Ερρίκος Ντυνάν: «Περνούν υπό την προστασίαν του Ερυθρού Σταυρού»
Ο φιλάνθρωπος, ο αλτρουιστής, ο ονειροπόλος
Ογδόντα έξη χρόνια συνεπληρώθησαν προ τινών ημερών από τότε που υπεγράφη εις την Γενεύην η διεθνής συμφωνία η οποία, ολοκληρωθείσα αργότερα διά της συμβάσεως της 6ης Ιουλίου 1906, έχει χαρίσει εις τον κόσμον τον μόνον ίσως διεθνή οργανισμόν του οποίου το κύρος και η παγκοσμία ευεργετικότης δεν αμφισβητούνται από κανένα, τον Διεθνή Ερυθρόν Σταυρόν.
Και τούτου μεν τα ευεργετήματα είναι γνωστά εις όλον τον κόσμον και όλους τους ανθρώπους — ποιος όμως γνωρίζει και θυμάται το όνομα και ποιος εκτιμά και αναγνωρίζει όσον πρέπει την δράσιν του ανθρώπου εκείνου ο οποίος κατηνάλωσε περιουσίαν, υγείαν και ζωήν διά την πραγματοποίησιν του μεγίστου αυτού των συγχρόνων διεθνών επιτευγμάτων; Και ποιος γνωρίζει την ηρωικήν και τραγικήν ζωήν του Ελβετού εκείνου ο οποίος, πλούσιος και νέος, ήρχισε τον αγώνα μιας ολόκληρης ζωής, ο οποίος αυτόν μεν τον ίδιον συνέτριψε και κατέστησε πάμπτωχον —μη δυνάμενον να ζη παρά από μίαν πτωχήν σύνταξιν, την οποίαν του εχορήγησεν η τότε Αυτοκράτειρα της Ρωσσίας— έφερεν όμως εις πέρας το μεγάλο του έργον, που η αναγνώρισις και το κύρος του σήμερον είναι παγκόσμια;
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 29.8.1950, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Γόνος πλουσίας ελβετικής οικογενείας, ο Ιωάννης Ερρίκος Ντυνάν εγεννήθη το 1828 και από νεαράς ηλικίας ησχολήθη εις φιλανθρωπικά έργα εις την πατρίδα του. Εις ηλικίαν 30 ετών φεύγει από την Ελβετίαν και πρώτον τον συναντώμεν εις την Αφρικήν, εις την περιοχήν των ορέων Τζεμιλά της Αλγερίας, όπου παρακολουθών τας καθημερινάς καταστροφάς και την δυστυχίαν που εδήωναν την περιοχήν, ιδία ελλείψει νερού, συλλαμβάνει ένα χιμαιρικόν σχέδιον αρδεύσεως της περιοχής. […]
Την 24ην του Ιουνίου του 1859 εμπλέκεται εις το πεδίον της μάχης του Σολφερίνο. Με φρίκην βλέπει ο ονειροπόλος Ελβετός πράγματα που δεν είχε ποτέ φαντασθή εις την ζωήν του. Η φρίκη δε, η θλίψις και η αγανάκτησίς του κορυφούται, όταν παρίσταται ο ίδιος αυτόπτης μάρτυς μιας φοβερής σκηνής, κατά την οποίαν Αυστριακοί στρατιώται εισέρχονται εις μίαν εντελώς πρόχειρην κατασκήνωσιν Γάλλων και Ιταλών τραυματιών πολέμου και τους λογχίζουν τον ένα μετά τον άλλον. Εδώ βλέπει ο Ελβετός φιλάνθρωπος την άλλην πλευράν του μεταλλίου της πολεμικής δόξης: Το αίμα, τας οιμωγάς, την βρώμαν μέσα εις την οποίαν εγκαταλελειμμένοι πεθαίνουν οι πολεμισταί. Αριστουργηματικά περιγράφει ο βιογράφος του, ο Ζιλμπέρ Σιγκώ, την αναστάτωσιν που ησθάνθη ο άνθρωπος Ντυνάν, την συγκίνησιν που επρόκειτο να τον κάμη αργότερα σωστόν ποιητήν, συγγραφέα του περιφήμου «Αναμνήσεις από το Σολφερίνο» […].
Προς το παρόν, όμως, ο νεαρός Ντυνάν δεν έχει καιρόν διά βιβλία και συγκινήσεις. Εγκαταλείπων σχέδια και Αυτοκράτορας (σ.σ. αναζητούσε στη Λομβαρδία το γάλλο αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ’, κι έτσι βρέθηκε στο πεδίο της μάχης του Σολφερίνο), παραμένει εις τας περιοχάς του πολέμου και περιποιείται και περιθάλπει ο ίδιος τους τραυματίας Γάλλους, Ιταλούς και Αυστριακούς αδιαφόρως, αρκεί ότι είναι τραυματίαι πολέμου. Αριστουργηματικά πάλιν περιγράφει ο Σιγκώ μίαν νύκτα εις την εκκλησίαν του Καστιλιόνε, όπου εκατοντάδες τραυματίαι με προχείρως δεμένα τα τραύματά των εβογγούσαν, εβλασφημούσαν, αγωνιούσαν και εζητούσαν νερό. Ο Ντυνάν προσπαθεί να βοηθήση. Δεν ημπορεί να κάμη τίποτε άλλο παρά να γυρίζη όλην την νύκτα μεταξύ των οιμωζόντων και να τους δίνη λίγο νεράκι.
Όταν δε τέσσαρας ημέρας αργότερα συναντά επί τέλους τον Αυτοκράτορα εις την Μπρέσια, τα αλγερινά σχέδια, αι αρδεύσεις κ.λπ. έχουν λησμονηθή. «Βοήθειαν, βοήθειαν…» του λέγει. «Ευρήτε μου μερικούς γιατρούς για να περιθάλψωμεν τους τραυματίας». Πού όμως να ευρεθούν οι γιατροί; Όλοι του Γαλλικού Υγειονομικού Σώματος είναι απησχολημένοι νύκτα και ημέραν, χωρίς ούτε το εν δέκατον των απαιτουμένων έργων να ημπορούν να επιτελέσουν. Και τότε ο Ντυνάν έχει την πρώτην έμπνευσιν, που θα οδηγήση αργότερα προς τον Διεθνή Ερυθρόν Σταυρόν. Ζητεί από τον Αυτοκράτορα να ελευθερώση από τα στρατόπεδα αιχμαλώτων όλους τους ιατρούς, υγειονομικούς κ.λπ. και να αναθέση εις αυτούς να περιθάλπουν μαζί με τους Γάλλους γιατρούς τους τραυματίας πολέμου, Γάλλους και Αυστριακούς αδιαφόρως. Ο Αυτοκράτωρ συγκατατίθεται. Το πρώτον πρακτικόν βήμα προς την ωραιοτέραν διεθνή οργάνωσιν έχει γίνει.
Εθελονταί νοσοκόμοι προσέρχονται διά να βοηθήσουν το ανθρωπιστικόν αυτό έργον και εδώ γεννάται το μόνον ατομικόν συναίσθημα που είχεν εις την ζωήν του ο νεαρός αλτρουιστής: ο μοναδικός, μεγάλος, τραγικός και… βωβός έρως του προς την Έλσαν Καστνέρ. Πλουσία, νέα, ωραία, η Έλσα Καστνέρ είχε προσέλθει ως εθελοντής νοσοκόμος. Οι δύο νέοι συναντώνται, αγαπώνται, πλην ούτε ο ένας ούτε ο άλλος ομιλούν! Η ώρα δεν είναι κατάλληλη δι’ ατομικά αισθήματα. Ακούραστοι και οι δύο των περιθάλπουν τους τραυματίας. Όταν δε και ο τελευταίος τραυματίας έγινε καλά, ο Ντυνάν και η Έλσα χωρίζονται. Ο καθένας τον δρόμον του. Και κρατούν μέσα των ανείπωτον το μυστικόν των. Θα συναντηθούν τάχα πάλιν ποτέ εις την ζωήν των; Θα συναντηθούν; Οι πόλεμοι δεν ετελείωσαν ακόμη…
Ο Ντυνάν αγωνίζεται τώρα διά την ιδέαν του. Μαζί με άλλους φίλους καταστρώνουν σχέδια. Να καταργήσουν τους πολέμους δεν ημπορούν, ημπορούν όμως να τους καταστήσουν ανθρωπινωτέρους, υποφερτούς. Και σαφώς γεννάται η ιδέα κάποιου μονίμου διεθνούς οργανισμού, οργανισμού απόλυτης ουδετερότητος, ο οποίος θα φροντίζη διά ν’ ανακουφίζη τα δεινά του πολέμου. Κάποιο σχετικόν σχέδιον διεθνούς συμβάσεως καταστρώνεται — και ο Ντυνάν συνεχίζει τον αγώνα του. Και η Έλσα επίσης από μέρους της. Η Έλσα επανήλθε τώρα εις το Στρασβούργον και εις το Παρίσι, εις τα πλούτη και εις την θαλπωρήν της. Πλην δεν ελησμόνησεν ούτε τον Ντυνάν ούτε την ιδέαν του. Κατορθώνει να πείση την μεγάλην τότε Ορτάνς Σνεντέρ, την περίφημην ερμηνεύτριαν του Όφφενμπαχ, να τραγουδήση εις μεγάλην συγκέντρωσιν, εις την οποίαν ο Ντυνάν, προσκληθείς από την Έλσαν, θα ομιλήση διά την ιδέαν του. Κερδίζει αρκετούς φίλους και υποστηρικτάς εις το Παρίσι και συνεχίζει ακούραστος το έργον του.
Εις την αίθουσαν των «Αθηναίων» εις την Γενεύην, ο Ντυνάν συγκινεί διά πρώτην φοράν, την 26ην Οκτωβρίου του 1863, και ευρύτερα πλήθη. «Δεν κάμνω διάκρισιν», τους βροντοφωνεί, «όταν πρόκειται διά τραυματίας πολέμου. Δεν είναι ούτε φίλοι ούτε εχθροί. Είναι άνθρωποι που υποφέρουν…» Τα πλήθη τον επευφημούν και η ιδέα του εξαπλούται. Ο ίδιος όμως έχει καταστραφή εν τω μεταξύ. Αι επιχειρήσεις του εις την Αλγερίαν κατεστράφησαν· οι χρηματοδόται του τον σύρουν ενώπιον των δικαστηρίων διά διασπάθισιν των χρημάτων των· η οικογένειά του τον εγκαταλείπει και τον απαρνείται ως… άσωτον. Όταν δε την 22αν Αυγούστου του 1864, ύστερα από πέντε χρόνια αγώνος, υπογράφεται εις την Γενεύην η πρώτη συμφωνία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, ο Ντυνάν είναι κατεστραμμένος! Τα δικαστήρια τον καταδικάζουν, η δε διεθνής επιτροπή του οργανισμού τον οποίον αυτός ίδρυσε, τον… απολύει από την θέσιν του τεχνικού της Γραμματέως! Ο Ντυνάν πένεται και δυστυχεί. Δεν τον χρειάζεται άλλωστε. Ο κόσμος ευημερεί. Πόλεμοι δεν υπάρχουν.
Ιδού, όμως, το 1870. Ο γαλλογερμανικός πόλεμος. Ο πένης, ο δυστυχής ο Ντυνάν αναζωογονείται. Ευρίσκεται πάλιν εις το έργον. Εις το πολιορκούμενον Παρίσι εργάζεται νύκτα και ημέραν. Διά τα θύματα του πολέμου. Διά τους τραυματίας. Εδώ θα συναντηθή ένα βράδυ εις κάποιο νοσοκομείον πάλιν με την Έλσαν, από την οποίαν τον είχε χωρίσει η δυστυχία. Εις κάποιαν γωνίαν ενός δωματίου του νοσοκομείου την ευρίσκει πυρέσσουσαν. Καθώς εκαθάριζεν, ως νοσοκόμος πάλιν, τα χειρουργικά εργαλεία ενός ιατρού, είχεν αυτομολυνθή και μόνον ένα θαύμα θα ημπορούσε να την σώση. Αφού εφρόντισε διά την περίθαλψίν της, την εγκαταλείπει και πάλιν. Δεν έχει καιρόν δι’ αυτήν μόνην. Τον χρειάζονται εις το μέτωπον. Σπεύδει εις το μέτωπον, εκεί δε δοκιμάζει τας δύο μεγάλας ικανοποιήσεις της ζωής του. Κάπου εις το μέτωπον, ένας αξιωματικός τον αναγνωρίζει. Και εκεί, μέσα εις την ερημιάν και το ψύχος και τον θάνατον, ο αξιωματικός, καθώς οδηγεί την μονάδα του προς το μέτωπον —προς τον θάνατον ίσως;— δίδει διαταγήν: «Τα όπλα προς παρέλασιν… παρουσιάστε αρμ!» Και οι μελλοθάνατοι παρελαύνουν προ του Ζαν Ανρί Ντυνάν! Η άλλη του ικανοποίησις είναι μεγαλυτέρα. Διότι δεν είναι απλώς προσωπική. Είχε κατορθώσει να λάβη την άδειαν από τους Γερμανούς να οδηγήση μακράν του μετώπου κάπου τριακόσιους γέρους και παιδιά. Συναθροίζει την ομάδα του, παίρνει μίαν σημαίαν του Ερυθρού Σταυρού και ξεκινεί. Κάπου τον σταματούν αι προφυλακαί: «Δεν περνούν από εδώ». Ο Ντυνάν όμως σηκώνει ο ίδιος ψηλά την σημαίαν και βροντοφωνεί: «Περνούν υπό την προστασίαν του Ερυθρού Σταυρού». Ύστερα από ολίγα λεπτά ο φρουρός ειδοποιεί: «Μπορείτε να περάσετε!»
Επιστρέφει εις το Παρίσι και εδώ αρχίζει διά να τελειώση ο πρώτος και μόνος έρως της ζωής του. Εις το νοσοκομείον ο θάνατος είχε σεβασθή την Έλσαν μέχρις ότου θα επέστρεφεν ο Ανρί. Και σπεύδει να την ιδή. «Σας ευχαριστώ που ήλθατε να με ιδήτε…» Της απαντά: «Μη μιλάτε, δεν πρέπει να μιλάτε». Του λέγει: «Θα μιλήσω… Αρκετά εσιωπήσαμε και οι δυο μας. Πάντα περίμενα να μιλήσετε σεις…» Με λυγμούς τής λέγει: «Το ξεύρατε…» Χαμογελώντας τού λέγει: «Από την πρώτην στιγμήν… Μα μολαταύτα… ειπέστε το». Της σφίγγει απαλά το χέρι και της ομολογεί τον έρωτά του. Ήσυχη γέρνει τώρα η Έλσα το κεφαλάκι της. Σε λίγο παραδίδει το πνεύμα!
Ο πόλεμος επέρασε. Και η φτώχεια μαστίζει πάλιν τον Ντυνάν. Η πλούσια οικογένειά του αποφασίζει επί τέλους να του χορηγήση κάποιαν βοήθειαν… 75 φράγκα τον μήνα! Γέρος και άρρωστος ευρίσκει φιλοξενίαν εις ένα νοσοκομείον, εις το Χάιντεν. Εκεί ένα βράδυ του Δεκεμβρίου του 1901 —ο Ντυνάν είναι τώρα 73 ετών— ο ιατρός θα του αναγγείλη: Μεγάλη τιμή. Το βραβείον Νομπέλ. Δεν επρόφθασε να γίνη γνωστόν, και ιδού που οι παλαιοί του χρηματοδόται, επί τη βάσει της παλαιάς, προ 33 ετών δικαστικής αποφάσεως, ζητούν να κατασχέσουν το χρηματικόν ποσόν του βραβείου! Δεν προφθάνουν, όμως. Ήδη είχε διαθέσει ο Ντυνάν τα χρήματα όλα διά τον Διεθνή Ερυθρόν Σταυρόν.
Εις τα ογδόντα του χρόνια, επί τέλους, τον αποθεώνουν. Η ογδοηκοστή επέτειος των γενεθλίων του είναι ημέρα παγκοσμίων εκδηλώσεων τιμής διά τον ιδρυτήν του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Δύο χρόνια αργότερον, την 30ήν Οκτωβρίου 1910, ο Ντυνάν αποθνήσκει. Δύο δε μεγάλοι —παγκόσμιοι— πόλεμοι μετά ταύτα κατωχύρωσαν διά τους αιώνας το μεγάλο του έργον.
*Άρθρο για τον Ερρίκο Ντυνάν, που έφερε τον τίτλο «Η μεγάλη και τραγική ζωή του Ιωάννου Ερρ. Ντυνάν» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 29 Αυγούστου 1950.
Ο ελβετός φιλάνθρωπος, επιχειρηματίας και συγγραφέας Ιωάννης Ερρίκος Ντυνάν (Jean Henri ή Henry Dunant) γεννήθηκε στη Γενεύη στις 8 Μαΐου 1828 και απεβίωσε στο Χάιντεν στις 30 Οκτωβρίου 1910.
Ο Ντυνάν, ο ιδρυτής της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού, τιμήθηκε με το Νομπέλ Ειρήνης το 1901.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις