Μάρκος Βαμβακάρης: «Για μένα που έπαιζα ο κόσμος όλος ήταν δικός μου»
Αφηγήσεις του «πατριάρχη» της ελληνικής λαϊκής μουσικής και του ρεμπέτικου για τη ζωή και το έργο του
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Αλλαγές εξετάζει η Κομισιόν για την οδήγηση μετά τα 70 έτη - Τι θα αναφέρεται στην ευρωπαϊκή οδηγία
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
Στις 10 Μαΐου του 1905 γεννήθηκε στην Άνω Χώρα της Σύρου ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο άνθρωπος που έβαλε τα θεμέλια της ελληνικής λαϊκής μουσικής και «γέννησε» το ρεμπέτικο.
Σε ηλικία 12 ετών αφήνει τη γενέτειρά του και εγκαθίσταται στον Πειραιά, δεν έχει όμως ακόμα ανακαλύψει το πεπρωμένο του, τον δρόμο του στη μουσική.
Μοναδικός του στόχος ο βιοπορισμός. Εργάζεται ως αχθοφόρος στο λιμάνι και ως εκδορέας (γδάρτης) στα σφαγεία. Είχε εξάλλου από πολύ μικρός δουλέψει, μεταξύ άλλων, ως λούστρος, εφημεριδοπώλης και μπακαλόγατος, βοηθός σε μπακάλικο.
Λέει ο ίδιος σε συνέντευξή του στον «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ» τον Φεβρουάριο του 1972.
»Το 1917 ήλθα στον Πειραιά κι έγινα χαμάλης στο λιμάνι. Εγώ και κάτι Μυκονιάτες και Αούτηδες φοράγαμε χαμαλήκα στην πλάτη και φορτωνομάστε πάνω από 140 οκάδες (σ.σ. 179 κιλά) ο καθένας. Λυγίζανε τα πόδια μου από το βάρος και σαν τελείωνε η δουλειά αποτραβιόμουν πίσω από τα τσουβάλια με τη ζάχαρη κι έκλαιγα».
»Μετά απ’ αυτή τη δουλειά έγινα μανάβης στην αγορά του Πειραιά και ξανά πάλι ρίχητκα στο χαμαλήκι. Δεν μ’ έφτανε η κούραση, είχα παντρευτή τότε μια γυναίκα που ήταν “τζούρας μαχαλάς κι αέρας πελεκούδια”, που σημαίνει ο Θεός να σε φυλάη!»
»Δούλεψα για δέκα χρόνια στα σφαγεία του Πειραιά, αλλά τους τα βρόντησα χάμω, όταν μ’ ανάγκασαν να σφάξω μια γελάδα που τη λάτρευα. Ήλθα στα σφαγεία της Αθήνας, όπου δούλεψα δεκαπέντε χρόνια. Ήμουν άριστος σφάχτης και γδάρτης».
Στον δρόμο του μπουζουκιού
Με το μπουζούκι και το άκουσμά του ο Μάρκος συναντήθηκε τυχαία, όταν γνώρισε τον συριανό μπουζουξή Νίκο Αϊβαλιώτη.
Στο «ΒΗΜΑ» της 6ης Δεκεμβρίου 1966 ο Βαμβακάρης αφηγείται:
«Στα 1925 ήμουνα εκδορεύς στα Σφαγεία του Πειραιώς. Τότε ήλθε στο σπίτι μας ένας Αϊβαλιώτης, φίλος του πατέρα μου, που πρωτοέφερε μπουζούκι στον Πειραιά. Τρελλάθηκα. Μου άρεσε τόσο πολύ, ώστε ωρκίσθηκα να… κόψω το χέρι μου αν δεν το μάθαινα.
»Μετά από έξη μήνες είχα μάθει, έκανα το πρώτο μου συγκρότημα και άρχισα να παίζω».
Γράφει η Χάρη Ποντίδα στα «ΝΕΑ» τον Ιούνιο του 2012 για τον Μάρκο Βαμβακάρης:
«Φωνή αδρή, χωρίς ίχνος καλλιέπειας, και λόγος απλός και τσεκουράτος, βγαλμένος από τα βιώματά του. Εφημεριδοπώλης από τα 12 του στη Σύρο και αργότερα λιμενεργάτης στον Πειραιά, καρβουνιάρης, εκδοροσφαγέας κ.λπ., κατέγραψε στα τραγούδια του ως άλλος χρονογράφος τον αυθεντικό τρόπο ζωής του περιθωρίου, διατηρώντας ζωντανό ένα κομμάτι εποχής που αποκλειόταν από την κυρίαρχη κουλτούρα (επιθεωρήσεις, οπερέτες κ.λπ.), η οποία φλέρταρε με τις αστικές συνήθειες της Δύσης.
»Μάρκος ο χρονογράφος. Γιατί, όπως λέει και ο γιος του Στέλιος, “ήταν δέκτης τρομερός, κεραία». Εγραφε ακριβώς αυτό που ζούσε”.
Η είσοδος στη δισκογραφία
»Το 1933 ήταν η πρώτη του επαφή με την Columbia του Λαμπρόπουλου.
«Εγώ, τους λέω, δεν ξέρω να τραγουδάω. Μα έτσι, μα αλλιώς, με βάλανε και ετραγούδησα για πρώτη φορά το «Επρεπε να ‘ρχόσουν, μάγκα μου, μες στον τεκέ μας». Μόλις το άκουσαν έμειναν άναυδοι. Ηταν η φωνή που ζητάγανε αυτοί. Μου λένε λοιπόν: Αυτό θέλουμε, έχεις άλλο; Πώς δεν έχω. Και λέω το «Χαρμάνης είμαι απ’ το πρωί». Είχα γράψει κάπου πενήντα τραγούδια.
“Το 1931, ’32, ’33. Η φωνή μου όμως δεν ήταν για τραγούδι. Αλλά αυτή έψαχναν οι εταιρείες. Ακουγαν, ένας Μάρκος Συριανός στον Πειραιά, μπουζούκι, μαζεύει τον κόσμο όπου πάει. Και έτσι ήτανε. Οπου πήγαινα και καθόμουνα με ξέρανε», διαβάζουμε στην «Αυτοβιογραφία» του.
“Ο τεκές ήταν το «σχολείο» του (εκεί έμαθε να παίζει το «όργανο») και η παρηγοριά του. «Λαχταρούσαμε και το αποζητούσαμε το χασίσι. Γιατί προκειμένου να πάω να πιω κρασί, να γίνω χάλια, να μεθύσω, να με περιγελούνε, έπινα αυτό.
“Επαιζα μπουζούκι μέσα στα μαστούρια – καθόντουσαν και δεν έβγαζε κανένας μιλιά, παρά ακούγανε το όργανο και τους άρεζε. Και για μένα που έπαιζα ο κόσμος όλος ήταν δικός μου»».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις