Διαβάζοντας, τις τελευταίες μέρες, κάποια άρθρα (όπου, νομίζω ότι το ένα πυροδοτεί το άλλο ώστε να συγκροτείται «κύμα») έχω την εντύπωση ότι η Αθήνα τελειώνει, πεθαίνει, ψυχορραγεί. Τι τελειώνει; Τέλειωσε ήδη και δεν το έχουμε πάρει χαμπάρι. Ζούμε πάνω σε ένα, περίπου, πτώμα. Διότι έχει γίνει ένα τουριστικό λούνα παρκ ή μια αρχαιολάγνα Ντίσνεϊλαντ (μπορεί και το αντίθετο, αρχαιολάγνο λούνα παρκ και τουριστική Ντίσνεϊλαντ) και έχει γεμίσει καφέ που καταλαμβάνουν με τραπεζοκαθίσματα τα πεζοδρόμια και δεν μπορούμε να περπατήσουμε ούτε καν να βγάλουμε βόλτα το σκυλάκι μας και οι συνοικίες μας έχουν αλλάξει μορφή και ταυτότητα και όλα αυτά χάριν των τουριστών που έρχονται εδώ και αλώνουν τα στέκια μας. Και για όλα αυτά φταίει αυτό το άτιμο, το επάρατο, το gentrification.

Gentrification σημαίνει εξευγενισμός. Με τα σημερινά δεδομένα όμως, όταν χρησιμοποιείται για πόλεις, έχει αρνητική χροιά. Με την έννοια ότι ο εξευγενισμός μίας αστικής περιοχής μπορεί να αλλοιώσει τον χαρακτήρα της. Ομως, όταν μιλάμε για την Αθήνα, ο όποιος χαρακτήρας της βούλιαξε και χάθηκε στη σκόνη της κρίσης. Τότε «εάλω η πόλις». Τότε έκλεισαν πολλά μαγαζιά, έγιναν προθήκες απαξίωσης και μιζέριας με θολά τζάμια και ένα σωρό λογαριασμούς σφηνωμένους στην πόρτα. Τότε γέμισαν οι προσόψεις των κτιρίων με κακότεχνα τάχα μου γκράφιτι, μουτζούρες μίσους στην πραγματικότητα.

Τότε κάηκε το «Απόλλων» και το «Αττικόν» που το κουφάρι τους ακόμη στοιχειώνει, σαν φάντασμα, την Αθήνα. Θυμάμαι εκείνο το σημείο της Σταδίου, το «τρίστρατο» με τις οδούς Χρήστου Λαδά και Εδουάρδου Λω. Εκεί που πέρασα πολλά από τα καλύτερά μου – επαγγελματικά και όχι – χρόνια. Που άκμαζε τις δεκαετίες του 1990 και του 2000. Οταν πέρασα από εκεί, κάποια μέρα του 2015 νομίζω, έμοιαζε με βομβαρδισμένο τοπίο, με εμπόλεμη ζώνη. Στο εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο Esperia είδα, από μακριά, ένα μαυριδερό «σύννεφο» που πάλλονταν λίγο πάνω από το έδαφος. Πλησίασα από περιέργεια αλλά η αποφορά ούρων και περιττωμάτων με έκανε να απομακρυνθώ τρέχοντας. Και ναι, το «σύννεφο» ήταν μύγες.

Για το gentrification αυτής της κατάστασης διαμαρτύρονται κάποιοι; Νοσταλγούν, ας πούμε, την Αθήνα του 1980; Με τις ΕΒΓΕΣ και τα γκρίζα καφενεία; Μπορεί κι εγώ αλλά, μεγάλο παιδί είμαι, καταλαβαίνω ότι, στην πραγματικότητα, νοσταλγώ τα νιάτα μου. Και τέλος πάντων οι πόλεις δεν είναι «πάρκα νοσταλγίας». Προσαρμόζονται στις ανάγκες των κατοίκων της. Ολων των κατοίκων της. Και των παλιών αλλά και των καινούργιων. Και των μόνιμων και των περιστασιακών. Αυτή η τόσο δημοφιλής στη χώρα μας άποψη ότι οι δημόσιοι χώροι ανήκουν αποκλειστικά στον καθένα από εμάς μόνο γκρίνια μπορεί να προκαλέσει.

Το μόνο πραγματικό πρόβλημα που βλέπω είναι ότι οι βραχύχρονες μισθώσεις έχουν, σε κάποιες περιοχές, ανεβάσει πολύ τα ενοίκια. Αλλά μετά σκέφτομαι όλα αυτά τα νέα παιδιά που μπορούν να ταξιδεύουν, με χαμηλό κόστος, σε όλο τον κόσμο. Και διαπιστώνω πόσο δύσκολη και αμήχανη είναι η «τελετή παραλαβής – παράδοσης» της μίας εποχής στην άλλη. Αλλά και απολύτως αναγκαία.