Σκυλακάκης – Αχτσιόγλου στον OT: Το debate για την ελληνική οικονομία
Οι αντεγκλήσεις των δύο πλευρών για μισθούς, ανισότητες, μέτρα στήριξης, ιδιωτικό χρέος Ταμείο Ανάκαμψης, Πρόγραμμα Σταθερότητας και επενδυτική βαθμίδα
Με την πορεία της ελληνικής οικονομίας να μη βρίσκεται επακριβώς στο επίκεντρο της προεκλογικής αντιπαράθεσης κατά τα ειωθότα, ο ΟΤ ζήτησε από τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Θόδωρο Σκυλακάκη και την τομεάρχη Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ Έφη Αχτσιόγλου να τοποθετηθούν πάνω σε μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα.
Η έναρξη, όπως αναμενόταν, ξεκινάει με διαφωνία για τα στοιχεία του ΟΟΣΑ που έδειξαν μείωση του μέσου πραγματικού μισθού κατά 7,4% το 2022. Ο κ. Σκυλακάκης αναπτύσσει μια συλλογιστική αποδόμησης, αναφέροντας ότι «H έκθεση που αναφέρεστε δεν στηρίζεται στη μέτρηση των πραγματικών μισθών», ενώ προσθέτει με νόημα πως ο Οργανισμός «δεν τα έχει πάει και πολύ καλά τα τελευταία χρόνια στις μακροοικονομικές του προβλέψεις», καθότι «στην περίπτωση της Ελλάδας, για παράδειγμα, για το 2021 προέβλεπε ανάπτυξη 0,9% και τελικά πετύχαμε ανάπτυξη 8,3%», ενώ αντιτείνει τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ και της ΕΛΣΤΑΤ που δείχνουν αύξηση.
Η κα Αχτσιόγλου «πατάει» πάνω στα στοιχεία, αναφέροντας επιπλέον πως «η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα στην Ευρώπη που την τριετία 2019-2021 ο μέσος ονομαστικός μισθός μειώθηκε», συμπληρώνοντας ότι «Η ΤτΕ επιβεβαιώνει ότι το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε το 2022», κάνοντας λόγο για «ορατή ένδειξη της κυβερνητικής αποτυχίας». Την ίδια στιγμή ο αναπληρωτής υπουργός προβλέπει ότι η φετινή ανάπτυξη θα είναι καλύτερη από τα αρχικώς προβλεπόμενα (πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο), όπως και η πορεία του πληθωρισμού, ο οποίος θα μειωθεί ταχύτερα.
Περί ανισοτήτων
Περνώντας στο συγγενές ζήτημα της ανόδου των ανισοτήτων, ο Θόδωρος Σκυλακάκης βρίσκει την ευκαιρία να επιτεθεί στην αξιωματική αντιπολίτευση λέγοντας χαρακτηριστικά «Ο ΣΥΡΙΖΑ εξουθένωσε με την υπερφορολόγηση τη μεσαία τάξη, διέλυσε τα κίνητρα για παραγωγή και δημιουργία και έπληξε με τα μέτρα του μεγάλες κατηγορίες ευάλωτων πολιτών, μεταξύ των οποίων και εκατομμύρια κοινωνικά ευάλωτους συμπολίτες μας», παραθέτοντας σειρά μέτρων που έλαβε η κυβέρνηση της ΝΔ και οδήγησαν στη μείωση της ανεργίας, καταλήγοντας «Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ, ότι η χειρότερη μορφή ανισότητας είναι η στέρηση από τους ανθρώπους της δυνατότητας να βρουν δουλειά και να κερδίσουν τη ζωή τους».
Παράλληλα, η Έφη Αχτσιόγλου «ξεδιπλώνει» τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για την επόμενη ημέρα (από τις συλλογικές συμβάσεις μέχρι την αύξηση του κατώτατου στα 880 ευρώ και τη φορολόγηση των υπερκερδών), ενώ απαντώντας στην κριτική της ΝΔ περί κοστολόγησης, αναφέρει: «Η κυβέρνηση έχει μια επιλεκτική σχέση με το «καλό» των δημοσίων οικονομικών. Όταν πρόκειται να επιδοτήσει τους ισχυρούς φίλους της, ανακαλύπτει ότι υπάρχουν τα περιθώρια για αυτό. Όταν καλείται να απαντήσει γιατί δεν παίρνει ριζικά μέτρα ανάσχεσης της ακρίβειας, επικαλείται το γνωστό παραμύθι με τα «λεφτόδεντρα».»
Πώς «βλέπουν» την επενδυτική βαθμίδα
Το επόμενο ερώτημα αφορά την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Ο κ. Σκυλακάκης εμφανίζεται σίγουρος ότι «Είμαστε στην τελική ευθεία για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας», ωστόσο θέτει την προϋπόθεση να παραμείνει στην κυβέρνηση η ΝΔ: «βασική προϋπόθεση για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας συνιστά η πολιτική σταθερότητα που θα έρθει με την ολοκλήρωση των εκλογών και την ανανέωση της κυβερνητικής θητείας για τη Νέα Δημοκρατία», ενώ προειδοποιεί πως «Αν αυτό δεν συμβεί και έχουμε μια κυβέρνηση ηττημένων τότε η επενδυτική βαθμίδα θα γίνει, δυστυχώς, όνειρο απατηλό.», πετώντας τα «βέλη» του προς τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Όμως και η κα Αχτσιόγλου δεν αφήνει την ευκαιρία να υπενθυμίσει το τι έλεγε ο κ. Μητσοτάκης: «Θα πρότεινα πάντως στα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας να είναι πιο προσεκτικά όταν αναφέρονται σε αυτήν. Καταρχήν γιατί ο κ. Μητσοτάκης ήδη πριν τις εκλογές του 2019 αλλά και έκτοτε σε κάθε στροφή του δρόμου υποσχόταν την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας ως, υποτίθεται, επιβράβευση της πολιτικής του και όπως ξέρουμε αυτό δεν συνέβη ποτέ.», ενώ σε άλλο σημείο υπενθυμίζει πως «Η Νέα Δημοκρατία βαρύνεται, ιστορικά, από τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στην χρεοκοπία της χώρας».
Ακόμη, αναφέρει ότι η κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας «είναι ένας εξαιρετικά σημαντικός στόχος για την ελληνική οικονομία και την ελληνική κοινωνία ευρύτερα», λογόζοντας ως κρίσμο το «αν η νέα επενδυτική βαθμίδα θα συνοδευτεί με την εφαρμογή ενός νέου αναπτυξιακού και επενδυτικού σχεδίου για τη χώρα».
«Μάχη» για ιδιωτικό χρέος και προτάσεις-λύσεις
Αναφορικά με το μεγάλο «αγκάθι» του ιδιωτικού χρέους, ο κ.Σκυλακάκης αναφέρεται στις κινήσεις της κυβέρνησης μέσω Εξωδικαστικού και άλλων παρεμβάσεων, και σημειώνει: «Επιδιώκουμε στο δύσκολο αυτό θέμα δίκαιες λύσεις, που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της κοινωνίας, αλλά και στις υποχρεώσεις που -επί ΣΥΡΙΖΑ προπαντός- έχει αναλάβει η χώρα», για να συμπληρώσει με νόημα ότι «δεν φαίνεται να υπάρχει ανάλογη διάθεση από πλευράς αξιωματικής αντιπολίτευσης, κρίνοντας από τις ανεδαφικές προτάσεις της για τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους.
Προτάσεις, που γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν πρόκειται ποτέ να γίνουν δεκτές από τους θεσμούς, εξού και έκανε τα τελείως αντίθετα από αυτά που λέει σήμερα, όταν είχε την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας». Η Έφη Αχτσιόγλου, από την πλευρά της, κάνει λόγο για «συλλογικό» χρέος και υπόσχεται -μεταξύ άλλων «ρύθμιση χρεών (Δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία) με 120 δόσεις και διαγραφή μέρους της βασικής οφειλής για χρέη που δημιουργήθηκαν στην περίοδο της πανδημίας και μετά», αλλά και στην προστασία της πρώτης κατοικίας και καταλήγει: «Πρόκειται για ένα πλαίσιο απολύτως ρεαλιστικό και ασφαλώς συμβατό με το ενωσιακό δίκαιο».
Η συζήτηση επεκτείνεται και και στα επιτόκια και τη στεγαστική πολιτική των δύο κομμάτων, με τον κ. Σκυλακάκη να αναφέρει πως «Η άνοδος των επιτοκίων είναι διεθνές μέτρο πολιτικής, το οποίο δεν μπορούμε να επηρεάσουμε. Οι παρεμβάσεις μας μέσα από τις αυτοδεσμεύσεις του τραπεζικού συστήματος και το πρόγραμμα «Σπίτι μου» απαλύνουν εν μέρει το πρόβλημα, αλλά δεν μπορούν να το αντισταθμίσουν πλήρως. Μόνο ο ταχύτερος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης και η αποκλιμάκωση διεθνώς του πληθωρισμού θα επαναφέρουν την ισορροπία».
Η κα Αχτσιόγλου τονίζει ότι «Το ζήτημα της κατοικίας αφορά τη νέα γενιά, αλλά και τα μεσαία στρώματα που νιώθουν την ασφυκτική πίεση από την άνοδο των ενοικίων και τις αρνητικές συνέπειες της άναρχης τουριστικοποίησης», ενώ συμπληρώνει πως «η λύση βρίσκεται στη ρύθμιση και στην κρατική παρέμβαση: έλεγχος των βραχυχρόνιων μισθώσεων, διπλασιασμός και επέκταση των επιδοτήσεων που αφορούν την ενοικίαση, δημιουργία τράπεζας στέγης και διάθεση διαμερισμάτων σε νέα ζευγάρια με ευνοϊκούς όρους. Σ αυτά επιμένει το κυβερνητικό μας πρόγραμμα» και σημειώνει χαρακτηριστικά: «δεν γίνονταν και -δεν θα γίνονται- επί ΣΥΡΙΖΑ πλειστηριασμοί πρώτων κατοικιών λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων».
Τι φέρνει το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης
Όλα τα παραπάνω τίθενται σε ένα προεκλογικό πλαίσιο, αλλά τι φέρνει για την επόμενη ημέρα η επιχειρούμενη αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης; Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θόδωρος Σκυλακάκης σημειώνει: «Μία από τις σημαντικότερες προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ είναι η «αλά καρτ» διαπραγμάτευση, η συζήτηση δηλαδή με κάθε κράτος – μέλος για την κατάρτιση ενός σχεδίου μείωσης χρέους και ελλείμματος, που θα διασφαλίζει ότι δεν θα υπονομεύονται οι επενδύσεις. Εξέλιξη, που μας δίνει τη δυνατότητα να διεκδικήσουμε -στο μέτρο του δυνατού- ένα σχέδιο προσαρμοσμένο στις ανάγκες της οικονομίας μας, ιδίως όταν αποδεικνύουμε έμπρακτα -όπως έγινε το 2022, όταν αντί για πρωτογενές έλλειμμα, φέραμε ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα ένα χρόνο νωρίτερα απ’ ότι είχαμε υποσχεθεί- ότι πετυχαίνουμε και υπερβαίνουμε τους δημοσιονομικούς μας στόχους, χάρη στην υπεύθυνη δημοσιονομική διαχείριση και στους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης», ενώ προσθέτει ότι «κλειδί» αποτελεί «η αποτελεσματική αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας».
Η κα Αχτσιόγλου καλωσορίζει την πρόθεση για αλλαγή, τονίζοντας πως «Το ζητούμενο είναι η κατεύθυνση της αλλαγής. Εκεί τα πράγματα είναι ανησυχητικά, καθώς απ’ ό,τι φαίνεται δεν υπάρχει απεγκλωβισμός από τους εν πολλοίς αυθαίρετους αριθμητικούς κανόνες για το χρέος και το έλλειμμα. Ξέρουμε, και από την πρόσφατη ιστορία της χώρας και τα ίδια τα δεδομένα, ότι αυτοί οι στόχοι, ιδίως όταν δεν συνδυάζονται με στοχεύσεις επίτευξης άλλων δεικτών (π.χ. για την ανεργία, τις ανισότητες κ.λπ.) ναρκοθετούν την κοινωνική ευημερία» και καταλήγει: «Η κυβέρνηση όφειλε να πάρει μέρος στις συζητήσεις που έλαβαν χώρα το προηγούμενο διάστημα. Να συνεργαστεί με άλλες κυβερνήσεις σε χώρες με παρόμοια προβλήματα για κοινές διεκδικήσεις. Δεν το έκανε».
Ερωτώμενη και για το σχέδιο «Δήμητρα» του κ. Βαρουφάκη, για το οποίο έγινε τόσος ντόρος, ξεκαθαρίζει ότι «την οικονομική πολιτική της προοδευτικής κυβέρνησης θα την καθορίσει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Από εκεί και πέρα, οι εξαγγελίες του κυρίου Βαρουφάκη παραπέμπουν περισσότερο σε ασκήσεις επί χάρτου, οι οποίες συγκλίνουν επικίνδυνα με τις ιδεοληψίες του κ. Σόιμπλε».
Δύο διαφορετικές αντιλήψεις για το Ταμείο Ανάκαμψης
Η συνέντευξη ολοκληρώνεται με το ζήτημα του Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η τομεάρχης Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ επιτίθεται στην κυβέρνηση, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «Στο σχέδιο της Νέας Δημοκρατίας το Ταμείο Ανάκαμψης εκφυλίστηκε σε έναν μηχανισμό ανακύκλωσης των παθογενειών του παρελθόντος και πρόχειρης στήριξης ενός στρεβλού αναπτυξιακού μοντέλου.
Ο λόγος είναι απλός: η Νέα Δημοκρατία είναι συνδεδεμένη με ισχυρά οικονομικά συμφέροντα που έχουν συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός ιδιόμορφου κρατικοδίαιτου καπιταλισμού όπου οι όποιες ευρωπαϊκές ενισχύσεις μετατρέπονται σε απευθείας αναθέσεις και ένα στενό μοίρασμα της τράπουλας μεταξύ λίγων παικτών. Αλλά και οι επενδύσεις στις οποίες συχνά αναφέρεται η ΝΔ την τελευταία τετραετία δεν έχουν καμία σχέση με την προσθήκη νέων αξιών στην ελληνική οικονομία. Στη συντριπτική τους πλειονότητα αφορούν την εξαγορά υπαρχόντων αξιών κυρίως μέσω ιδιωτικοποιήσεων (όπως στη ΔΕΗ και τον ΔΕΔΔΗΕ), την αγορά κόκκινων δανείων από funds και το real estate στον τουρισμό.
Είναι ενδεικτικό ότι σ’ αυτή της τη διακυβέρνηση η ΝΔ δεκαπλασίασε το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και έφτασε στο αρνητικό ρεκόρ του 10% ΑΕΠ. Το οικονομικό μοντέλο της ΝΔ δεν είναι μόνο αντικοινωνικό. Είναι και αποτυχημένο», ενώ προαναγγέλει «Αλλαγή λοιπόν του σχεδίου για το Ταμείο Ανάκαμψης για να έχουμε αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξής στη χώρα μας»
Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών απαντά στην κριτική της αντιπολίτευσης ως εξής: «Η Ελλάδα είναι πρωτοπόρος στην αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης. Έχουν, ήδη, εισρεύσει άνω των 11 δισ. ευρώ στα Ταμεία του Κράτους (έχουμε υποβάλει δύο αιτήματα πληρωμής και στις επόμενες ημέρες θα υποβάλουμε και το τρίτο αίτημα). Έχει ξεκινήσει, δυναμικά, η κινητοποίηση τεράστιων δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων, στο πλαίσιο του ελληνικού Προγράμματος «Ελλάδα 2.0», το οποίο διατρέχεται από όρους απόλυτης διαφάνειας. Μαζί με τους πόρους του REPowerEU (υποβλήθηκε 30/3 αίτημα για 5 δισ. ευρώ δάνεια) αναμένεται να κινητοποιηθούν επενδύσεις, συνολικού προϋπολογισμού περί τα 70 δισ. ευρώ. Βρίσκονται σε εξέλιξη τουλάχιστον 267 διαγωνισμοί, συνολικής δημόσιας δαπάνης που υπερβαίνει τα 3,37 δισ. ευρώ», ενώ Όσον αφορά στα προγράμματα ενίσχυσης επιχειρηματικότητας, από αυτά για τα οποία έχει ολοκληρωθεί η υποβολή αιτήσεων ενισχύονται 91.216 πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, με τη συνολική δημόσια δαπάνη να διαμορφώνεται στα 646.975.321,32 ευρώ».
Ακολουθεί ολόκληρο το debate Σκυλακάκη-Αχτσιόγλου
ΑΕΠ-μισθοί
-Η σημαντική άνοδος του ΑΕΠ το 2022 συνοδεύτηκε από μείωση του μέσου πραγματικού μισθού κατά 7,4% το 2022, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ. Πώς το σχολιάζετε; Ποια είναι η πρόβλεψή σας για ΑΕΠ και πληθωρισμό το 2023;
Σκυλακάκης: Το 2022 το ΑΕΠ αυξήθηκε εντυπωσιακά, πάνω από 25 δισ. ευρώ, ενώ παράλληλα πετύχαμε πρωτογενές πλεόνασμα, νωρίτερα του αναμενομένου, χάρη στις αποτελεσματικές -όπως προκύπτει, άλλωστε, από τα στατιστικά στοιχεία- πολιτικές που ακολουθήσαμε και στις μεταρρυθμίσεις που υλοποιήσαμε, οι οποίες γίνονται, σήμερα, αποδεκτές από τους πολίτες. Και αυτά τα επιτεύγματα αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη αξία, δεδομένου ότι τα πετύχαμε εν μέσω δυσμενών συνθηκών, καθώς τις δύο πρωτοφανείς εξωγενείς κρίσεις του 2020-2021 (πανδημία και εξ’ ανατολών επιθετικότητα), διαδέχτηκε ακόμη μια εξωγενής κρίση, η ενεργειακή – πληθωριστική που έφερε η εισβολή Πούτιν στην Ουκρανία.
H έκθεση που αναφέρεστε δεν στηρίζεται στη μέτρηση των πραγματικών μισθών. Είναι μια εκτίμηση που έχει ως βάση το μακροοικονομικό σενάριο του ΟΟΣΑ (που δεν τα έχει πάει και πολύ καλά τα τελευταία χρόνια στις μακροοικονομικές του προβλέψεις. Στην περίπτωση της Ελλάδας, για παράδειγμα, για το 2021 προέβλεπε ανάπτυξη 0,9% και τελικά πετύχαμε ανάπτυξη 8,3%). Δεν συμφωνούμε με την εκτίμηση αυτή. Από τα στοιχεία που έχουμε δεν είναι ρεαλιστική. Βασίζεται σε μία εκτίμηση του Οργανισμού, του Νοεμβρίου του 2022 για αύξηση των ακαθάριστων αμοιβών, ανά εργαζόμενο, κατά μόλις 1,5%. Ωστόσο, τώρα, πλέον, έχουμε τα πραγματικά στοιχεία. Τα στοιχεία του ΕΡΓΑΝΗ δείχνουν αύξηση των ονομαστικών μισθών κατά 5,2%, ενώ ο δείκτης μισθολογικού κόστους της ΕΛΣΤΑΤ δείχνει αύξηση 4,5% το τέταρτο τρίμηνο του 2022. Επιπροσθέτως, δεν αφορά στο διαθέσιμο εισόδημα, αλλά στο μισθολογικό κόστος. Οπότε δεν λαμβάνει υπόψη του ούτε τις απ’ ευθείας ενισχύσεις που έλαβαν οι μισθωτοί από τα κυβερνητικά μέτρα ούτε τη μείωση της φορολογίας, ενώ αντιμετωπίζεται αρνητικά, στατιστικά, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών (ως μείωση μισθολογικού κόστους), που στην πραγματικότητα αυξάνει το διαθέσιμο εισόδημα. Συνεπώς, δεν θεωρούμε την εκτίμηση αυτή ως αντιπροσωπευτική, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, των εξελίξεων στο διαθέσιμο εισόδημα των μισθωτών σε ένα έτος υψηλού πληθωρισμού.
Σε σχέση με τον κατώτατο μισθό, αξίζει να επισημανθεί πως στα χρόνια της διακυβέρνησής μας ανήλθε σε 780 ευρώ, από 650 ευρώ (20% αύξηση). Ο στόχος -όπως έχει εξαγγείλει ο Πρωθυπουργός- είναι να διαμορφωθεί ο κατώτατος μισθός στα 950 ευρώ και ο μέσος μισθός στα 1.500 ευρώ, εντός της επόμενης τετραετίας.
Όσον αφορά στην ανάπτυξη, το τρέχον έτος αναμένεται να διαμορφωθεί σε υψηλότερα επίπεδα, από αυτά που είχαμε προβλέψει στον Προϋπολογισμό του 2023. Και θα είναι σίγουρα σημαντικά υψηλότερη από το μέσο όρο της Ευρωζώνης και των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ και ο πληθωρισμός μειώνεται, σήμερα, ταχύτερα από το ρυθμό που είχαμε προβλέψει στον προϋπολογισμό.
– Υποστηρίζετε ότι υπάρχει μείωση εισοδημάτων κάτι το οποίο οφείλεται και στην κυβερνητική πολιτική, εκτός του πληθωρισμού. Εσείς τι θα κάνατε εάν ήσασταν κυβέρνηση; Ποιο είναι το οικονομικό σχέδιό σας για την επόμενη μέρα;
Αχτσιόγλου: Το ότι έχουμε μείωση του εισοδήματος των πολιτών δεν είναι ζήτημα ερμηνείας. Είναι η πραγματικότητα. Αυτό φανερώνουν μια σειρά από δείκτες. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα στην Ευρώπη που την τριετία 2019-2021 ο μέσος ονομαστικός μισθός μειώθηκε, ενώ και το 2022 μειώθηκε ο πραγματικός μέσος μισθός κατά 7,5%. Η ΤτΕ επιβεβαιώνει ότι το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε το 2022. Και φυσικά, πέραν αυτών, αυτό δηλώνουν και οι ίδιοι οι πολίτες που βλέπουν τα εισοδήματά τους να εξανεμίζονται μέσα από τις διαρκείς αυξήσεις των ειδών πρώτης ανάγκης.
Αυτά τα αποτελέσματα είναι η ορατή ένδειξη της κυβερνητικής αποτυχίας. Η κυβέρνηση αποδιάρθρωσε κάθε μηχανισμό αύξησης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα (όπως αυτός των συλλογικών διαπραγματεύσεων), ενώ κράτησε καθηλωμένους τους μισθούς σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα με αποτέλεσμα η πληθωριστική κρίση να τους ροκανίσει. Την ίδια ώρα, η συνολική στρατηγική της απέναντι στην κρίση ακρίβειας οδήγησε σε μια ασφυκτική συνθήκη για τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών. Θυμίζω ότι η κυβέρνηση αρχικά αδιαφόρησε για το πρόβλημα και στη συνέχεια επιδόθηκε σε μια αναποτελεσματική πολιτική επιδοτήσεων, δεν συγκρούστηκε με τον πυρήνα της ακρίβειας. Το αντίθετο συνέβη. Τον επιδότησε, όπως στο χαρακτηριστικό παράδειγμα της ενέργειας.
Η δική μας πρόταση εκκινεί από το αυτονόητο: να συγκρουστούμε με τον πυρήνα του προβλήματος.
Και στο έδαφος αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. από την πρώτη κιόλας μέρα θα παρέμβει στην αγορά ενέργειας, όπου εκεί πρωτίστως υπάρχει αισχροκέρδεια. Θα τεθούν κανόνες που αντιστοιχούν στην επιβολή πραγματικού πλαφόν στις τιμές και άρα στον αποκλεισμό συγκέντρωσης υπερκερδών. Ταυτόχρονα, θα προχωρήσουμε στη μείωση του ΦΠΑ στα είδη πρώτης ανάγκης και του ΕΦΚ στα καύσιμα. Η δέσμη αυτή, σε συνδυασμό με εντατικούς ελέγχους πάταξης της κερδοσκοπίας, θα συγκρατήσει τις τιμές.
Αυτά μόνο δεν φτάνουν. Χρειάζεται η ενίσχυση του εισοδήματος, που έχει μειωθεί δραστικά για τις παραγωγικές τάξεις και τους συνταξιούχους. Εκεί, θα προχωρήσουμε σε αυξήσεις ανάλογα με τον πληθωρισμό στους μισθούς των εργαζομένων στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα. Συγκεκριμένα, ο κατώτατος μισθός στον ιδιωτικό τομέα θα αυξηθεί στα 880 ευρώ και θα θεσμοθετηθεί μηχανισμός αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής για τα επόμενα έτη, πράγμα που σημαίνει ότι ο κατώτατος μισθός θα αυξάνεται τουλάχιστον στο ύψος του πληθωρισμού. Ο ίδιος μηχανισμός θα οδηγήσει σε αύξηση κατά 10% των μισθών στο σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων για το 2023 και θα συνεχίσει ανάλογα με τον πληθωρισμό τα επόμενα έτη. Παράλληλα εστιασμένα μέτρα όπως η επαναφορά της 13ης σύνταξης και η συνέχιση της εφαρμογής του νόμου του ΣΥΡΙΖΑ για τις ετήσιες αυξήσεις θα τονώσουν το εισόδημα των συνταξιούχων. Συγχρόνως, διεύρυνση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών θα φέρει και η θέσπιση ενιαίου αφορολόγητου στις 10.000 ευρώ για όλους (ελεύθερους επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενους, μισθωτούς και συνταξιούχους), όπως προβλέπει το κυβερνητικό μας πρόγραμμα.
Ανισότητες – Μέτρα στήριξης
-Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ σας κατηγορεί για άνοδο των κοινωνικών ανισοτήτων πριν από το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης. Τί απαντάτε σε αυτό;
Σκυλακάκης: Η απάντησή μου είναι απλή. Είναι η σύγκριση των πολιτικών των δύο κυβερνήσεων για τις μεγάλες κοινωνικές ομάδες. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξουθένωσε με την υπερφορολόγηση τη μεσαία τάξη, διέλυσε τα κίνητρα για παραγωγή και δημιουργία και έπληξε με τα μέτρα του μεγάλες κατηγορίες ευάλωτων πολιτών, μεταξύ των οποίων και εκατομμύρια κοινωνικά ευάλωτους συμπολίτες μας. Χαρακτηριστικά αναφέρω την περίπτωση των μισθωτών. Στην τετραετία της ΝΔ υπήρξε μόνιμη κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα, μείωση φορολογίας των φυσικών προσώπων με εισαγωγικό συντελεστή, πλέον, το 9%, αύξηση του αφορολόγητου 1.000 ευρώ για κάθε παιδί, μείωση κατά 4 μονάδες -τεράστια παρέμβαση- των ασφαλιστικών εισφορών και διαδοχικές αυξήσεις στον κατώτατο μισθό που έφτασε τα 780 ευρώ.
Στον αντίποδα, επί ΣΥΡΙΖΑ αυξήθηκε η εισφορά αλληλεγγύης για όλα τα εισοδήματα από τα 12.000 ευρώ και πάνω, μειώθηκε το αφορολόγητο στα 8.636 ευρώ, καταργήθηκαν οι φοροαπαλλαγές για τις ιατρικές δαπάνες και η έκπτωση 1,5% για μισθωτή εργασία.
Στους ελεύθερους επαγγελματίες και στις επιχειρήσεις, κατά τη διακυβέρνησή μας, είχαμε μείωση του φορολογικού συντελεστή για τα φυσικά πρόσωπα στο 9% και σοβαρή μείωση των εξοντωτικών ασφαλιστικών εισφορών. Μειώσαμε επίσης το φόρο επιχειρήσεων από το 28% στο 22% και το φόρο μερισμάτων, που κατεξοχήν αφορά τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις από το 10% στο 5%. Μειώσαμε, ακόμη, την προκαταβολή φόρου, για τα φυσικά πρόσωπα στο 55% και για τα νομικά στο 80%.
Οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι επιχειρηματίες, κυρίως οι μικροί και οι μεσαίοι επιχειρηματίες, βίωσαν αντίθετα την τετραετία 2015-2018: αύξηση της φορολογίας, με κατάργηση της αυτοτελούς φορολόγησης, αύξηση της προκαταβολής φόρου στο 100%, που μεταφράζεται σε αφανισμό κάθε δυνατότητας επένδυσης των κερδών. Ακόμη, υπήρξε αύξηση για τα νομικά πρόσωπα, από το 26% στο 29% του φόρου επιχειρήσεων και από το 10% στο 15% του φόρου των μερισμάτων για μια ολόκληρη τετραετία.
Στους συνταξιούχους ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχέθηκε το 2014 αύξηση των συντάξεων. Ωστόσο την περίοδο που κυβέρνησε έκανε πάνω από 10 διαφορετικές μειώσεις των συντάξεων. Μείωσε την κατώτατη σύνταξη από τα 486 στα 393 ευρώ, μείωσε τις επικουρικές, αύξησε την εισφορά υγείας από το 4% στο 6% και έβαλε εισφορά υγείας για πρώτη φορά στις επικουρικές. Μείωσε, επίσης, την εθνική σύνταξη για τις συντάξεις αναπηρίας για όσους είχαν ποσοστό αναπηρίας κάτω από 80% και κατήργησε το ΕΚΑΣ για 370 χιλιάδες χαμηλοσυνταξιούχους.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αντίθετα, αύξησε τη συνταξιοδοτική δαπάνη από τα 28,5 δισ. ευρώ το 2019 στα 31,7 δισ. ευρώ το 2023, ενώ κατάργησε και την εισφορά αλληλεγγύης για τον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα.
Τέλος, η κυβέρνησή μας μείωσε την ανεργία από το 17% στα σημερινά επίπεδα. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ, ότι η χειρότερη μορφή ανισότητας είναι η στέρηση από τους ανθρώπους της δυνατότητας να βρουν δουλειά και να κερδίσουν τη ζωή τους.
– Η κυβέρνηση σας κατηγορεί ότι οι προτάσεις θα στοίχιζαν δεκάδες δισ. ευρώ και είναι εκτός δημοσιονομικής πραγματικότητας. Πώς απαντάτε σε αυτό;
Αχτσιόγλου: Η κυβέρνηση έχει μια επιλεκτική σχέση με το «καλό» των δημοσίων οικονομικών. Όταν πρόκειται να επιδοτήσει τους ισχυρούς φίλους της, ανακαλύπτει ότι υπάρχουν τα περιθώρια για αυτό. Όταν καλείται να απαντήσει γιατί δεν παίρνει ριζικά μέτρα ανάσχεσης της ακρίβειας, επικαλείται το γνωστό παραμύθι με τα «λεφτόδεντρα».
Τα πράγματα είναι απλά. Το δημοσιονομικό κόστος των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι της τάξης των 5,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το πρόγραμμά μας προβλέπει δαπάνες όπως η αύξηση των μισθών στο δημόσιο, προβλέπει όμως και έσοδα από τη φορολόγηση των υπερκερδών των εταιρειών της ενέργειας και την αύξηση της φορολογίας στα υψηλά μερίσματα. Αυτά τα μέτρα απαιτεί η κατεπείγουσα ανάγκη ανάσχεσης της ακρίβειας. Και αυτά είναι μέτρα κοινωνικά δίκαια. Εμείς επιλέγουμε τη στήριξη της κοινωνίας. Αυτό είναι που τρομάζει την κυβέρνηση και την οδηγεί, για μια ακόμα φορά, στην προσπάθεια τρομοκράτησης των πολιτών.
Επενδυτική βαθμίδα
-Η αντιπολίτευση αναφέρει, δηκτικά, ότι είχατε υποσχεθεί προεκλογικά την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας, κάτι το οποίο δε συνέβη. Πότε πιστεύετε ότι θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος; Γιατί είναι σημαντικός για την ελληνική οικονομία;
Σκυλακάκης: Είμαστε στην τελική ευθεία για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Ακολουθώντας μια συνετή και αποτελεσματική οικονομική και δημοσιονομική πολιτική φτάσαμε στις 13 επιτυχημένες αξιολογήσεις από τους θεσμούς και στην επίτευξη 12 αναβαθμίσεων από τους επενδυτικούς οίκους, παρά τα τεράστια εμπόδια που έβαλαν οι διαδοχικές κρίσεις στην προσπάθειά μας.
Μετά την περιπέτεια του 2015, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας ήταν ένα μεγάλο «στοίχημα» που κατάφερε να κερδίσει η παρούσα κυβέρνηση. Μειώσαμε, δραστικά, φόρους και εισφορές, αναδεικνύοντας τα κίνητρα της οικονομικής δραστηριότητας ως κεντρικό μοχλό της πολιτικής μας, ενώ παράλληλα υλοποιήσαμε πολλές, αποτελεσματικές μεταρρυθμίσεις. Έτσι, ανατρέψαμε την ιδεοληπτική, οικονομική πολιτική των προκατόχων μας. Άλλωστε, ο ΣΥΡΙΖΑ έχοντας στο DNA του την υπέρογκη φορολογία στην εργασία και στο κεφάλαιο και την απροκάλυπτα εχθρική στάση απέναντι στην επιχειρηματικότητα και στην ιδιωτική πρωτοβουλία, δεν ήταν και δεν θα είναι ποτέ σε θέση να αντιληφθεί πώς ακριβώς λειτουργεί η οικονομία.
Μεγάλο «στοίχημα» για την επόμενη τετραετία αποτελεί η διατήρηση και η ενίσχυση αυτής της εμπιστοσύνης. Και βασική προϋπόθεση για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας συνιστά η πολιτική σταθερότητα που θα έρθει με την ολοκλήρωση των εκλογών και την ανανέωση της κυβερνητικής θητείας για τη Νέα Δημοκρατία. Αν αυτό δεν συμβεί και έχουμε μια κυβέρνηση ηττημένων τότε η επενδυτική βαθμίδα θα γίνει, δυστυχώς, όνειρο απατηλό.
– Πιστεύετε ότι η κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα πρέπει να είναι εθνικός στόχος; Κάποιοι στη ΝΔ έχουν κάνει συγκρίσεις με τη βρετανίδα Λιζ Τρας και τις αγορές, σε περίπτωση που εκλεγόταν κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ. Είστε πλέον φιλικοί με τις αγορές;
Αχτσιόγλου: Η κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας προφανώς είναι ένας εξαιρετικά σημαντικός στόχος για την ελληνική οικονομία και την ελληνική κοινωνία ευρύτερα. Θα πρότεινα πάντως στα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας να είναι πιο προσεκτικά όταν αναφέρονται σε αυτήν. Καταρχήν γιατί ο κ. Μητσοτάκης ήδη πριν τις εκλογές του 2019 αλλά και έκτοτε σε κάθε στροφή του δρόμου υποσχόταν την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας ως, υποτίθεται, επιβράβευση της πολιτικής του και όπως ξέρουμε αυτό δεν συνέβη ποτέ.
Από εκεί και πέρα, το μεγάλο θέμα δεν είναι το πότε ακριβώς, αλλά τι θα σημάνει η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. Δηλαδή αν θα οδηγηθούμε στην αναπαραγωγή στρεβλών μοντέλων οικονομικής πολιτικής που μας οδήγησαν στην χρεοκοπία ή αν η νέα επενδυτική βαθμίδα θα συνοδευτεί με την εφαρμογή ενός νέου αναπτυξιακού και επενδυτικού σχεδίου για τη χώρα.
Η Νέα Δημοκρατία βαρύνεται, ιστορικά, από τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στην χρεοκοπία της χώρας. Είχε μια ευκαιρία να δείξει ότι το έχει αντιληφθεί. Την σπατάλησε. Όπως σπατάλησε τα δημόσια οικονομικά μέσα από τις προκλητικές απευθείας αναθέσεις και την επιδότηση της κερδοσκοπίας, ενώ την ίδια στιγμή το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος εκτινάχθηκε. Ο ΣΥΡΙΖΑ, και αυτό δεν αλλάζει, έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια, ρύθμισε το δημόσιο χρέος, πράγμα που έχει δημιουργήσει έναν καθαρό διάδρομο δεκαετίας για τη χώρα, παρά τις τυχόν αναταράξεις στις αγορές, και άφησε ένα σημαντικό αποθεματικό ταμειακών διαθεσίμων ύψους 37 δισ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, έχει δώσει απτά δείγματα γραφής για τη διαχείριση των δημοσιονομικών της χώρας. Και μετά τις εκλογές της 21ης Μαΐου θα είναι η πολιτική δύναμη που θα αντιμετωπίσει ουσιαστικά την ακρίβεια και θα ρυθμίσει το ζήτημα του ιδιωτικού χρέους. Πάνω σε αυτές τις υγιείς βάσεις, η κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα είναι ένα πολύτιμο κεκτημένο για μια νέα αναπτυξιακή πορεία της χώρας.
Ιδιωτικό χρέος
-Το ιδιωτικό χρέος διογκώθηκε κατά τα τελευταία χρόνια. Εκτιμάτε ότι χρειάζεται κάτι επιπλέον από τα μέτρα που έχετε λάβει και ποιο είναι αυτό;
Σκυλακάκης: Η διαχείριση του ιδιωτικού χρέους είναι μία άκρως απαιτητική, πολυπαραγοντική εξίσωση. Και η επίλυσή της προϋποθέτει σοβαρότητα και αφοσίωση, εξειδικευμένες γνώσεις και συστηματική παρακολούθηση των παραμέτρων που επηρεάζουν την πορεία του ιδιωτικού χρέους, σε συνδυασμό με τη αναγκαία, κοινωνική ευαισθησία. Το καλύτερο εργαλείο για τη μείωση του ιδιωτικού χρέους είναι η οικονομική ανάπτυξη, που αυξάνει την αξία των περιουσιακών στοιχείων και το ύψος των εισοδημάτων, και δίνει τη δυνατότητα στα νοικοκυριά να βρουν λύσεις, αξιοποιώντας τα πολλά εργαλεία που δίνει, πλέον, το κράτος. Ανάπτυξη, από όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς που διεκδικούν τη συμμετοχή στην κυβέρνηση, μόνο η Νέα Δημοκρατία μπορεί, σήμερα, να εγγυηθεί στους Έλληνες πολίτες.
Το ιδιωτικό χρέος επιβαρύνθηκε ασφαλώς από τις δύο τεράστιες εξωγενείς κρίσεις που κληθήκαμε να διαχειριστούμε και θα είχε πολύ χειρότερη πορεία αν δεν είχαμε θεσπίσει μέτρα ύψους άνω των 57 δισ. ευρώ, που κράτησαν όρθια την οικονομία και την κοινωνία στα δύσκολα χρόνια της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης. Στις πρωτοβουλίες που έχουμε, ήδη, λάβει συμπεριλαμβάνονται, επίσης, τα μέτρα που ωθούν τράπεζες και εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, να ρυθμίζουν διμερώς μη-εξυπηρετούμενα δάνεια νοικοκυριών και επιχειρήσεων (κάτι που έχει πλέον αρχίσει να γίνεται μαζικά), αλλά και η ίδρυση του Κεντρικού Μητρώου Πιστώσεων και του Παρατηρητηρίου Πιστοληπτικής Επέκτασης. Ταυτόχρονα, δημιουργήσαμε ένα νέο αποτελεσματικό εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών, ένα εργαλείο που επί ΣΥΡΙΖΑ ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτο και το οποίο είναι, πλέον, πλήρως λειτουργικό. Τέλος -μεταξύ άλλων-, δώσαμε τη μάχη για να διευρυνθούν κατά 30% τα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια για την ένταξη των ευάλωτων ενήμερων δανειοληπτών στο πρόγραμμα επιδότησης της δόσης στεγαστικών δανείων του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Επιδιώκουμε στο δύσκολο αυτό θέμα δίκαιες λύσεις, που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της κοινωνίας, αλλά και στις υποχρεώσεις που -επί ΣΥΡΙΖΑ προπαντός- έχει αναλάβει η χώρα. Δυστυχώς, δεν φαίνεται να υπάρχει ανάλογη διάθεση από πλευράς αξιωματικής αντιπολίτευσης, κρίνοντας από τις ανεδαφικές προτάσεις της για τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους. Προτάσεις, που γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν πρόκειται ποτέ να γίνουν δεκτές από τους θεσμούς, εξού και έκανε τα τελείως αντίθετα από αυτά που λέει σήμερα, όταν είχε την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας.
– Έχετε επανειλημμένα αναφερθεί στην ανάγκη μείωσης του ιδιωτικού χρέους. Με ποιους τρόπους θα πρέπει να γίνει αυτό, δεομένου ότι η ΝΔ αναφέρει ότι το «κούρεμα» χρέους δεν είναι συμβατό με τους ευρωπαϊκούς κανόνες;
Αχτσιόγλου: Το ιδιωτικό χρέος είναι μία υπόθεση που αφορά εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας και επηρεάζει καθοριστικά την πορεία της ελληνικής οικονομίας στο σύνολό της. Το ξέρουμε από την εμπειρία της προηγούμενης οικονομικής κρίσης: το ιδιωτικό χρέος είναι την ίδια στιγμή «συλλογικό» χρέος. Δεν μπορεί λοιπόν να υπάρξει ισχυρή ελληνική οικονομία με τεράστιο ιδιωτικό χρέος.
Το δικό μας πρόγραμμα εστιάζει στην ανάγκη λήψης συγκεκριμένων μέτρων που θα δώσουν μία πολύτιμη ανάσα σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις προκειμένου να σταθούν στα πόδια τους και να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της χώρας. Στο πλαίσιο αυτό, η προοδευτική κυβέρνηση θα προχωρήσει σε δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη αφορά τη ρύθμιση χρεών (Δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία) με 120 δόσεις και διαγραφή μέρους της βασικής οφειλής για χρέη που δημιουργήθηκαν στην περίοδο της πανδημίας και μετά. Θυμίζω ότι αυτή η ρύθμιση, με τα ίδια χαρακτηριστικά, εφαρμόστηκε από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για τα χρέη στα ασφαλιστικά ταμεία το 2019 και φυσικά δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η δεύτερη στοχεύει στο σύνολο των δανείων προς θεσμικούς πιστωτές και κυρίως τράπεζες και funds μέσα από ένα πλαίσιο που θα έχει τα εξής χαρακτηριστικά: βιώσιμη ρύθμιση για τον οφειλέτη με δόσεις καθορισμένες ανάλογα και με το διαθέσιμο εισόδημά του, υποχρεωτικότητα ρύθμισης για τον πιστωτή (τράπεζα ή fund), προστασία της πρώτης κατοικίας, επαγγελματικής στέγης και αγροτικής γης των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων από μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης, δυνατότητα δικαστικής προσφυγής σε περίπτωση μη ευδοκίμησης της εξωδικαστικής ρύθμισης. Πρόκειται για ένα πλαίσιο απολύτως ρεαλιστικό και ασφαλώς συμβατό με το ενωσιακό δίκαιο.
Σύμφωνο Σταθερότητας
-Πώς σας φαίνεται η νέα δημοσιονομική αρχιτεκτονική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας; Υπάρχει ασφάλεια σχετικά με το δημόσιο χρέος, το οποίο μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά αυξάνεται κατά τι ως απόλυτο μέγεθος, δεδομένης και της παρούσας συνθήκης με τα επιτόκια;
Σκυλακάκης: Μία από τις σημαντικότερες προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ είναι η «αλά καρτ» διαπραγμάτευση, η συζήτηση δηλαδή με κάθε κράτος – μέλος για την κατάρτιση ενός σχεδίου μείωσης χρέους και ελλείμματος, που θα διασφαλίζει ότι δεν θα υπονομεύονται οι επενδύσεις. Εξέλιξη, που μας δίνει τη δυνατότητα να διεκδικήσουμε -στο μέτρο του δυνατού- ένα σχέδιο προσαρμοσμένο στις ανάγκες της οικονομίας μας, ιδίως όταν αποδεικνύουμε έμπρακτα -όπως έγινε το 2022, όταν αντί για πρωτογενές έλλειμμα, φέραμε ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα ένα χρόνο νωρίτερα απ’ ότι είχαμε υποσχεθεί- ότι πετυχαίνουμε και υπερβαίνουμε τους δημοσιονομικούς μας στόχους, χάρη στην υπεύθυνη δημοσιονομική διαχείριση και στους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Παράλληλα, «κλειδί» για να ανταποκριθούμε στην προτροπή της Κομισιόν για επενδύσεις στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι η αποτελεσματική αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Το Εθνικό Πρόγραμμα «Ελλάδα 2.0» βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και σε αντίθεση με τις αιτιάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης, απευθύνεται σε πολλούς και όχι σε λίγους. Στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προχωρούν μαζικά -τόσο στο σκέλος των δανείων όσο και σε αυτό των επιδοτήσεων- επενδύσεις με αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά (πράσινες και ψηφιακές).
Τέλος, σε ό,τι αφορά στο χρέος, αυτό μετράται, πάντα και μόνον, ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ και μειώθηκε σημαντικά επί Νέας Δημοκρατίας. Αυτό θα συνεχίσει να γίνεται όπως προβλέπει και το Πρόγραμμα Σταθερότητας που καταθέσαμε πριν μερικές ημέρες. Το 2022 ήταν 171% του ΑΕΠ και το 2026 θα φτάσει στο 135% του ΑΕΠ.
– Πώς σχολιάζετε τις αλλαγές στο ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας; Υπάρχει κίνδυνος η Ελλάδα να ξαναμπεί σε μνημόνια; Θα ήθελα και ένα σχόλιό σας για το σχέδιο «Δήμητρα» του κ. Βαρουφάκη.
Αχτσιόγλου: Ξεκινώ από το δεύτερο ερώτημά σας: την οικονομική πολιτική της προοδευτικής κυβέρνησης θα την καθορίσει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Από εκεί και πέρα, οι εξαγγελίες του κυρίου Βαρουφάκη παραπέμπουν περισσότερο σε ασκήσεις επί χάρτου, οι οποίες συγκλίνουν επικίνδυνα με τις ιδεοληψίες του κ. Σόιμπλε. Η ρύθμιση των αδικιών του τραπεζικού συστήματος απαιτεί πραγματικό σχέδιο, συγκεκριμένα μέτρα -δείτε το παράδειγμα για το ιδιωτικό χρέος- και πολιτική αποφασιστικότητα που δεν δίνει κανένα περιθώριο στις συντηρητικές δυνάμεις εντός και εκτός της χώρας να δημιουργούν εύκολες εντυπώσεις.
Πάμε τώρα στα δύσκολα. Η αναγνώριση ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας πρέπει να αλλάξει είναι μια θετική εξέλιξη. Το ζητούμενο είναι η κατεύθυνση της αλλαγής. Εκεί τα πράγματα είναι ανησυχητικά, καθώς απ’ ό,τι φαίνεται δεν υπάρχει απεγκλωβισμός από τους εν πολλοίς αυθαίρετους αριθμητικούς κανόνες για το χρέος και το έλλειμμα. Ξέρουμε, και από την πρόσφατη ιστορία της χώρας και τα ίδια τα δεδομένα, ότι αυτοί οι στόχοι, ιδίως όταν δεν συνδυάζονται με στοχεύσεις επίτευξης άλλων δεικτών (π.χ. για την ανεργία, τις ανισότητες κ.λπ.) ναρκοθετούν την κοινωνική ευημερία.
Η κυβέρνηση όφειλε να πάρει μέρος στις συζητήσεις που έλαβαν χώρα το προηγούμενο διάστημα. Να συνεργαστεί με άλλες κυβερνήσεις σε χώρες με παρόμοια προβλήματα για κοινές διεκδικήσεις. Δεν το έκανε.
Στέγαση-επιτόκια
-Πόσο σας ανησυχεί η άνοδος των επιτοκίων, η οποία επιβαρύνει τις μηνιαίες δόσεις των στεγαστικών δανείων; Θα υπάρξει κάποια άλλη πολιτική πέραν του προγράμματος «Σπίτι για όλους»;
Σκυλακάκης: Η άνοδος των επιτοκίων είναι διεθνές μέτρο πολιτικής, το οποίο δεν μπορούμε να επηρεάσουμε. Οι παρεμβάσεις μας μέσα από τις αυτοδεσμεύσεις του τραπεζικού συστήματος και το πρόγραμμα «Σπίτι μου» απαλύνουν εν μέρει το πρόβλημα, αλλά δεν μπορούν να το αντισταθμίσουν πλήρως. Μόνο ο ταχύτερος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης και η αποκλιμάκωση διεθνώς του πληθωρισμού θα επαναφέρουν την ισορροπία.
Το πρόγραμμα «Σπίτι μου», πάντως, είναι μια πολύ σημαντική πρωτοβουλία που λαμβάνουμε σε αυτήν την κατεύθυνση, η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα νέων συμπολιτών μας για απόκτηση κατοικίας, με ευνοϊκούς όρους. Ο Πρωθυπουργός εξήγγειλε, μάλιστα, το διπλασιασμό των διαθέσιμων πόρων για το πρόγραμμα, καθώς υπάρχει μεγάλη ανταπόκριση για την αξιοποίησή του.
– Σας έχω ακούσει να αναφέρεστε στη στεγαστική κρίση και στο γεγονός ότι οι νέοι δε μπορούν να βρουν σπίτι σε λογικές τιμές. Τι θα κάνετε εάν εκλεγείτε κυβέρνηση; Επίσης, θα επαναφέρετε την προστασία της πρώτης κατοικίας και με ποια κριτήρια; Πάντως, η ΝΔ θέτει το ζήτημα ότι εσείς θεσπίσατε το πλαίσιο για τα funds στην Ελλάδα και ότι επί ημερών σας γίνονταν πλειστηριασμοί.
Αχτσιόγλου: Το ζήτημα της κατοικίας αφορά τη νέα γενιά, αλλά και τα μεσαία στρώματα που νιώθουν την ασφυκτική πίεση από την άνοδο των ενοικίων και τις αρνητικές συνέπειες της άναρχης τουριστικοποίησης. Δεν πρόκειται για ένα περιφερειακό θέμα. Είναι κομβικό και αφορά την κοινωνική αρχιτεκτονική της χώρας μας τις επόμενες δεκαετίες.
Αναφέρθηκα ήδη στα μέτρα για την προστασία της πρώτης κατοικίας. Αφού με ξαναρωτάτε θα σας θυμίσω ότι δεν υπήρξε ούτε μία μέρα κατά τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που να μην βρίσκεται σε ισχύ νομοθετικό πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων. Και φυσικά θα επαναλάβω ότι δεν γίνονταν και -δεν θα γίνονται- επί ΣΥΡΙΖΑ πλειστηριασμοί πρώτων κατοικιών λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων. Ο ΣΥΡΙΖΑ πράγματι νομοθέτησε πλαίσιο που έθετε περιοριστικούς κανόνες στη λειτουργία των funds, όπως να κάνουν υποχρεωτικά πρόταση ρύθμισης στον δανειολήπτη πριν την αναγκαστική εκτέλεση και να φορολογούνται οι εταιρείες διαχείρισης για τις πράξεις τους. Η κυβέρνηση της ΝΔ με τον Ηρακλή, παρέκαμψε πλήρως αυτό το πλαίσιο και συνέδεσε τις μεταβιβάσεις κόκκινων δανείων με παλαιότερο νομοθέτημα (του 2003) που δεν είχε τέτοιες δικλείδες ασφαλείας. Κοιτάξτε το οξύμωρο: από τη μία η ΝΔ επιχαίρει για τη μείωση των κόκκινων δανείων από τους ισολογισμούς των τραπεζών εξαιτίας της μεταβίβασής τους σε funds και από την άλλη λέει ότι δεν είναι υπεύθυνη για τους πλειστηριασμούς, την ώρα που κάθε τέτοια μεταβίβαση συνδεόταν με συγκεκριμένα μέτρα εκτέλεσης και πλειστηριασμών που μάλιστα εγκρίθηκαν από την ίδια. Προσβάλει την νοημοσύνη μας μ’ αυτό το επιχείρημα.
Από εκεί και πέρα, για το ζήτημα της στέγης η λύση βρίσκεται στη ρύθμιση και στην κρατική παρέμβαση: έλεγχος των βραχυχρόνιων μισθώσεων, διπλασιασμός και επέκταση των επιδοτήσεων που αφορούν την ενοικίαση, δημιουργία τράπεζας στέγης και διάθεση διαμερισμάτων σε νέα ζευγάρια με ευνοϊκούς όρους. Σ αυτά επιμένει το κυβερνητικό μας πρόγραμμα.
Ταμείο Ανάκαμψης
-Έχει υπάρξει μεγάλη συζήτηση για το πόσο έχουν αξιοποιηθεί μέχρι στιγμής οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης. Πώς «βλέπετε» την επόμενη μέρα του Ταμείου;
Σκυλακάκης: Η Ελλάδα είναι πρωτοπόρος στην αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης. Έχουν, ήδη, εισρεύσει άνω των 11 δισ. ευρώ στα Ταμεία του Κράτους (έχουμε υποβάλει δύο αιτήματα πληρωμής και στις επόμενες ημέρες θα υποβάλουμε και το τρίτο αίτημα). Έχει ξεκινήσει, δυναμικά, η κινητοποίηση τεράστιων δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων, στο πλαίσιο του ελληνικού Προγράμματος «Ελλάδα 2.0», το οποίο διατρέχεται από όρους απόλυτης διαφάνειας. Μαζί με τους πόρους του REPowerEU (υποβλήθηκε 30/3 αίτημα για 5 δισ. ευρώ δάνεια) αναμένεται να κινητοποιηθούν επενδύσεις, συνολικού προϋπολογισμού περί τα 70 δισ. ευρώ. Βρίσκονται σε εξέλιξη τουλάχιστον 267 διαγωνισμοί, συνολικής δημόσιας δαπάνης που υπερβαίνει τα 3,37 δισ. ευρώ. Όσον αφορά στα προγράμματα ενίσχυσης επιχειρηματικότητας, από αυτά για τα οποία έχει ολοκληρωθεί η υποβολή αιτήσεων ενισχύονται 91.216 πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, με τη συνολική δημόσια δαπάνη να διαμορφώνεται στα 646.975.321,32 ευρώ. Στο σκέλος των δανείων του «Ελλάδα 2.0», που χορηγούνται με ευνοϊκούς όρους (επιτόκιο δανεισμού, σταθερό 0,35% για πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις και 1% για μεσαίες και μεγάλες), έχουν υποβληθεί επενδυτικά σχέδια, συνολικού προϋπολογισμού άνω των 12 δισ. ευρώ, από διάφορους κλάδους της οικονομίας (πρωτογενής τομέας, βιομηχανία, λιανικό εμπόριο, ηλεκτροπαραγωγικές επενδύσεις – ΑΠΕ, τηλεπικοινωνίες, τουρισμό και υπηρεσίες). Και, ήδη, έχουν υπογραφεί δανειακές συμβάσεις, με συνολικό επενδυτικό προϋπολογισμό άνω των 5 δισ. ευρώ. Το “Ελλάδα 2.0” ενισχύει τη δυναμική πορεία που ακολουθούν οι επενδύσεις στη χώρα μας στα χρόνια της διακυβέρνησής μας. Και ακόμη είμαστε στην αρχή. Μέχρι σήμερα έχουμε δει μόνον την κορυφή του παγόβουνου των επενδύσεων που έρχονται.
– Ποια η γνώμη σας για την πορεία του Ταμείου Ανάκαμψης στην Ελλάδα; Πιστεύετε ότι πρέπει να υπάρξει αλλαγή μοντέλου;
Αχτσιόγλου: Η θέσπιση του Ταμείου Ανάκαμψης ήταν η απτή ένδειξη της κρίσης των πολιτικών της λιτότητας. Υπό αυτήν την έννοια, οφείλει να λειτουργήσει ως ο σπινθήρας μίας κοινωνικά δίκαιης αναπτυξιακής πορείας που θα θωρακίσει τη χώρα μας από τις κρίσεις που ήδη εξελίσσονται και θα συμβάλλει στην προώθηση ριζοσπαστικών τομών στο ιστορικό αναπτυξιακό μοντέλο. Δεν είναι κάτι το δεδομένο. Στο σχέδιο της Νέας Δημοκρατίας το Ταμείο Ανάκαμψης εκφυλίστηκε σε έναν μηχανισμό ανακύκλωσης των παθογενειών του παρελθόντος και πρόχειρης στήριξης ενός στρεβλού αναπτυξιακού μοντέλου. Ο λόγος είναι απλός: η Νέα Δημοκρατία είναι συνδεδεμένη με ισχυρά οικονομικά συμφέροντα που έχουν συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός ιδιόμορφου κρατικοδίαιτου καπιταλισμού όπου οι όποιες ευρωπαϊκές ενισχύσεις μετατρέπονται σε απευθείας αναθέσεις και ένα στενό μοίρασμα της τράπουλας μεταξύ λίγων παικτών. Αλλά και οι επενδύσεις στις οποίες συχνά αναφέρεται η ΝΔ την τελευταία τετραετία δεν έχουν καμία σχέση με την προσθήκη νέων αξιών στην ελληνική οικονομία. Στη συντριπτική τους πλειονότητα αφορούν την εξαγορά υπαρχόντων αξιών κυρίως μέσω ιδιωτικοποιήσεων (όπως στη ΔΕΗ και τον ΔΕΔΔΗΕ), την αγορά κόκκινων δανείων από funds και το real estate στον τουρισμό. Είναι ενδεικτικό ότι σ’ αυτή της τη διακυβέρνηση η ΝΔ δεκαπλασίασε το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και έφτασε στο αρνητικό ρεκόρ του 10% ΑΕΠ.
Το οικονομικό μοντέλο της ΝΔ δεν είναι μόνο αντικοινωνικό. Είναι και αποτυχημένο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από πολύ νωρίς επισήμανε ότι το Ταμείο Ανάκαμψης είναι μια μοναδική ευκαιρία για το συγχρονισμό της χώρας μας με τις διεθνείς αναζητήσεις γύρω από τη διαμόρφωση νέων δημόσιων πολιτικών. Δίνει τη δυνατότητα σε ένα κράτος-στρατηγό να σχεδιάσει ριζοσπαστικές τομές με άμεσα αποτελέσματα: τη στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που αποκλείονται από τον τραπεζικό δανεισμό, την ενθάρρυνση επενδύσεων στη βιομηχανία, τον αγροτικό τομέα και τις τεχνολογίες, τον αναπτυξιακό σχεδιασμό με κανόνες και κυρίως ρητούς στόχους. Αλλαγή λοιπόν του σχεδίου για το Ταμείο Ανάκαμψης για να έχουμε αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξής στη χώρα μας.
πηγή: ot.gr
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις