Ισπανία: «Πρέπει να φύγουμε» – Πώς οικογένειες τσιγγάνων εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους άρον άρον
Οκτώ οικογένειες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις περιουσίες τους με τη βία, στην πιο «μαύρη μέρα» για την πόλη.
- Η Ουγγαρία δίνει άσυλο σε πρώην υφυπουργό της Πολωνίας - Σε βάρος του ισχύει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης
- Ο Σεργκέι Λαβρόφ υπαινίχθηκε έναν από τους όρους λήξης του πολέμου με την Ουκρανία
- Πώς η υπόθεση Πελικό έδωσε άλλες διαστάσεις στη σεξουαλική βία
- Η Κριστίνα Αγκιλέρα κάνει επίδειξη στήθους καθώς κλείνει τα 44 της με topless «κοστούμι γενεθλίων»
Το ημερολόγιο έγραφε Κυριακή 17 Ιουλίου 2022 και το ρολόι έδειχνε λίγο μετά τις 9:00 το πρωί. Για τον Ricardo García Carmona ήταν μία συνηθισμένη ημέρα και τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε στη μικρή πόλη Peal de Becerro της Ανδαλουσίας.
«Ξαφνικά χτύπησε την πόρτα η μητέρα μου και άρχιζε να φωνάζει ότι πρέπει να φύγουμε γρήγορα. Λίγες ώρες νωρίτερα, ένας νεαρός πορτιέρης ονόματι Álvaro Soto είχε μαχαιρωθεί μέχρι θανάτου μετά από καυγά στην παμπ όπου εργαζόταν», θυμάται σχεδόν 10 μήνες μιλώντας στον Observer.
Οι φερόμενοι ως δολοφόνοι, όπως και η οικογένεια του García Carmona, ήταν μέλη της τσιγγάνικης κοινότητας του Peal de Becerro, και η μητέρα του διαισθανόταν ότι κάτι κακό θα συμβεί.
«Άρχισα να γελάω μαζί της και της είπα ότι είναι τρελή. Μετά άρχισα να της φωνάζω για το πού θα πάμε. Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι θα ήταν χειρότερα αν φεύγαμε, γιατί θα νόμιζαν ότι ανήκουμε στην ίδια οικογένεια με τον τύπο που μαχαίρωσε τον νεαρό», λέει ο 34χρονος σεκιουριτάς.
Ωστόσο, η μητέρα του ήταν ανένδοτη. Γονατιστή τον παρακαλούσε να φύγουν από την πόλη γιατί θα τους κάψουν. Όπως αποδείχθηκε είχε δίκιο…
Λίγο αργότερα, ένα πλήθος ανθρώπων κατευθύνθηκε προς το σπίτι του García Carmona και θυμωμένο άρχιζε να φωνάζει «Τσιγγάνοι έξω» και να κλωτσάει το αυτοκίνητό του.
Ένας αξιωματικός της πολιτοφυλακής ενημέρωσε τον 34χρονο ότι τα πράγματα «είχαν ξεφύγει από τον έλεγχο» και προειδοποίησε τον ίδιο και την οικογένειά του να μείνουν μέσα στο σπίτι.
«Δολοφόνος…»
«Το κατάλαβες τώρα. Δεν έχουν καν θάψει ακόμα τον Álvaro Soto και ξεκίνησαν οι διαμαρτυρίες. Όλη η πόλη θα έρθει να κάψει τους τσιγγάνους. Πάμε να φύγουμε», του τόνισε η μητέρα του.
Αυτή τη φορά, ο García Carmona άκουσε τη συμβουλή της. Η οικογένεια μάζεψε τα πράγματά της και κατέφυγε σε ένα ξενοδοχείο στην κοντινή πόλη Úbeda.
Το επόμενο βράδυ ο 34χρονος έλαβε φωτογραφίες από τους φίλους του από τα επεισόδια που ξεκίνησαν, μετά από μία ειρηνική διαδήλωση. Το σπίτι του είχε λεηλατηθεί, τα πράγματά του βρίσκονταν στον δρόμο και στον έναν τοίχο είχαν γράψει με σπρέι τη λέξη «δολοφόνος».
Άλλες τσιγγάνικες περιουσίες είχαν παρόμοια τύχη. Πολλά σπίτια είχαν λεηλατηθεί και είχαν υποστεί ζημιές ενώ αυτοκίνητα κάηκαν. «Τσιγγάνοι έξω», «Τσιγγάνοι δολοφόνοι» και «Θάνατος στους τσιγγάνους», γράφονταν παντού.
«Κοίταξα τις φωτογραφίες και έκλαψα σαν μωρό. Δεν ήξερα τι να κάνω. Αναρωτήθηκα τι είχα κάνει για να το αξίζω αυτό. Ήταν όλα αυτά μόνο και μόνο επειδή είμαι τσιγγάνος;», αναρωτιέται ο García Carmona.
Τέσσερις άνδρες συνελήφθησαν ως ύποπτοι για τη δολοφονία, δύο από τους οποίους αφέθηκαν στη συνέχεια ελεύθεροι εν αναμονή της δίκης. Η αστυνομία άρχισε πρόσφατα να ανακρίνει άτομα για τις επιθέσεις κατά των τσιγγάνων, ενώ ο δημόσιος διαμεσολαβητής της Ισπανίας ερευνά τη βία και την αντίδραση των αρχών.
Ο δήμαρχος της πόλης, David Rodríguez, χαρακτήρισε τα γεγονότα ως τα «πιο μαύρα και θλιβερά στην ιστορία του Peal de Becerro», ενώ το υπουργείο κοινωνικών δικαιωμάτων της Ισπανίας δήλωσε ότι οι επιθέσεις κατά των οικογενειών των τσιγγάνων «δεν πρέπει να έχουν θέση σε μια πλουραλιστική, ποικιλόμορφη και δημοκρατική κοινωνία όπως η δική μας».
Έφυγαν και δεν επέστρεψαν ποτέ
Μετά τις ταραχές και τα επεισόδια που ξέσπασαν εκείνη την ημέρα οκτώ οικογένειες, περίπου 40 άτομα, μεταξύ των οποίων ηλικιωμένοι και παιδιά, εγκατέλειψαν την πόλη αφήνοντας πίσω τους τα σπίτια τους και ό,τι δεν μπορούσαν να μεταφέρουν εύκολα. Οι περισσότεροι δεν επέστρεψαν ποτέ και αισθάνονται εγκαταλελειμμένοι από τις αρχές, που, όπως λένε, δεν έκαναν τίποτα περισσότερο από το να τους παραπέμπουν σε κοινωνικές υπηρεσίες στις περιοχές στις οποίες μετακόμισαν.
Ο García Carmona πήρε πρόσφατα τη δύσκολη απόφαση να εγκαταλείψει την Ανδαλουσία και να ξεκινήσει μια νέα ζωή στη πόλη Polop de la Marina, κοντά στο Benidorm, όπου εργάζεται 10 ώρες την ημέρα μαζεύοντας μούσμουλα. Παρόλο που μπορεί να συντηρήσει την οικογένειά του και έχει συγγενείς στην πόλη, δεν είναι όπως η Peal, όπου ζούσε εκτρέφοντας ζώα.
Αν και ο 34χρονος γνώριζε ότι υπήρχαν ψήγματα ρατσισμού στην πόλη του, ποτέ δεν φανταζόταν ότι θα ζούσε τα περσινά γεγονότα, τα οποία του θύμισαν τη βία κατά των τσιγγάνων τη δεκαετία του 1980.
Τον Ιούλιο του 1986, οικογένειες τσιγγάνων που ζούσαν στην πόλη Martos της Ανδαλουσίας, η οποία, όπως και το Peal de Becerro, βρίσκεται στην επαρχία Jaén, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους αφού πυρπολήθηκαν. Δύο χρόνια νωρίτερα, πέντε τσιγγάνοι, μεταξύ των οποίων τρία παιδιά, κάηκαν όταν κάποιοι περιέλουσαν το σπίτι τους με βενζίνη σε αντίποινα για μια προηγούμενη επίθεση.
Εκπρόσωπος του δημάρχου δήλωσε στον Observer ότι «όσον αφορά τη συνύπαρξη, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα εδώ, ούτε πριν, ούτε τώρα».
Παράλληλα, εκπρόσωπος της περιφερειακής κυβέρνησης της Ανδαλουσίας δήλωσε ότι η κεντρική κυβέρνηση είναι υπεύθυνη για τη διασφάλιση της συνύπαρξης στην πόλη, αλλά το περιφερειακό τμήμα κοινωνικής ένταξης και ισότητας «εργάζεται εντατικά» με διάφορες αρχές και τσιγγάνικες ενώσεις για να υπάρξει ανταπόκριση στις ανάγκες των πληγέντων οικογενειών.
Επισήμανε επίσης, ότι η περιφερειακή κυβέρνηση είχε συστήσει πέρυσι το Συμβούλιο της Ανδαλουσίας για τους τσιγγάνους, στο πλαίσιο των προσπαθειών της να «επιτύχει την πλήρη ένταξη και να καταπολεμήσει τη μισαλλοδοξία, τις διακρίσεις και το μίσος που υφίστανται σήμερα οι τσιγγάνοι».
Ολιγωρία των αρχών
Ωστόσο, ο Marcos Santiago Cortés, δικηγόρος και τσιγγάνος τονίζει ότι οι αρχές έχουν καθυστερήσει πολύ να βοηθήσουν τα θύματα και να πάρουν θέση για όσα συνέβησαν στο Peal τον περασμένο Ιούλιο.
«Είμαι περήφανος που είμαι Ισπανός και ποτέ δεν μου αρέσει να ασκώ κριτική στη χώρα μου αλλά νομίζω ότι υπάρχει καθυστέρηση στο να αναγνωριστεί ότι υπήρξε ένα ξέσπασμα ρατσισμού», σημειώνει.
Ως δικηγόρος, προσθέτει, έχει δει πώς τρομερά εγκλήματα μπορούν να προκαλέσουν εκρήξεις θυμού, «όμως μια ολόκληρη πόλη που ξεσηκώνεται για να επιτεθεί στα σπίτια οκτώ οικογενειών δεν είναι φυσιολογικό. Ειδικά αν πρόκειται για οικογένειες τσιγγάνων. Νομίζω ότι οι αρχές έπρεπε να επέμβουν και να δείξουν δημόσια την αγανάκτησή τους».
Παράλληλα, ο Santiago επισημαίνει ότι ο ρατσισμός που βιώνουν οι τσιγγάνοι δεν είναι ένα αποκλειστικά ισπανικό πρόβλημα.
«Η Ευρώπη έχει ένα αδιευκρίνιστο χρέος όσον αφορά τους τσιγγάνους, οι οποίοι αποτελούν τον ορισμό του ευρωπαϊκού λαού. Είμαστε παρόντες σε κάθε χώρα και είμαστε εδώ από τότε που δημιουργήθηκε η Ευρώπη», καταλήγει.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις