Οι δημοκράται στην Ελλάδα προ πενήντα ετών ηριθμούντο στα δάχτυλα. Η δημοκρατία ήταν τότε ακόμη το όνειρο μερικών ιδεολόγων, μερικών ονειροπόλων.

[…]

Τέτοια ήταν λοιπόν η κατάστασις προ πενήντα ετών, όταν εφάνηκε ο πιο αδιάλλακτος δημοκράτης, ο Ρόκκος Χοϊδάς.

Ο Χοϊδάς ήταν εισαγγελεύς και κατήγετο από την Κεφαλληνία, στην οποία υπήρχε κάποια κίνησις δημοκρατική, χάρις στους ξένους που κατέλαβαν την νήσο κι’ έσπειραν εκεί ιδέες λαϊκών ελευθεριών.

Ο Ρόκκος Χοϊδάς ήταν πατριώτης φλογερός. Ήθελε την Ελλάδα του μεγάλη, άσπιλο, ιδανική. Μια Ελλάδα πηγή ελευθεριών και εντός των ορίων της και έξω εις τους ξένους.

— Η Ελλάς είνε ιδέα, έλεγε, και ο Έλλην απόστολος!

Δεν ανεχότανε βασιλείς και αυθέντας. Στους Ηγεμόνας έβλεπε μια μεταμφιεσμένη τουρκική κυριαρχία επί των λαών. […]

Γύρω από τις ιδέες αυτές πέρασε ολόκληρη η ζωή του Ρόκκου Χοϊδά. Δεν αγωνιζότανε μόνον για την απελευθέρωσι του ελληνικού λαού από την Βασιλεία, αλλά και του ελληνικού γένους από τον τουρκικό ζυγό.

Για τούτο, κατά τα τελευταία έτη του Όθωνος, είχε πάει στην Ιταλία, μαζύ με τον άλλον Επτανήσιο και ιδεολόγο δημοκράτη, τον Κωνσταντίνο Λομβάρδο, για να συνεννοηθούν με τον Γαριβάλδη περί τού πώς θα επαναστατήσουν όλη την Ανατολή.


Ήταν η μόνη εποχή αυτή που ο Χοϊδάς ηνέχθη και τον μακαρίτη Όθωνα. Κι’ αυτό γιατί ο Όθων και η Κυβέρνησις των Αθηνών συνεννοούντο με την Κυβέρνησι Πεδεμοντίου για κοινή δράσι εναντίον της Τουρκίας στη Μικρά Ασία.

[…]

Οι συνεννοήσεις αυτές είχαν καταλήξει σε θετικές αποφάσεις, αλλά τα μυρίστηκε η αγγλική διπλωματία και η αγγλική πολιτική πρόλαβε κι’ εξεθρόνισε τον Όθωνα κι’ έτσι εματαίωσε την επανάστασι στην Ανατολή.

Καταπικραμένος για την αποτυχία των σχεδίων του ο Ρόκκος Χοϊδάς δεν έμεινε ήσυχος για πολύν καιρό, γιατί νέα γεγονότα τον έκαμαν ν’ αναστατωθή. Τα έβαλε αμέσως με τον μακαρίτη βασιλέα Γεώργιο, την εκλογή του οποίου, ως βασιλέως της Ελλάδος, την θεωρούσε ως παρανόμως γενομένην.

[…]

Όταν εγκαταστάθηκε η νέα δυναστεία, καθησύχασαν και οι λίγοι δημοκρατικοί, κουρασμένοι από τα γεγονότα, και μόνον ο Ρόκκος Χοϊδάς εξακολούθησε να φωνάζη και να κηρύττη τις ιδέες του, αδιαφορώντας για τις συνέπειες, αν και ήτανε… εισαγγελεύς.

[…]


Ο Χοϊδάς, για να μπορή να μιλάη ελεύθερα, όπως μιλούσε πάντοτε, αλλά και χωρίς να τον ενοχλούν, παρητήθη από εισαγγελεύς και δικηγορούσε στα δικαστήρια, υπερασπίζοντας τους πελάτες του δωρεάν.

Όταν παράτησε την εισαγγελική ιδιότητα και περιεβλήθη τη δικηγορική, άρχισε νέον πόλεμο κατά της βασιλείας και υπέρ της δημοκρατίας. Δεν άφηνε ευκαιρία που να μην παρουσιαστή και να μη μιλήση. Κι’ ο λαός, αν και δεν καταλάβαινε καλά-καλά τι του έλεγε ο Χοϊδάς, δεχότανε μ’ ενθουσιασμό τα λόγια του. Όλοι οι Αθηναίοι εγνώριζαν και αγαπούσαν τον ανιδιοτελή εκείνον δημοκράτη.

Ο Χοϊδάς ήταν όμορφος άνδρας, μετρίου αναστήματος, με μορφή που έμοιαζε με το άγαλμα του Ποσειδώνος, που είνε στο Αρχαιολογικό των Αθηνών Μουσείο. Τα γένεια του τα περιποιείτο εξαιρετικά, κι’ αυτά του έδιναν στη φυσιογνωμία του έναν τόνο αρχαϊκό.

Ήταν νευρώδης στις κινήσεις του και είχε χειμαρρώδη ευγλωττία. Εγνώριζε από μνήμης τις θεωρίες διαφόρων Ευρωπαίων δημοκρατών και επαναστατών της εποχής του κι’ έτσι στόλιζε τους λόγους του με ωραίες θεωρίες και ιδίως με αποφθέγματα του Ματσίνη, του μεγάλου Ιταλού δημοκράτου.

Ο Χοϊδάς αγαπούσε πολύ τα όπλα. Στην εποχή του ήταν ο καλύτερος της Ελλάδος σκοπευτής. Όταν έγινε το Σκοπευτήριο, κοντά στον Ιλισσό, πήγαινε καθημερινώς εκεί και γυμναζότανε στο πιστόλι.

Τόσο δε καλός σκοπευτής ήταν ο Χοϊδάς, που έγραφε με τις σφαίρες, πυροβολώντας, τ’ όνομά του επάνω στο στόχο! Έτσι είχε καταντήσει ο φόβος και ο τρόμος όλων εκείνων που ανακατευόντουσαν στην πολιτική. Κανείς δεν τολμούσε να τον καλέση σε μονομαχία. Η υπεροχή του αυτή απέναντι των άλλων τον είχε κάμει πιο ελευθερόστομο.

Τα πολιτικά πράγματα στην Ελλάδα επί Γεωργίου άρχισαν ν’ ανακατεύωνται. […] Η ομάς που είχε σχηματισθή τότε γύρω από τον βασιλέα ωνομάσθη «καμαρίλα» και ο λαός ήταν ανάστατος. Ο Ρόκκος Χοϊδάς αναστάτωνε κάθε μέρα την πλατεία του Συντάγματος με τους λόγους του.

[…]


Ο Χοϊδάς δεν έπαυε να ονειδίζη τους αυλόφρονας και να βρίζη την «καμαρίλα». Σε μια τέτοια περίστασι επιάστηκε με τον αξιωματικό του Πεζικού Δημοσθένη Στάικο. Έτσι προεκλήθη μονομαχία και όλοι κλαίγανε τον αξιωματικό, γιατί σίγουρα θα τον εσκότωνε ο Χοϊδάς, του οποίου όλοι ξέραν την ευθυβολία.

Έγινε όμως η μονομαχία και, αντί να χτυπηθή ο Στάικος, ετραυματίσθη ο Χοϊδάς, του οποίου το στήθος και τους πνεύμονας πέρασε πέρα-πέρα η σφαίρα του αντιπάλου του.

Απερίγραπτος ήταν η συγκίνησις που κατέλαβε τότε τας Αθήνας. Όλοι έλεγαν ότι λίγες ημέρες ζωής απέμειναν στον Χοϊδά. Το σπίτι του είχε μεταβληθή σε λαϊκό προσκύνημα […].

Η δημοτικότης του Χοϊδά έφτασε τότε στο κατακόρυφο. Όλοι μιλούσανε για τον Χοϊδά, σ’ όλες τις εκκλησίες γινόντουσαν ιερουργίες και αγρυπνίες υπέρ της σωτηρίας του κι’ όλος ο κόσμος με αγωνία παρακολουθούσε την κατάστασί του.

Ευτυχώς ο Χοϊδάς επέζησε. Και αι κατά του Συντάγματος απόπειραι του βασιλέως και της «καμαρίλας» απέτυχαν […].

Σε λίγον καιρό ο Ρόκκος έγινε βουλευτής και μέσα στη Βουλή, ασύδοτος πια, ξεσπούσε με τραχύτητα και πάθος κατά πάντων.

— Δεν υπήρχε «κανένα χαλινάρι για τη γλώσσα του», όπως είπε ο τότε Πρόεδρος της Βουλής.

Μια ημέρα ο Χοϊδάς άρχισε να αγορεύη:

— Για να ορθοποδήση, κύριοι, η Ελλάς, πρέπει να στήση μια μεγάλη αγχόνη στην πλατεία του Συντάγματος και να κρεμάση εκεί τον βασιλέα Γεώργιον! Δεξιά δε και αριστερά του, να κρεμάσουν τον Τρικούπη και τον Δεληγιάννη!

[…]

Μια μέρα ο Ρόκκος συνηντήθη με τον βασιλέα Γεώργιο, τον οποίο τόσο πολεμούσε.

— Εξακολουθείς να θέλης να με κρεμάσης, Ρόκκο; τον ρώτησε ο Γεώργιος.

— Πάντοτε, Μεγαλειότατε, εφ’ όσον μένεις στο θρόνο, του απάντησε εκείνος. Αν όμως παραιτηθής και γίνης δημοκρατικός πολίτης, θα γίνω ο στενώτερός σου φίλος.

— Ο Θεός να με φυλάξη από τέτοιους φίλους, του απάντησε γελώντας ο βασιλεύς.

Στα 1889 δεν υπήρχαν πια δημοκρατικές ιδέες στην Αθήνα. Τότε ο Ρόκκος Χοϊδάς, μαζύ με το διευθυντή του «Ραμπαγά», τον μακαρίτη Κλεάνθη Τριαντάφυλλο, ξαναεξέδωκαν και πάλιν τον διακοπέντα εν τω μεταξύ «Ραμπαγάν» με αρχές υπερδημοκρατικές. Τα άρθρα που δημοσίευαν ήσαν βίαια και εξυβριστικά κατά του βασιλέως. Έτσι η Δικαιοσύνη τούς κατεδίωξε και τους δυο, και άμα τους έπιασε, τους εδίκασε στο κακουργοδικείο της Αμφίσσης και τους καταδίκασε σε φυλάκισι.

Η απόφασις αυτή έκαμε εντύπωσι σ’ όλη την Ελλάδα, γιατί ήταν η πρώτη καταδικαστική απόφασις που εξεδόθη από δικαστήριο ελληνικό επί εξυβρίσει ανωτάτου άρχοντος. Μέχρι της εποχής εκείνης όλοι οι κατηγορούμενοι σχετικώς ηθωούντο.

Και ο μεν «Ραμπαγάς», χαρακτηρισθείς ως πάσχων, αφέθηκε ελεύθερος σε λίγο, και επιστρέψας στας Αθήνας ηυτοκτόνησε σε λίγες μέρες.

Ο Χοϊδάς εφυλακίσθη στην Χαλκίδα. Μέσα στη φυλακή ευρισκόμενος, και μάλιστα στις υγρές και απανθρώπους της Χαλκίδος φυλακές, απέθανε ένα πρωί, κι’ έτσι χάθηκε ο ακατάβλητος εκείνος δημοκράτης.

— Τον έφαγε το κεφάλι του, λένε ότι είπε ο Στέφανος Δραγούμης στον Τρικούπη, άμα έμαθε το θάνατό του.

— Όχι, απάντησε ο Τρικούπης, τον έφαγαν οι δικασταί!

Κι’ επειδή ήταν αγνός ιδεολόγος και μεγάλος πατριώτης, παρ’ όλες τις παραφορές του, ήταν αγαπητός απ’ όλους. Όταν έμαθαν τον θάνατό του, όλοι οι Έλληνες τον κλάψαν, οιωνδήποτε φρονημάτων και αν ήσαν. Μόνον η σημερινή δημοκρατία τον λησμόνησε.


*Κείμενο αφιερωμένο στη μνήμη του Ρόκκου Χοϊδά, δημοσιευμένο στην εβδομαδιαία εικονογραφημένη φιλολογική επιθεώρηση «Μπουκέτο» τον Ιανουάριο του 1930 (αρ. τεύχους 303).

Ο δικαστικός, πολιτικός και αρθρογράφος Ρόκκος Χοϊδάς γεννήθηκε το 1830 και απεβίωσε στις 3 Μαΐου 1890.