ΕΛΣΤΑΤ: Το 26,3% των Ελλήνων κινδυνεύει με φτώχεια και κοινωνικό αποκλεισμό
Η έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, παρότι αφήνει μια «χαραμάδα» αισιοδοξίας, καθότι καταγράφει μικρή μείωση του κινδύνου φτώχειας, αναδεικνύει τις απογοητευτικές επιδόσεις της Ελλάδας στην Ευρώπη, αφού έχει τη δεύτερη χειρότερη επίδοση μετά τη Βουλγαρία.
- Οι πριγκίπισσες της Disney κινδυνεύουν σύμφωνα με ένα νέο σατιρικό επιστημονικό άρθρο
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
Την ώρα που οι πολιτικοί αρχηγοί των κομμάτων, που διεκδικούν την εξουσία στις εκλογές της 21ης Μαΐου, διαγκωνίζονται στις υποσχέσεις προς τους πολίτες, δεσμευμόνενοι πως ό,τι δεν έκαναν όλα τα χρόνια θα τα υλοποιήσουν… οπωσδήποτε την επόμενη τετραετία, αυξάνοντας μισθούς και συντάξεις, μειώνοντας φόρους και καταπολεμώντας την ανεργία, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού των Ελλήνων, αν και παρουσιάζουν μικρή μείωση στα ποσοστά, παραμένουν απογοητευτικά.
Λίγες ημέρες πριν από τις κάλπες της 21ης Μαΐου, τόσο η Νέα Δημοκρατία όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν στο επίκεντρο του κυβερνητικού τους προγράμματος την οικονομία και την καταπολέμηση της ακρίβειας, με μία από τις βασικές διαφωνίες των δύο κομμάτων να αφορά στον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπιστεί η εκτόξευση των τιμών.
Η ΝΔ θεωρεί ότι τόσο «Το Καλάθι του Νοικοκυριού» όσο και το «market pass» αποτελούν ένα ανάχωμα, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει τη μείωση σε ΕΦΚ στα καύσιμα, αλλά και του ΦΠΑ στα τρόφιμα, κάτι που η κυβέρνηση απορρίπτει, λέγοντας ότι δεν θα φέρει μειώσεις τιμών.
Αυξήσεις μισθών και συντάξεων υπόσχεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης
Στην προμετωπίδα της ΝΔ βρίσκεται η αύξηση του μέσου μισθού πάνω από 25%, μέσα στην τετραετία 2023-2027 (στα €1.500 από €1.170) και αύξηση κατώτατου μισθού στα €950 εντός της τετραετίας.
O κατώτατος μισθός θα αναπροσαρμόζεται βάσει του μέσου όρου του μισθού πλήρους απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα. Επίσης, ο κ. Μητσοτάκης υπόσχεται σταδιακή μείωση κατά μία επιπλέον μονάδα των ασφαλιστικών εισφορών και του μη μισθολογικού κόστους, καθώς και τα εξής:
– Νέα αύξηση 3,4% στις συντάξεις από 1/1/2024. Οι επικουρικές συντάξεις και τα εφάπαξ απονέμονται εντός δύο μηνών.
– Αύξηση μισθών των δημοσίων υπαλλήλων και αναμόρφωση του μισθολογίου τους από 1/1/2024.
– Σταδιακή μείωση 20% του τέλους επιτηδεύματος το 2025, 30% το 2026 και κατάργηση έως το τέλος της τετραετίας το 2027, με ταυτόχρονη αύξηση της φορολογικής συμμόρφωσης.
– Αυξάνεται από 1/1/2024 το αφορολόγητο κατά €1.000 για οικογένειες που έχουν παιδιά.
Για κατάργηση φόρων και αυξήσεις μισθών δεσμεύεται ο Αλέξης Τσίπρας
Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύεται για μια δέσμη άμεσων μέτρων εντός των πρώτων 50 ημερών διακυβέρνησης, κάτι το οποίο θεωρεί επιτακτικό ο Αλέξης Τσίπρας, προκειμένου να πάρουν «ανάσα» οι πολίτες. Μεταξύ άλλων, το σχέδιο τους ΣΥΡΙΖΑ περιλαμβάνει τα εξής:
– Αύξηση του κατώτατου μισθού στα 880 ευρώ στον ιδιωτικό τομέα.
– Θεσμοθέτηση της ετήσιας τιμαριθμικής αναπροσαρμογής στο ύψος του πληθωρισμού του προηγούμενου έτους, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα. Στον δημόσιο τομέα οι μισθοί θα αυξηθούν άμεσα κατά 10%.
– Επαναφορά της 13ης σύνταξης του 2019: πλήρης για συντάξεις έως 500 ευρώ και ποσοστιαία για τα ανώτερα κλιμάκια και χορήγηση της αύξησης του 7,5% για το 2023 σε όλους τους συνταξιούχους, ανεξαρτήτως της ύπαρξης προσωπικής διαφοράς.
– Ξεπάγωμα των τριετιών, ώστε να επιτευχθεί άμεση γενναία αύξηση του μέσου μισθού.
– Αύξηση μισθών στο δημόσιο τομέα, από την 1η Ιουλίου του 2023, κατά 10%.
– Μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα (πετρέλαιο κίνησης, θέρμανσης, βενζίνη, φυσικό αέριο) στον χαμηλότερο συντελεστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
– Κατάργηση του ΕΦΚ στο αγροτικό πετρέλαιο.
– Μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα στο 6%.
Ας δούμε, λοιπόν – ή μάλλον ας δουν οι «μονομάχοι» της κάλπης, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και με τι έχουν να «παλέψουν»…
Το 26,3% των Ελλήνων κινδυνεύει με φτώχεια
Υποχώρησε κατά δύο μονάδες το ποσοστό του πληθυσμού που βρισκόταν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα το 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία της ετήσιας Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών, που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα η ΕΛΣΤΑΤ.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία αυτά, συνολικά 2.722.000 άτομα, ήτοι 26,3% του πληθυσμού της χώρας αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού πέρυσι, έναντι 28,3% το 2021.
Η μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού – δείκτης που συντίθεται από τους επιμέρους δείκτες του κινδύνου φτώχειας, της υλικής και κοινωνικής στέρησης και της χαμηλής έντασης εργασίας (σ.σ. όσο πιο υψηλή είναι η ένταση εργασίας, τόσο πιο κοντά είναι οι εργαζόμενοι στην πλήρη απασχόληση) – οφείλεται στη μείωση του ποσοστού του πληθυσμού σε χαμηλή ένταση εργασίας, σε 9,5% το 2022 από 12,1% το 2021, και του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας, σε 18,8% το 2022 από 19,6% το 2021.
Η κατάταξη της Ελλάδας
Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, πως η Ελλάδα έχει τη δεύτερη χειρότερη επίδοση μετά τη Βουλγαρία, σε σχέση με τις εννέα ευρωπαϊκές χώρες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία.
Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία, η μικρή μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (δείκτης που συντίθεται από τους επιμέρους δείκτες του κινδύνου φτώχειας, της υλικής και κοινωνικής στέρησης και της χαμηλής έντασης εργασίας) οφείλεται στη μείωση του ποσοστού του πληθυσμού σε χαμηλή ένταση εργασίας, σε 9,5% το 2022 από 12,1% το 2021, και του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας, σε 18,8% το 2022 από 19,6% το 2021.
Διαβάστε εδώ ολόκληρη την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ.
Κινδυνεύουν περισσότερο τα παιδιά
Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας 17 ετών και κάτω (28,1%), με το ποσοστό τους ωστόσο να εμφανίζεται μειωμένο κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021 (32,0%). Τ
Το ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών που διαβιοί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας υπολογίστηκε σε 10,9% επί του συνόλου του πληθυσμού αυτής της ομάδας ηλικιών, υποχωρώντας κατά 2,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2021.
Το ποσοστό για τους άνδρες ανερχόταν σε 9,9% και για τις γυναίκες σε 12,0%.
Οι περιοχές με τις χειρότερες επιδόσεις
Σε πέντε Περιφέρειες (Κρήτη, Αττική, Νότιο Αιγαίο, Ήπειρος και Θεσσαλία) καταγράφονται ποσοστά κινδύνου φτώχειας χαμηλότερα από αυτό του συνόλου της χώρας, ενώ στις υπόλοιπες οκτώ (Ιόνια Νησιά, Βόρειο Αιγαίο, Δυτική Ελλάδα, Πελοπόννησος, Δυτική Μακεδονία, Στερεά Ελλάδα, Κεντρική Μακεδονία και Ανατολική Μακεδονία και Θράκη) τα αντίστοιχα ποσοστά είναι υψηλότερα.
Αλληλένδετο με το επίπεδο εκπαίδευσης το ποσοστό κινδύνου φτώχειας
Όπως αναδεικνύεται από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης τόσο μικρότερο είναι το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας.
Ειδικότερα, για το 2022, ο κίνδυνος φτώχειας ανερχόταν σε 25,9% για όσους έχουν ολοκληρώσει προσχολική, πρωτοβάθμια και το πρώτο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σε 18% για όσους έχουν ολοκληρώσει το δεύτερο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και σε 7,2% για όσους έχουν ολοκληρώσει το πρώτο και το δεύτερο στάδιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Οι ομάδες υψηλού… κινδύνου
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας το 2022 είναι υψηλότερο για τις γυναίκες (19,4%) σε σχέση με τους άνδρες (18,2%). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους άνδρες και για τις γυναίκες μειώθηκε κατά 0,4 και 1,2 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα το 2022 σε σχέση με το 2021.
Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών εκτιμάται σε 17,6% για τις γυναίκες και σε 13,6% για τους άνδρες. Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 75 ετών εκτιμάται σε 16,8%, ενώ για άτομα ηλικίας κάτω των 75 ετών σε 19,1%.
Ο κίνδυνος φτώχειας για τις γυναίκες άνω των 75 ετών εκτιμάται σε 19,5%, ενώ για τους άνδρες της αντίστοιχης ηλικιακής ομάδας εκτιμάται σε 13,0%.
Ο κίνδυνος φτώχειας των νοικοκυριών με έναν ενήλικα και τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο παιδί ανέρχεται σε 37,7%, ενώ των νοικοκυριών με τρεις ή περισσότερους ενήλικες με εξαρτώμενα παιδιά ανέρχεται σε 21,7% και των νοικοκυριών με δύο ενήλικες και 2 εξαρτώμενα παιδιά σε 18,9%.
Οι εργαζόμενοι 18 ετών και άνω αντιμετωπίζουν χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας σε σύγκριση με τους ανέργους και τους οικονομικά μη ενεργούς (νοικοκυρές κ.λπ.). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζομένους 18 ετών και άνω ανέρχεται σε 10,6%, σημειώνοντας μείωση κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2021.
Μείωση κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες παρουσίασε το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τις εργαζόμενες γυναίκες 18 ετών και άνω, ενώ μειώθηκε κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες το αντίστοιχο ποσοστό για τους εργαζόμενους άνδρες, με τα αντίστοιχα ποσοστά να διαμορφώνονται σε 7,7% και 12,7%.
Για τους ανέργους, ο κίνδυνος φτώχειας είναι σημαντικά μεγαλύτερος και ανέρχεται σε 43,6%, παρουσιάζοντας σημαντική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών (51,8% και 37,0% αντίστοιχα).
Ο κίνδυνος φτώχειας για όσους είναι οικονομικά μη ενεργοί (μη συμπεριλαμβανομένων των συνταξιούχων) αυξήθηκε κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021 και ανήλθε σε 29,1 %.
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζομένους 18-64 ετών ανέρχεται σε 10,6%, σημειώνοντας μείωση κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2021. Μείωση κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες παρουσίασε το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τις εργαζόμενες γυναίκες 18-64 ετών, ενώ μειώθηκε κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες το αντίστοιχο ποσοστό για τους εργαζόμενους άνδρες 18-64 ετών, με τα αντίστοιχα ποσοστά να διαμορφώνονται σε 7,8% και 12,6%.
Ο κίνδυνος φτώχειας για τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση ανέρχεται σε 9,9%, ενώ για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση ανέρχεται σε 18,4%.
Στην περίπτωση των νοικοκυριών που διαμένουν σε ιδιόκτητη κατοικία, ο κίνδυνος φτώχειας ανέρχεται σε 18,8%, ενώ για τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία ο κίνδυνος φτώχειας ανέρχεται σε 19,0%.
Αύξηση του μέσου ατομικού διαθέσιμου εισοδήματος
Το 14,6% των νοικοκυριών δήλωσε ότι το εισόδημά του αυξήθηκε κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες, το 15% των νοικοκυριών ότι μειώθηκε και το 70,4% των νοικοκυριών ότι παρέμεινε το ίδιο.
Tο 26,1% δήλωσε ότι ο κύριος λόγος αύξησης ή μείωσης του εισοδήματος ήταν η πανδημία του νέου κορωνοϊού (COVID-19), εκ των οποίων το 6,1% δήλωσε ότι αυξήθηκε το εισόδημά του και το 20% ότι μειώθηκε.
Το μέσο ισοδύναμο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα ανήλθε σε 10.832 ευρώ, αυξημένο κατά 8,8% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις