«Μ» όπως Μουσολίνι
Μια σειρά για τον Μουσολίνι
Γιατί σήμερα, άραγε, μια νέα μίνι σειρά πάνω στη ζωή και το «έργο» του ιταλού δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι; Μια σειρά, μάλιστα, που γυρίζεται από βρετανό σκηνοθέτη, τον Τζο Ράιτ, στα στούντιο Τσινετσιτά της Ρώμης.
Γνωστός από τη μεταφορά του πολυδιαβασμένου μυθιστορήματος «Περηφάνεια και προκατάληψη» της Τζέιν Οστεν (με την Κίρα Νάιτλι), την αριστουργηματική «Εξιλέωση» (επίσης με τη Νάιτλι) και κυρίως την «Πιο σκοτεινή ώρα» (για την οποία ο Γκάρι Ολντμαν βραβεύτηκε με το Οσκαρ Α’ ρόλου έχοντας υποδυθεί τον Ουίνστον Τσόρτσιλ), ο Τζο Ράιτ στηρίζει την τελευταία του δουλειά, «Μ», στο ομότιτλο μπεστ σέλερ του Αντόνιο Σκουράτι, στο οποίο ο τελευταίος ανιχνεύει τη γέννηση και άνθηση του φασισμού στην Ιταλία.
Χρονικά η σειρά τοποθετείται ανάμεσα στο 1919 (όταν το ιταλικό φασιστικό κόμμα δημιουργήθηκε) και το 1925, όταν ο Μουσολίνι, βγάζοντας έναν λόγο που θεωρείται ιστορικός, ανακήρυξε τον εαυτό του δικτάτορα της Ιταλίας. Στη σειρά τον υποδύεται ο Λούκα Μαρινέλι, ένα μεγάλο ταλέντο υποκριτικής και το τελευταίο που μέχρι σήμερα έχει βγει με διεθνές εκτόπισμα από την Ιταλία (τον είδαμε προσφάτως στα «Οκτώ βουνά»).
Ομως το ερώτημα παραμένει: Γιατί σήμερα αυτή η σειρά;
Σύμφωνα με τον ίδιο τον Ράιτ, η σειρά είναι επίκαιρη διότι «οι λαϊκιστές ηγέτες φυτρώνουν σε όλο τον κόσμο» όπως δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του. Στην ίδια συνέντευξη ο Ράιτ παραδέχεται ότι αν κάτι έμαθε γυρίζοντας το «Μ» αυτό είναι ότι ο «εθνικισμός είναι βλακείες» (για την ακρίβεια χρησιμοποιεί τη λέξη «bollocks») και δηλώνει ότι ελπίζει ότι «κοιτάζοντας τις ρίζες του σύγχρονου φασισμού μπορούμε πραγματικά να κατανοήσουμε από πού προέρχεται και τι βρίσκεται στο κέντρο του ή τι δεν βρίσκεται στο κέντρο του».
Είναι πολύ αμφίβολο το αν θα κατανοήσουν αυτές τις ρίζες οι ίδιοι οι φασίστες που όπως η Ιστορία έχει αποδείξει όχι μόνο είναι αμετακίνητοι στις απόψεις τους αλλά αυξάνονται κιόλας. Το πιθανότερο είναι ότι όλοι οι υπόλοιποι, οι μη φασίστες, θα ξαναδούν αυτά που ήδη γνωρίζουν και θα εμπεδώσουν τους λόγους για τους οποίους, ούτως ή άλλως, δεν είναι φασίστες. Πράγματα τα οποία ειπώθηκαν μια χαρά πριν από μισό αιώνα στην αλληγορική ταινία «Σαλό 120 μέρες στα Σόδομα» όπου ο σκηνοθέτης Πιέρ Πάολο Παζολίνι «φωτογράφιζε» πολλές καταστάσεις χωρίς να μιλά με ξακάθαρο τρόπο για συγκεκριμένα πρόσωπα. Ή από τον Μάρκο Μπελόκιο, που με την ταινία «Vincere!» («Κρυφή ερωμένη», 2009) επανερχόταν στα πρώτα χρόνια της δράσης του Μουσολίνι και με αφορμή τη σχέση με την ερωμένη του, Ιντα Ντάσλερ, με την οποία είχε αποκτήσει νόθο παιδί, έδειχνε πώς ένας κομμουνιστής μετατράπηκε σε φασίστα.
Ερωτώμενος για τον αντίκτυπο που ο «Μ» μπορεί να έχει στο κοινό νεαρών ηλικιών, ο Ράιτ έθεσε τον εαυτό του ως παράδειγμα λέγοντας ότι ως έφηβος πίστευε ότι η βασίλισσα της Αγγλίας ήταν φασίστρια, η αστυνομία ήταν φασισμός, ακόμα και οι γονείς του ήταν φασίστες επειδή δεν του επέτρεπαν να βγαίνει έξω τα βράδια.
«Αρα δεν νομίζω ότι καταλάβαινα βαθιά μέσα μου τι είναι ή τι ήταν ο φασισμός».
Πολλοί εξακολουθούν να μην καταλαβαίνουν και όλα δείχνουν ότι δεν θα καταλάβουν ποτέ.
Μήπως, όμως, όσο περίτεχνα φτιαγμένη και αν είναι (ο Ράιτ εξάλλου είναι καλλιτέχνης), μια σειρά όπως το «Μ» κρύβει κινδύνους, κυρίως επειδή γυρίζεται σήμερα; Σε μια εποχή που όπως ο ίδιος ο Ράιτ το έθεσε βλέπουμε λαϊκιστές ηγέτες να φυτρώνουν σε ολόκληρο τον πλανήτη, μια τέτοια σειρά, σήμερα, ίσως να προκαλεί περισσότερο κακό παρά καλό.
Εξάλλου ακόμα και με τη σκέψη ότι οι λαϊκιστές ηγέτες φυτρώνουν παντού, ο Ράιτ στην ουσία δηλώνει ότι εκμεταλλεύεται τη συγκυρία της αύξησης του εθνικισμού για να κάνει μια σειρά πάνω σε αυτόν. Εχει σκεφτεί άραγε ότι ασχολούμενος με ένα τέρας, άθελά του τού δίνει βήμα;
Αναρωτιέμαι, δηλαδή, αν στην Ελλάδα σήμερα γυριζόταν μια ταινία για τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, ποιους στ’ αλήθεια θα ενδιέφερε και πόσο χρήσιμη ή ακόμα και ψυχαγωγική θα μπορούσε να είναι; Θα έκανε άραγε τους υποστηρικτές αυτής της δικτατορίας να αλλάξουν γνώμη ή θα έδινε σε αυτούς που δεν την ήθελαν τότε αλλά την έζησαν, ούτως ή άλλως, να καταλάβουν γιατί η δικτατορία είναι «κακό πράγμα»;
Από την άλλη πλευρά, βεβαίως, γνωρίζω πολύ καλά ότι με αυτή τη λογική δημιουργείται ένα είδος αυτολογοκρισίας για χάρη της ηθικής. Πράγματι. Μήπως όμως ορισμένες φορές αυτή η μορφή αυτολογοκρισίας να χρειάζεται για το γενικότερο καλό;
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις