρελούς, τους ευφυείς και τους μεταμοντέρνους, τραγουδώντας, απαγγέλλοντας και χορεύοντας ό,τι πιο παλαβό κατέβαζε η κούτρα μας. Στην πλατεία εξακόσια άτομα έτοιμα να μας κατασπαράξουν έτσι και δεν τους προσφέραμε διέξοδο στον παραλογισμό που ζούσαν (έπαιζε και το ότι θεωρούμασταν οι εκλεκτοί της Σχολής με τα απαραίτητα προνόμια), σφυρίζοντας κάθε φάλτσο και απαιτώντας χιούμορ, κέφι και εξυπνάδα, μας μαθαίνανε τι εστί θεατής. Πάνω στη σκηνή πέντε σχιζοφρενείς να παριστάνουν μπροστά σε εξακόσιους αλλόφρονες ότι το θέατρο είναι χαρά και πνευματική τροφή! Είχα πάρει ένα μοναδικό βάπτισμα πυρός. Οι συσχετισμοί ήταν ακριβείς. Κάποιοι αλαφροΐσκιωτοι ανέβηκαν πάνω στη σκηνή απευθυνόμενοι σε άτομα με σοβαρά προβλήματα προσαρμογής που απαιτούσαν με λύσσα να τα ξεχάσουν. Δεν είχε ανακαλυφθεί εκεί μέσα η ευγένεια που απαιτεί η θεατρική πράξη και για πνευματική συμμετοχή, έτσι και χρησιμοποιούσες τη λέξη, κινδύνευες να λιντσαριστείς.
Εμαθα κάπως βίαια τη σχέση ηθοποιού και θεατή. Ανακάλυψα κάπως βάναυσα τι ζητάει ο θεατής από τον ηθοποιό. Διαπίστωσα πόσο απομακρυσμένη από την πραγματικότητα είναι η περίοδος της Σχολής που ωραιοποιούσε την επικοινωνία. Είδα ότι έτσι και ανέβεις στη σκηνή, ή λιώνεις μπροστά τους ή σε καταπίνουν ακαριαία. Η θεωρία παρέδωσε τη σκυτάλη στην πράξη. Τα τέσσερα χρόνια σπουδών εξαερώθηκαν μέσα σε ένα κυριακάτικο πρωινό. Κάποια στιγμή μας ζήτησαν να ετοιμάσουμε κι ένα πρόγραμμα για τις γιορτές, όπου θα το παρουσιάζαμε στη Λέσχη Αξιωματικών και θα το παρακολουθούσαν όλοι οι μόνιμοι. Απότομα και για μια ώρα βρεθήκαμε στο «κανονικό» κοινό, εκείνο το νερόβραστο, το ξενέρωτο, που ήρθε να διασκεδάσει τη πλήξη του, με τις συζύγους των αξιωματικών να ξερογλείφονται με τα τεκνά που ήταν πάνω στη σκηνή και τους συζύγους να ρίχνουν δολοφονικές ματιές στα κωλόπαιδα που μπορούσαν να τις κάνουν να ξεκαρδίζονται. Λες να είναι έτσι το μέλλον, μου είπε ο Φώτης ο Τούντας. Μαλάκα, πρόσεχε, μας κοιτάζει ο ταγματάρχης, του απάντησα, θα μας ρίξει δεκαήμερη…
Νικήτας Τσακίρογλου
Ντορής στα «Κόκκινα φανάρια», Θέατρο Πορεία, 1961
Ως αριστούχος απόφοιτος της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου, ενετάχθην στο καλλιτεχνικό δυναμικό της πρώτης κρατικής σκηνής. Ανήσυχος, όπως ήμουν από φύση, αισθανόμουν πως ένα τέτοιο είδους «βόλεμα» θα μου έκανε κακό. Ενώ λοιπόν υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία, πήρα μέρος σε μια ακρόαση που γινόταν στο θέατρο «Πορεία». Ενα θέατρο που είχε δημιουργήσει ένας νέος σκηνοθέτης, που μόλις είχε γυρίσει από τις σπουδές του στην Αγγλία, ο Αλέξης Δαμιανός. Ενας πολύ ταλαντούχος καλλιτέχνης, οπαδός αυτού που λέμε στο θέατρο «ψυχρός ήχος». Είχα πάει μάλιστα στην ακρόαση ντυμένος με τα φανταρίστικα. Το έργο ήταν το περίφημο «Τα κόκκινα φανάρια» του Αλέκου Δαμιανού που έμελε να σταδιοδρομήσει για πολλά χρόνια στο θέατρο (με διαφορετική κάθε χρόνο διανομή) και να γίνει μάλιστα και κινηματογραφική ταινία. Αν και είχα πάει στην ακρόαση γερά προετοιμασμένος με έναν μονόλογο από αρχαία τραγωδία και ένα ποίημα ενός νεοέλληνα ποιητή, ο Δαμιανός μου ζήτησε να πω κάτι που να το έχω γράψει ο ίδιος. Είπα λοιπόν ένα δικό μου ποίημα που έλεγε, αν θυμάμαι καλά, πως για τον κάθε άνθρωπο δεν υπάρχει σε αυτή τη ζωή τίποτε άλλο παρά μόνον η πορεία, ο δρόμος που θα χαράξει. Μου έδωσε ο Δαμιανός τον ρόλο του Ντορή και άρχισαν οι πρόβες με έναν θίασο που τόσο τα πρώτα ονόματα όσο και τα λιγότερο γνωστά, δημιουργήσαμε μια παράσταση πραγματικά αλησμόνητη για όσους την είδαν, όπως παρατηρώ μέσα στα πολλά χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από τότε. Μαλαίνα Ανουσάκη (έκανε τη Μαντάμ Παρί), Νίκος Μπιρμπίλης, Χρήστος Νέγκας, Ελένη Καρπέτα, Θόδωρος Εξαρχος, Μαργαρίτα Αθανασίου, Θόδωρος Ντόβας, Ερση Βαλαβάνη, Γιώργος Μάζης, Λάμπρος Κοτσίρης, Βασίλης Μητσάκης, Σταύρος Φαρμάκης. Με τη συνδρομή και του ίδιου του συγγραφέα, του Αλέκου Γαλανού, ενός εξαιρετικά συνεργάσιμου και ταλαντούχου δημιουργού, αλλά και ευγενέστατου ανθρώπου, και με τη θεία μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου, που με τη συνεργασία του αυτή με τον Αλέξη Δαμιανό ξεκίνησε η τεράστια σταδιοδρομία του στον χώρο του θεάτρου. Επρεπε όμως να επιστρέψω στο Εθνικό Θέατρο. Με ενέταξαν στον χορό της τραγωδίας «Αίας» που είχε ως πρωταγωνιστή τον δάσκαλό μου, τον αλησμόνητο Θάνο Κωτσόπουλο. Θυμάμαι πως όταν έπιασα στα χέρια μου το κοντάρι που κρατούσα ως μέλος του χορού, του απευθύνθηκα σαν να είναι άνθρωπος και του είπα: «Ελπίζω να μη ριζώσεις στα χέρια μου». Οταν ζήτησα από τον τότε διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, τον σπουδαίο Αιμίλιο Χουρμούζιο, να λυθεί η σύμβασή μου με το θέατρο, θυμάμαι πως εξεπλάγη και με ρώτησε αν δεν φοβάμαι ότι ενδέχεται να μετανιώσω για την απόφασή μου αυτή. Οταν είδε την επιμονή μου, ζήτησε να λυθεί η σύμβασή μου με το θέατρο «κοινή συναινέσει». Τώρα όπως αναλογίζομαι τη μεγάλη επιτυχία των «Κόκκινων φαναριών», σκέφτομαι πως θα πρέπει να οφείλεται στο γεγονός ότι ήταν μια εποχή που οι περισσότεροι δεν γνώριζαν σχεδόν τίποτε ούτε για τους οίκους ανοχής ούτε για τις γυναίκες που δούλευαν εκεί. Πάντως για να συγκινεί ως έργο ακόμη και σήμερα, σημαίνει πως κάτι περισσότερο έδινε από μια συγκεκριμένη, άγνωστη, εν πολλοίς, «πληροφορία». Και αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ποίηση που κάνει ένα έργο, όσο σκληρό και αν είναι, τόσο αποκαλυπτικό ώστε συχνά, ιδιαίτερα από τους μεταγενέστερους, να ακούγεται σαν παραμύθι.
Γιώργος Αρμένης
Πουκ στο «Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας», Θέατρο Τέχνης, 1971
Παιδεύτηκα. Από την Ηπειρο στην Αθήνα και από εκεί σε όλο τον κόσμο με τα καράβια. Οπου και αν πήγα, παιδεύτηκα πολύ. Τελευταίο μου ταξίδι με τα καράβια, συλλογίζομαι, πως μόλις φτάσουμε Ελλάδα θα ξεμπαρκάρω. Ενιωθα απελπισμένος. Είχαμε φύγει από το Σουέζ και μπαίναμε στο Κρητικό Πέλαγος. Ανοίγοντας το τρανζιστοράκι μου, ακούω δυο άντρες να συζητούν για μια περιοδεία θεατρικών παραστάσεων στη Ρωσία. «Πέρσες» και «Ορνιθες». Ωσπου να καταλάβω περισσότερα η εκπομπή είχε ολοκληρωθεί. Ηταν η εκπομπή «Το θέατρο στο μικρόφωνο» του Αχιλλέα Μαμάκη. Πιάνω ένα χαρτί και γράφω βιαστικά το όνομα που συγκράτησα: Κάρολος Κουν. Τελείωσα και με το στρατιωτικό μου, έπιασα πάλι πολλές και άχαρες δουλειές του ποδαριού. Είκοσι έξι χρόνων πια το πήρα απόφαση. Ρώτησα, έμαθα και βρέθηκα στα σκαλιά του ιερού υπογείου. Εκεί ο Κάρολος Κουν, ο Γιώργος Λαζάνης, ο Δημήτρης Χατζημάρκος και ο Μίμης Κουγιουμτζής με αγκάλιασαν και άλλαξε η ζωή μου.
Το 1971, έχοντας μόλις τελειώσει τη Δραματική Σχολή, ο Κουν μας ανακοίνωσε ότι θα ανεβάσουμε το «Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας». Μετάφραση Βασίλη Ρώτα, μουσική Θόδωρου Αντωνίου, τα σκηνικά και τα κουστούμια της Ιωάννας Παπαντωνίου. « – Και εσύ Γιωργάκι θα παίξεις ένα αερικό, τον Πουκ». Ορμηξα στην αγκαλιά του και τον έπνιξα στα φιλιά. «Ηρέμησε θα πάθεις τίποτα, ηρέμησε τρελέ». Φώναζα, ούρλιαζα, χοροπήδαγα στον καναπέ. « – Ω ρε τύχη, τον Πουκ! Σε ευχαριστώ, σε ευχαριστώ». Αγκαλιαστήκαμε και κλαίγαμε και οι δυο.
Ολο το καλοκαίρι κάναμε πρόβες στο Υπόγειο. Ατελείωτες ώρες. Ο Κουν αναβόσβηνε τα τσιγάρα, έλαμπε, πεταγόταν όρθιος και μας διόρθωνε: «Το σώμα! Να δουλεύετε τα σώματά σας, τις φωνές σας», ή «Ακου! Ακούτε ο ένας τον άλλον, να παίρνει ο ένας από τον άλλον, πάμε, πάμε». Ερχονταν στις πρόβες ο Γιώργος Βακαλό, ο Ρώτας, ο Ασημάκης Πανσέληνος που μου χάρισε το «Τότε που ζούσαμε», ο Τσαρούχης, ο Γιάννης Μόραλης, ο Σάββας Χαρατσίδης, ο πρόεδρος του θεάτρου, ο Βίκτωρ Μελάς μαζί με τον Δημήτρη Λαμπράκη, ο Καμπανέλλης, ο Ελύτης. Κάναμε διάλειμμα και συζητούσαν με τον Κουν. Αντάλλασσαν απόψεις και εγώ τους άκουγα, τους θαύμαζα και σαν σφουγγάρι το μυαλό μου κατέγραφε τα λεγόμενά τους. Ακόμα τα αναπολώ και συγκινούμαι. Την απλότητα και το μεγαλείο αυτών των σπουδαίων ανθρώπων που μας ταξιδέψανε. Αυτό ήταν το Θέατρο Τέχνης. Σκληρό και γοητευτικό μαζί. Η πρεμιέρα του «Ονείρου» έγινε Παρασκευή, 14 Οκτωβρίου. Χειροκροτήματα, μπράβο και όλοι εμείς στην υπόκλιση συγκινημένοι με ένα μικρό ταπεινό χαμόγελο. Βγάλαμε τον δάσκαλό μας στη σκηνή. Ολο το θέατρο σηκώθηκε όρθιο φωνάζοντας «μπράβο Κάρολε»!
Σε ευχαριστώ κύριε Κουν. Και για τον πρώτο μου ρόλο και για καθέναν που ακολούθησε. Και εμένα τώρα με χαιρετούν ως «κύριε Αρμένη». Σε εσένα το οφείλω. Γιατί μας δίδαξες πως ο ηθοποιός είναι πρώτα καλλιτέχνης στη ζωή και έπειτα στη σκηνή. Σε ευχαριστώ Τσάρλι!
Γιάννης Μόρτζος
Μικρός Κασού στο «Τα νέα παιδιά», Θέατρο Τέχνης, 1961
Τον Σεπτέμβρη του 1960, έπειτα από εξετάσεις, πήρα το εισιτήριο και έγινα μαθητής της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν. Είχε πια αλλάξει ο ρυθμός της ζωής μου και στη σκέψη μου υπήρχε μόνο το πώς θα φανώ αντάξιος στη δύσκολη επιλογή μου που όμως με έκανε να αισθάνομαι ευτυχισμένος αφού είχα ένα μεγάλο δάσκαλο στην εκπαίδευσή μου: τον Κάρολο Κουν. Αυτό για μένα ήταν το σπουδαιότερο γιατί ήταν ταυτόχρονα και μια εγγύηση αφού είχα επιλέξει τον καταλληλότερο δάσκαλο του θεάτρου. Ο πρώτος χρόνος σπουδών ήταν αποκαλυπτικός και παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισα αισθανόμουν ότι είχα κάνει την καλύτερη επιλογή. 1961, δεύτερος χρόνος σπουδών. Οι καθηγητές μου είναι ευχαριστημένοι με τις επιδόσεις μου και αρχίζω να νιώθω πιο ήρεμος και να περιμένω με λαχτάρα τη στιγμή που θα ανέβω στη σκηνή του θεάτρου. Μία μέρα λοιπόν, αφού είχε τελειώσει το μάθημα, γύρω στις 8:00 το βράδυ, μου λέει ο Γιώργος Λαζάνης, ο δάσκαλός μου: «Κατεβείτε να πάτε στο θέατρο, σας θέλει ο Κουν, εσένα τον Καρακατσάνη και τον Διαλεγμένο».
Ηταν Δευτέρα και το θέατρο αργούσε. Ο Κουν μας περίμενε στο γραφειάκι του. «Καλησπέρα δάσκαλε». «Καλώς τα παιδιά». Μας οδηγεί στην άδεια σκηνή του θεάτρου και μας δίνει να διαβάσουμε ένα άγνωστο κείμενο. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Αντιλαμβάνομαι ότι πρόκειται για ένα άγνωστο θεατρικό έργο όπου ένας νεαρός μαθητής Γυμνασίου μιλάει γεμάτος πόνο και πίκρα για τους γονείς του. «Κύριε Κουν, δεν μου λέτε πέντε πραγματάκια, γιατί δεν καταλαβαίνω τι είναι αυτό». «Παιδί μου δεν πειράζει, εγώ ήθελα απλώς να σας ακούσω λίγο. Και τώρα σας ευχαριστώ Θα τα πούμε σε μερικές μέρες».
Εφυγα αλλά όλη τη νύχτα με έτρωγε η αγωνία. Αυτή η αγωνία κράτησε μερικές μέρες ώσπου πάλι μας ειδοποιούν να κατέβουμε, μετά το μάθημα στο θέατρο, στο υπόγειο. Βλέπω στη σκηνή να κάθονται ο Μίμης Κουγιουμτζής ηθοποιός νέος, η Μάγια Λυμπεροπούλου, ο καθηγητής μας ο Δημήτρης Χατζημάρκος, ο Νίκος Κούρος, η Αγγέλικα Καπελαρή, ο Αθηνόδωρος Προύσαλης, η Μαρία Γιαννακοπούλου, μια εξαίρετη καρατερίστα, η Εφη Ροδίτη, ο Φάνης Χηνάς και ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος. Μας μοίρασε κείμενα ο Κουν και άρχισε η ανάγνωση των ρόλων. Ηταν ένα θεατρικό έργο με τίτλο «Τα νέα παιδιά», «Εσύ Γιάννη θα διαβάσεις τον ρόλο του μικρού Κασού», μου είπε ο Κουν. Μου κόπηκαν τα πόδια από την αγωνία, τα χέρια μου έτρεμαν, το στομάχι μου πήγαινε να βγει από το στόμα. Ενώ διάβαζα, άκουγα τους άλλους να γελάνε, καλοπροαίρετα βέβαια, αλλά τους κοίταζα μέσα στα μάτια σαν να τους έλεγα «Τόσο κακός είμαι;». Από την ένταση είχα δακρύσει. Οταν τελείωσε η ανάγνωση, ο Κουν είπε «Σας ευχαριστώ, αύριο το πρωί στις 10:00 όλοι εδώ. Με αυτή τη διανομή ξεκινάμε εντατικές πρόβες. Πρέπει μ’ αυτό το έργο να αρχίσουμε το γρηγορότερο παραστάσεις γιατί τα οικονομικά μας είναι χάλια».
Η συμμετοχή μου ως πρωταγωνιστή στο έργο «Τα νέα παιδιά» του βέλγου συγγραφέα Ζοζέ Αντρέ Λακούρ ήταν σημαδιακή. Εμπαινα πλέον και εγώ επίσημα στο club των νέων ηθοποιών και ας ήμουνα δευτεροετής μαθητής της δραματικής σχολής. Ελεγα μέσα μου ότι όταν ο δάσκαλός μου, ο μεγάλος, ο σεβαστός από όλους, σου εμπιστεύεται έναν τόσο μεγάλο ρόλο, μπορείς και πρέπει να πετύχεις. Η πρεμιέρα του έργου έγινε λίγο μετά τα Χριστούγεννα του 1961. Ηταν η πρώτη μεγάλη μου πρεμιέρα. Μία μεγαλειώδης πρεμιέρα με όλους τους φίλους του Θεάτρου Τέχνης παρόντες. Χειροκροτήματα, πολλά μπράβο και πολλές ελπίδες. Εκανα να κοιμηθώ τρεις μέρες, δεν μπορούσα να φανταστώ πια τον εαυτό μου παρά μόνο στο θέατρο. Εκανα μία ευχή τότε, «Μακάρι πάντα να μου δίνονται τέτοιες ευκαιρίες από τον μεγάλο δάσκαλο». Η ευχή έπιασε γιατί πράγματι μου δόθηκαν πολλές ευκαιρίες και έπαιξα πρωταγωνιστικούς ρόλους κάτω από την καθοδήγησή του για είκοσι ένα ολόκληρα χρόνια. Οι κριτικές στις εφημερίδες ήταν διθυραμβικές. Θυμάμαι πολύ καλά ότι ο Κωστής Σκαλιόρας, ένας νέος σπουδαίος κριτικός, έγραψε στον «Ταχυδρόμο» ύμνους για την παράσταση και ξεχώρισε τις ερμηνείες του νέου Γιάννη Μόρτζου και του επίσης νέου ηθοποιού Φάνη Χηνά. Ηταν μία καταξίωση για εμένα, ένιωσα μεγάλη ικανοποίηση χωρίς όμως να πάρουν τα μυαλά μου αέρα. Θέλω να τονίσω ότι για τον Κουν μοναδικό κίνητρο για να σε βοηθήσει ήταν το πάθος που έδειχνε ο νέος ηθοποιός που ήταν μαθητής του. Ηταν γεννημένος δάσκαλος. Ηταν ικανός από τη φύση του να διδάσκει και ήταν ευτυχισμένος όταν οι νέοι ηθοποιοί που τον ακολουθούσαν, μοχθούσαν και πίστευαν με πάθος το όραμά του.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις