Η επέμβασις του Ναπολέοντος στις Ισπανικές υποθέσεις και η Γαλλική στρατιωτική αποστολή, που υπήρξε μια απάντησις στις ενέργειες του πρωθυπουργού Γκοντόι να προσδέση την Ισπανία στο άρμα της Αγγλίας, έδωσαν αφορμή να ξεσπάση ένας αλύπητος πόλεμος. Οι σκληρότητες του πολέμου αυτού έδωσαν στον Γκόγια την ευκαιρία να εκφράση ακόμη μια φορά στο έργο του το πάθος του για την φρίκη και την τραγικότητα.

Το πρωί της 2ας Μαΐου 1808 ο ζωγράφος ετοιμάσθηκε, όπως συνήθως, για τον περίπατό του στους δρόμους της Μαδρίτης, όταν αντελήφθη μια συγκέντρωσι κόσμου μπροστά στα βασιλικά ανάκτορα. Ο λαός αγνοούσε τις διαπραγματεύσεις που εγίνοντο στη Μπαγιόν μεταξύ του Ναπολέοντος και του βασιλέως Καρόλου Δ’ και του Γκοντόι, μα είχε γίνει θηρίο βλέποντας τον ινφάντη (σ.σ. ισπανό πρίγκιπα) Φραγκίσκο του Πωλ ν’ ανεβαίνη σ’ ένα αμάξι που το πλαισίωναν οι έφιπποι φρουροί του στρατάρχου Μυρά. Τρομαγμένος από τις άγριες μορφές που τον κύκλωναν κι’ από τις φωνές, ο μικρός ινφάντης έκλαιγε κι’ έχυνε μαύρα δάκρυα πίσω από το τζάμι της άμαξας.

— Κυττάξετέ τον, φώναξε ένας γέρος, δεν θέλει να φύγη.

Μία απλή κουβέντα, που βγαίνει αυθόρμητα από την καρδιά, είναι άξια να ξεσηκώση έναν ολόκληρο λαό. Μια γυναίκα φώναξε:

— Οι Γάλλοι μάς τον παίρνουν!


Δεν χρειαζόταν άλλο σύνθημα. Οι άνδρες χύθηκαν επάνω στο αμάξι, ξέζεψαν τα άλογα και τραβώντας τα μαχαίρια τους ώρμησαν εναντίον των Γάλλων που, τρελλοί από το φόβο τους, έμπηξαν τα σπηρούνια τους στις κοιλιές των αλόγων τους για να ξεφύγουν. Μέσα στο πανδαιμόνιο ο Γκόγια έχασε το καπέλλο του, κόντεψε να τσαλαπατηθή κάτω από τα πέταλα των αλόγων και με χίλια βάσανα κατώρθωσε να τραβηχθή μακρυά από τη φασαρία. Μόλις είχε προλάβει. Απ’ όλες τις συνοικίες της Μαδρίτης ο λαός είχε ξεχυθή απειλητικός στους δρόμους. Σε λίγα λεπτά είκοσι χιλιάδες είχαν συγκεντρωθή μπροστά στα ανάκτορα. Όλη η Γαλλική έφιππος φρουρά είχε αφοπλισθή και δολοφονηθή.

Ο Μυρά, μπροστά σ’ αυτήν την αναπάντεχη ανταρσία, έχασε την ψυχραιμία του κι’ έδωσε εντολή στους άνδρες του να πατάξουν την επανάστασι με κάθε θυσία. Μα όταν κατέφθασαν οι Μαμελούκοι, οι Αφρικανοί αυτοί καβαλλάρηδες που ο Ναπολέων είχε φέρει μαζί του από την Αίγυπτο, και που ο Μυρά από αδεξιότητα εκάλεσε σε βοήθειά του, το πλήθος εξαγριώθηκε ακόμη περισσότερο νομίζοντας ότι έβλεπε μπροστά του τούς μισητούς Μαύρους. Με κραυγές λύσσας οι Ισπανοί ρίχτηκαν επάνω τους και ξεκοίλιασαν τα άλογά τους.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 7.7.1957, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Μέσα σε λίγα λεπτά όλη η Μαδρίτη είχε μεταβληθή σ’ ένα απέραντο σφαγείο. Μια δολοφονική μέθη, που είχε συνεπάρει και τις δύο αντίθετες πλευρές, δημιουργούσε τις χειρότερες φρικαλεότητες. Από τους Γάλλους καβαλλάρηδες και τους Μαμελούκους, που είχαν παγιδευθή στα στενά δρομάκια της πόλεως, δεν απέμεινε ούτε ένας. Κι’ από την άλλη πλευρά οι άνδρες του στρατηγού Γκρουσύ έμπαιναν στα σπίτια και με τα ξίφη τους έσφαζαν αδιακρίτως όποιον έβλεπαν μπροστά τους.

Οι αιματηρότερες συγκρούσεις έγιναν στην Πουέρτα ντελ Σολ. Ο Γκόγια ήταν εκεί. Ζαρωμένος στη γωνιά μιας πόρτας είδε τους Δραγώνους να διατρυπούν με τα σπαθιά τους τις γυναίκες και τα παιδιά, τους άνδρες να στοιβάζωνται μπροστά στους τοίχους των σπιτιών και να τυφεκίζωνται κατά δεκάδες, τα άλογα να ποδοπατούν τους τραυματίες και τους νεκρούς πεσμένους στα πεζοδρόμια και στους δρόμους κατά εκατοντάδες. Και ύστερα, όταν σκοτείνιασε κι’ οι σκηνές αυτές της φρίκης σκεπάσθηκαν με τα μαύρα πέπλα της νύχτας, ο Γκόγια έτρεξε στο σπίτι του και ξύπνησε τον κηπουρό του.

— Ισίδωρε, πάρε το φανάρι σου κι’ έλα μαζί μου.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 9.7.1957, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο Ισίδωρος, που είχε κερώσει από τον τρόμο του, αναγκάσθηκε θέλοντας και μη να υπακούση. Μα ο τρόμος του μεγάλωσε ακόμη πιο πολύ όταν είδε τ’ αφεντικό του να παίρνη το δρόμο της Μοντάνας ντελ Πριντσίπε, όπου είχαν γίνει οι δολοφονικώτερες μάχες και οι τρομερώτεροι τυφεκισμοί. Ο Γκόγια, ψύχραιμος και γαλήνιος, περνούσε πάνω από τα πτώματα και τέλος πήγε και κάθισε πάνω σε μια πέτρα. Έμεινε εκεί να ζωγραφίζη επί ώρες τα ακρωτηριασμένα και αιματοκυλισμένα κορμιά, ενώ ο Ισίδωρος, με τα δόντια που χτυπούσαν από το φόβο του, τον φώτιζε με το φανάρι του.

Τα σχέδια και οι «σπουδές» που ο Γκόγια έκαμε εκείνη τη φοβερή νύχτα στην Μοντάνα ντελ Πριντσίπε, κάτω από τ’ αμυδρό φως που σκόρπιζε το φανάρι του κηπουρού του, θα τον βοηθούσαν μερικά χρόνια αργότερα να φτιάξη πραγματικά αριστουργήματα. Στους πίνακές του «Η 2 Μαΐου» και «Η 3 Μαΐου», που αποτελούν το ρεαλιστικώτερο ρεπορτάζ των ημερών εκείνων της επαναστάσεως και συγχρόνως την εκδικητική κραυγή του πατριώτου εναντίον των ωμοτήτων του κατακτητού, έβαλε όλη την πικρία του λυρισμού του και την τραγικότητα του οίστρου του.


*Το ανωτέρω κείμενο για τον Φρανσίσκο Γκόγια ανήκει στο διακεκριμένο γάλλο κριτικό και ιστορικό τέχνης Pierre Cabanne (1921-2007). Δημοσιεύτηκε μεταφρασμένο στην εφημερίδα «Το Βήμα» (Κυριακή 7 και Τρίτη 9 Ιουλίου 1957), ενταγμένο σε σειρά άρθρων υπό το γενικό τίτλο «Φραντζίσκο Γκόγια – Ο ζωγράφος του ουρανού και της κολάσεως».

Ο διάσημος ισπανός ζωγράφος και χαράκτης Φρανσίσκο Γκόγια (Francisco de Goya y Lucientes) γεννήθηκε στο Fuendetodos της Σαραγόσα στις 30 Μαρτίου 1746 και απεβίωσε στο Μπορντώ της Γαλλίας στις 16 Απριλίου 1828.

Στις κεντρικές φωτογραφίες του παρόντος άρθρου εικονίζεται ο πίνακας (ελαιογραφία σε καμβά) του Γκόγια «Η 2α Μαΐου 1808 στη Μαδρίτη» ή «Η μάχη εναντίον των Μαμελούκων», έργο του 1814. Στο εσωτερικό εικονίζεται ο πίνακας (ελαιογραφία σε καμβά) του ιδίου «Η 3η Μαΐου 1808 στη Μαδρίτη» ή «Οι εκτελέσεις», έργο επίσης του 1814. Και τα δύο έργα εκτίθενται στο Μουσείο Πράδο της Μαδρίτης.